Συνεχίζοντας την περιδιάβαση στον κόσμο του Βιτσέντζου Κορνάρου, φτάνομε στο φόρο (στη γιόστρα), όπου πρόκειται να διεξαχθεί το κονταροχτύπημα μεταξύ των αρχοντόπουλων, για την κατάκτηση της τζόγιας. Η τζόγια ήταν το έπαθλο, και ήταν ένα στεφάνι, που είχε φτιάξει με επιμέλεια και φροντίδα η Αρετούσα.

Δεκατέσσερα παλληκάρια παίρνουν μέρος στον αγώνα, με περίτεχνες φορεσιές, με λαμπερές αρματωσιές και μεγάλη εντυπωσιακή συνοδεία. Ο ποιητής τούς παρουσιάζει, περιγράφοντας την εμφάνιση, την προέλευση και τις αρετές του κάθε παλληκαριού.

Εκείνο που μας εντυπωσιάζει είναι ότι, πάνω στην περικεφαλαία του κάθε παλληκαριού, είναι γραμμένη μια μαντινάδα, που εκφράζει τη σκέψη, τη ζωή του και την προσωπικότητά του. Να λοιπόν που βρήκαμε μαντινάδες για το σημερινό σημείωμα. Ο πρώτος που μπαίνει στο φόρο, είναι ο Δημοφάνης, το αφεντόπουλο από τη Μυτιλήνη, στου οποίου την περικεφαλαία διαβάζομε:

Ίδρωσα και παράδειρα έτσι ψηλά να σώσω,

κι ως ήσωσα, λαβώθηκα, στέκω να παραδώσω.

 

Πρέπει να πούμε εδώ ότι το δίστιχο, στην περικεφαλαία του κάθε παλληκαριού, συνοδεύεται με σχετική ζωγραφιά που έχει σχέση με το περιεχόμενο του στίχου. Εδώ θα περιοριστούμε μόνο στον στίχο, που είναι στις περισσότερες περιπτώσεις μια κανονική μαντινάδα, ή έστω ένα καλοστημένο δίστιχο, με ηλικία πάνω από τετρακόσια χρόνια, και κάποιες από αυτές που θα περιλάβομε στο μαντιναδογράφημα, κοσμούν ήδη, εδώ και χρόνια, την κρητική δισκογραφία. Το επόμενο αφεντόπουλο είναι ο Αντρόμαχος από το Ανάπλι, και η μαντινάδα, εξηγώντας και τη σχετική ζωγραφιά στην περικεφαλαία, λέει:

 

Εκείνη που με λάβωσε, κι όπου πολλά με κρίνει,

η ομορφιά κι η λάμψη τζη του ηλιού τσ’ αχτίνες σβήνει.

 

Ακολουθεί ο Φιλάρετος, το αφεντόπουλο από τη Μοθώνη, όπου στην περικεφαλαία του, με την κατάλληλη ζωγραφιά, διεκτραγωδεί τον ερωντικό του καημό. Θα παρατηρήσομε στη συνέχεια ότι η συντριπτική πλειοψηφία και των αρχοντόπουλων που έπονται, έχουν ως θέμα προσδιορισμού της ταυτότητάς τους, τον έρωντα. Ο Φιλάρετος λοιπόν συστήνεται σχετικά:

Θωρείτε τούτη την καρδιά, πυρή φωτιά την καίγει,

στ’ αμόνι κοπανίζεται, κι έρωντας τη δοξεύγει.

 

Ακολουθεί το αρχοντόπουλο της Έγριπος, ο Ηράκλης, όπου στη ζωγραφιά της κεφαλής φαίνεται μια κρουσταλένια βρύση, και δίπλα της ένα δεντρό μαραμένο. «Ήσαν τα γράμματα χρυσά εις του δεντρού τη μέση, – την παραπόνεση του νιού, και τον καημόν του λέσι».

 

Τη βρύση στέκω και θωρώ, δε θε να με δροσίσει,

κι αφήκε με να ξεραθώ, δεν κάνει δίκια κρίση.

 

Στη συνέχεια εμφανίζεται ο αφέντης της Μακεδονίας, τ’ όμορφο παλληκάρι που ξόδιασε τη ζωή του στο κυνήγι του έρωντα, «τραγουδιστής, ξεφαντωτής και νυχτογυρισμένος», και με τη σχετική ζωγραφιά να εξηγεί την συνέχεια και το πεπρωμένο του. Το όνομα του αφεντόπουλου είναι Νικοστράτης κι ο στίχος του έλεγε:

 

Πολλά πουλιά κυνήγησα και λέσι με πετρίτη,

μα δα κομπώθηκα κι εγώ, κι επιάστηκα στο δίκτυ.

 

Η συνέχεια παρουσιάζει μια άλλη εκδοχή της ζωής, που εκπροσωπεί το αφεντόπουλο από την Κορώνη, ο Δρακόμαχος. Αντιπροσωπεύγει τον γενναίο πολεμιστή, τον σκληροτράχηλο και ανθεκτικό στις δυσκολίες και ιδεολόγο της λιτής και σκληρής ζωής.

 

Όσο σιμώνω στη φωτιά, και βράζει και κεντά με,

τόσο και ξανανιώνει με, γιατρεύγει και φελά με.

 

Ακολουθεί ένα άλλο σύμβολο του δυνατού πολεμιστή και κυρίως του καυχησιάρη και απαίδευτου αφέντη. Είναι ο Τριπόλεμος, «π’ ώριζε τση Σκλαβουνιάς τσι τόπους», και το μόνο που του άρεσε ήταν να πολεμά και να επαίρεται. Η ζωγραφιά του, ένα νησί που το δέρναν τα κύματα, αλλά παρέμενε ασάλευτο κι αλύγιστο στη μάνιτα του πελάγου. Ο στίχος έλεγε, για ποια αφορμή η θάλασσα κι ο άνεμος δεν το νίκα.

 

Φόβοι τρομάρες μάνιτες, κύματα, κι α φουσκώσου

δεν ημπορού μια μπιστική φιλιά να ξεριζώσου.

 

Εδώ συμπληρώνεται η επτάδα που είναι το όριό μας, και στο επόμενο σημείωμα θα περιλάβομε και τα υπόλοιπα επτά αρχοντόπουλα. Ωστόσο δεν είναι μόνο οι περικεφαλαίες με τα δίστιχα, που κάποια αποτελούν πρότυπο και υπόδειγμα μαντινάδας, αλλά ολόκληρο το έργο του Κορνάρου αποτελεί πηγή έμπνευσης και δείκτη αισθητικής για όσους ασχολούνται με τον δεκαπεντασύλλαβο…