Ροή ειδήσεων
Σάββατο, 8 Νοεμβρίου 2025
Γιορτάζουν: Άγγελος, Γαβριήλ, Μιχαήλ, Σεραφείμ, Ευστρατία, Μεταξία, Ραφαήλ, Σταμάτης, Στρατηγός, Ταξιάρχης
22°
Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ

Συνεχίζομε την παρουσίαση των ρηγόπουλων, στη μεγάλη αγωνιστική εκδήλωση, που διοργάνωσε ο βασιλιάς της Αθήνας, το κονταροκτύπημα, με έπαθλο την τζόγια, που είχε φτιάξει με τα χέρια της η ακριβοθυγατέρα του, η Αρετή. Ο βασιλιάς, πέρα από τον σκοπό της διασκέδασης, είχε στο νου του και το ενδεχόμενο να εντοπίσει και κανένα κατάλληλο παλληκάρι, για μελλοντικό γαμπρό της κόρης του.

Σειρά έχει λοιπόν τώρα να μπει στον χώρο διεξαγωγής των αγώνων, το αφεντόπουλο της Αξιάς, ο Γλυκάρετος. Καλοσυνάτος, ευγενικός και βαριά λαβωμένος από τον ανελέητο έρωντα. Στη ζωγραφιά της περικεφαλαίας του φαίνονταν ένα λαμπερό και ολόγιομο φεγγάρι, κι από κάτω ένα δεντρό ξερό και μαραμένο. Έλεγε λοιπόν ο στίχος:

Στη γέμωση του φεγγαριού άλλο δεντρό δεν πιάνει,

μόνο τσ’ αγάπης το δεντρό, που πάντα ρίζες κάνει…

Σε αντιδιαστολή, τώρα, καταφτάνει ο άγριος κι απολίτιστος Καραμανίτης, που είχε δεδηλωμένη έχθρα με την Κρήτη, αλλά και γενικά ήταν άγριος και εχθρικός με όλους. «Ποτέ ντου δεν εγέλασε, μα πάντα του λογιάζει, κι είν’ η λαλιά ντου η σιγανή σαν άλλου όντε φωνιάζει».

«Τ’ όνομά του ήταν Σπιδόλιοντας, και είχε τέτοια έπαρση και αλαζονεία, που δεν τον χωρούσε ο τόπος, κι όπως λέει ο Κορνάρος»… «για να σταθεί τόπο πολύ, μεγάλη αδειά γυρεύγει»… «Στην κεφαλή ‘χε ολόμαυρο το Χάρο με δραπάνι, και με το αίμα γράμματα κι όχι με το μελάνι».

Κι ελέγαν, «Όποιος με θωρεί ας τρέμει κι ας φοβάται,

και το σπαθί απού βαστώ, κιανένα δε λυπάται»…

Ακολουθεί ο γιός του ρήγα του Βυζαντίου, Πιστόφορος, με «έπαρσες ρηγατικές και μ’ αφεντιά μεγάλη», προκαλώντας σούσουρο στο κοινό, αλλά και στο πατάρι των επισήμων. Ο ποιητής αφιερώνει εδώ πολλούς στίχους, περιγράφοντας την πολυμελή συνοδεία, την περίτεχνη στολή του, τα κάλλη του, τις χάρες και τις αρετές, την ευγένεια και την βασιλική αύρα που τον περιβάλλει.

Το παλληκάρι αυτό έμελλε να είναι αργότερα η επιλογή του βασιλιά της Αθήνας, Ηράκλη, για την κόρη του Αρετούσα, που ωστόσο εκείνη αρνήθηκε, με αποτέλεσμα να την κελείσει στη φυλακή «Η ζγουραφιά τση κεφαλής ήδειχνε την ολπίδα, γιατί ‘χε κλήμα δροσερό μ’ όμορφην αγγουρίδα»…

Κ’ ήλεγε ο στίχος κι η γραφή: Με τον καιρό ολπίζω,

να φάω τ’ όξεινο γλυκύ, που εδά δε γιοματίζω…

Έρχεται η σειρά του επόμενου κονταρομάχου, που είναι το αφεντόπουλο της Πάτρας, ο Δρακόκαρδος. Ανήκει κι αυτός στην κατηγορία των ακοινώνητων, πολεμοχαρών και ακαλλιέργητων ανθρώπων, η παρουσία των οποίων αναδεικνύει και τονίζει την προσωπικότητα των ευγενικών και καλλιεργημένων παλληκαριών. Ερωτευμένος κι αυτός με μια πανέμορφη κόρη, που δεν ανταποκρινόταν στα αισθήματά του, και περίμενε καρτερικά ν’ αλλάξει γνώμη και να γίνει ταίρι του. Η ζωγραφιά στην περικεφαλαία, με την αγριεμένη θάλασσα και τον ψαρά στο ακρογιάλι να περιμένει να καλοσυνέψει ο καιρός, εξηγεί την σχετική μαντινάδα.

Αν έχω την απομονή και να μη δεν οκνέψω,

σα σιγανέψουν οι καιροί, ολπίζω να ψαρέψω…

Ένα από τα καλά παλληκάρια που παίρνουν μέρος στη διοργάνωση, έχει σειρά, και δεν είναι άλλος από το ρηγόπουλο της Κύπρου, τον Κυπρίδημο. Πίστευε και το διαλαλούσε με έμφαση, ότι ο έρωντας δεν θα μπορούσε ποτέ να τον κυριέψει. Η σχετική ζωγραφιά, και ο στίχος, αυτό δήλωναν με κάποια μικρή αλαζονεία.

Το νικητή, τον κερδαιτή, στα πάνω κ’ εις τα κάτω,

δεμένο κωλοσύρνω τον στ’ αμάξι μ’ αποκάτω…

Έρχεται η ώρα του μεγάλου πρωταγωνιστή, του Ρωτόκριτου, που καταφτάνει πάνω στο ολόμαυρο φαρί, με την άσπρη, φαντή χρυσάργυρη φορεσιά, και μοιράζει χτυποκάρδια στο βασιλικό πατάρι…

«Στση κεφαλής τη ζγουραφιά τουνού του διωματάρη…

Ήτονε μέσα στη φωτιά καημένο ένα ψυχάρι». Κι έλεγε ο στίχος:

Τη λαμπιράδα τση φωτιάς ωρέχτηκα κι εθώρου,

και σίμωσα και κάηκα, να φύγω δεν εμπόρου…

Ο Βιτσέντζος Κορνάρος κλείνει την προσέλευση των αρχοντόπουλων, που θα πάρουν μέρος στην κονταρομαχία, με το ρηγόπουλο της Κρήτης, τον Χαρίδημο. Αφιερώνει πολλές σελίδες για την προσωπικότητά του, και παρεμβάλλει εκτεταμένα το ατυχές περιστατικό στην Νίδα, όπου σκοτώνει άθελά του την αγαπημένη του, κι από τότε είναι βουτημένος στα μαύρα, και στερημένος από κάθε χαρά και ξεφάντωση. Είχε κι αυτός την σχετική ζωγραφιά, που έδειχνε ένα κερί σβημένο, «τον άνεμο ανάδια ντου ήδειχνε φουσκωμένο». Ο στίχος έλεγε κι εξηγούσε:

Κείν’ η φωτιά που μού φεγγε, μπλιό λάψη δε μου δίδει,

κι άνεμος μου την ήσβησε, κι εδά ‘μαι στο σκοτίδι…

Κλείνομε εδώ την αναφορά στο Βιτσέντζο Κορνάρο, γιατί μιλώντας για μαντινάδες, δεν ήταν δυνατό να μην αναφερθούμε σ’ αυτόν. Ασφαλώς, είναι ενδεικτική και πολύ περιορισμένη αυτή η αναφορά, αλλά τουλάχιστον μνημονεύσαμε το όνομά του…