Δημοσθένη Μαρκατάτου
του Δημοσθένη Μαρκατάτου*

Αποτελεί κοινό μυστικό για όλους τους Έλληνες, ότι κατά την κατάρτιση του Συντάγματος του 1975 χάθηκε η μεγάλη ευκαιρία για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις και ριζοσπαστικές μεταβολές στη χώρα μας.

Πράγματι η ευκαιρία ήταν μεγάλη εξαιτίας της πτώσης της Απριλιανής χούντας και του διενεργηθέντος δημοψηφίσματος στις 8-12-1974, που ο ελληνικός λαός αποφάνθηκε κατά του βασιλικού θεσμού και υπέρ της Δημοκρατίας.

Συνεπώς είχε διαμορφωθεί  εκ των πραγμάτων το κατάλληλο κλίμα για κοσμογονικές αλλαγές.

Πράγματι τότε θα μπορούσαμε να εγκαταλείψουμε το κοινοβουλευτικό μας σύστημα και να πηγαίναμε στο προεδρικό, όπου η διάκριση των εξουσιών είναι αυστηρότερη. Δυστυχώς όμως δεν αποφύγαμε το λάθος, με αποτέλεσμα να εγκλωβιστούμε σε ένα πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα, που γεννά διαφθορά, αδικίες, σκάνδαλα και μνημόνια, χωρίς να γλιτώσομε καμμία από αυτές τις δυσμενείς συνέπειες, δεδομένου ότι εκείνος, που κυβερνά, νομοθετεί  και επιπλέον διορίζει την ηγεσία του Αρείου Πάγου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στον χώρο της δικαιοσύνης. Η μόνιμη εξάλλου κρίση του κοινοβουλευτισμού είναι γνωστή εδώ και χρόνια (βλ. Δ. Τσάτσο Συνταγματικό Δίκαιο σελίδα 238).

Η επιλογή που έγινε το 1975, αποτελεί επιλογή των συντακτών του ρηθέντος Συντάγματος και όχι του ελληνικού λαού. Τούτο σημαίνει ότι η τότε κυβέρνηση και η τότε αντιπολίτευση, μείζονα και ελάσσονα, δεν επεδίωξαν πραγματικές αλλαγές, αλλά αρκέστηκαν στο κυβερνητικό σύστημα πού προβλέπεται στο Σύνταγμα του 1952.

Ακόμη και οι διατάξεις που ορίζουν την μορφή του πολιτεύματος ως προεδρευομένης δημοκρατίας, είναι πανομοιότυπες με τις διατάξεις του συντάγματος 1952, δεδομένου ότι οι υπουργοί που απαρτίζουν μια κυβέρνηση, διορίζονται και παύονται από τον αρχηγό του κράτους, είτε μονάρχης είναι αυτός, είτε πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Όπως είναι γνωστό, πάντως, στον καθένα μας και όπως μας διδάσκει η πραγματικότητα, είναι γεγονός ότι τόσο ο κοινοβουλευτισμός όσο και το προεδρικό σύστημα γεννούν διαφθορά.

Πρέπει όμως να παραδεχτούμε ότι με το ένα σύστημα υπάρχει πλήρης ατιμωρησία των δραστών, ενώ με το άλλο μη ατιμωρησία, δεδομένου ότι με τον κοινοβουλευτισμό οι φάκελοι των σκανδάλων παραμένουν ερμητικά κλειστοί, με φυσική συνέπεια κάποια στιγμή τα σχετικά εγκλήματα να παραγράφονται και να «αποδίδεται» ούτως ο δράστης «λευκός» στην κοινωνία για να συνεχίζει να πολιτεύεται και να συνεχίζει τη δράση του ανενόχλητος, χωρίς ενοχές και τύψεις. Βλέπετε, ακόμη και οι Ερινύες δεν τολμούν να τον καταδιώξουν, μέχρι εκεί φτάνει η ασυλία του. Πραγματική ατιμωρησία.

Σ ε αντίθεση προς τον κοινοβουλευτισμό υπάρχει το προεδρικό σύστημα με το οποίο οι φάκελοι ανοίγουν πάραυτα και κλείνουν με μία καταδικαστική απόφαση κατά το συνήθως συμβαίνον. Ιδού η μεγάλη διαφορά για την διαφθορά μεταξύ των δύο συστημάτων. Προς τούτο υπενθυμίζω το πρόσφατο παράδειγμα του Σαρκοζί και παλιότερα το παράδειγμα του συμπατριώτη μας Άγκνιου και του Νίξον.

Πρέπει να αποτελεί ακόμη κοινό μυστικό ότι το αντίδοτο του κοινοβουλευτισμού και κατά συνέπεια το αντίδοτο των μονοκομματικών κυβερνήσεων είναι το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής, που δεν αναδεικνύει κυβερνήσεις αυτοδυναμίας, αυθαιρεσίας και σκανδάλων, αλλά κυβερνήσεις συνεργασίας, συνεννόησης και προκοπής. Πολλές χώρες στην Ευρώπη έχουν μεγαλουργήσει με την απλή αναλογική. Παραδείγματα υπάρχουν ούκ ολίγα.

Εν’ όψει τούτων μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι απλή αναλογική είναι το εκλογικό σύστημα που κατοχυρώνει στο κοινοβουλευτικό σύστημα την διάκριση των εξουσιών και ιδιαίτερα την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης έναντι των άλλων εξουσιών, δηλαδή της εκτελεστικής και της νομοθετικής.

Σε περίπτωση μάλιστα, που διανοηθεί να αδικοπραγήσει κάποιο μέλος μιας κυβέρνησης συνεργασίας, τότε πίπτει βαρύς ο πέλεκυς της δικαιοσύνης. Αυτό το πράγμα συνέβη στον Μπετίνο Κράξι στην Ιταλία το 1992. όταν ο δικαστής Ντί Πιέτρο  τόλμησε να τον ελέγξει για μαύρο χρήμα. Αυτά συμβαίνουν μόνο στις κυβερνήσεις συνεργασίας, ενώ στις μονοκομματικές αυτοδύναμες κυβερνήσεις δεν κουνιέται φυλλαράκι.

Σ΄αυτή την περίπτωση η σιωπή της Βουλής και της Δικαιοσύνης δικαιολογημένα παραπέμπουν στο γνωστό σικελικό νόμο «ομερτά», δημιουργώντας εύλογα στον καθένα μας την εντύπωση ότι αυτή η σιωπή αποτελεί την conditio sine qua non για τη λειτουργία μιας τέτοιας Βουλής και μιας τέτοιας Δικαιοσύνης.

Μ πορεί, λοιπόν, ο Κράξι να κυβέρνησε την γειτονική Ιταλία με το 12%, σε αντίθεση με τον Μπερλίνγκουερ, τον εμπνευστή του ιστορικού συμβιβασμού και του ευρωκομμουνισμού, που διέθετε το 39%, στο τέλος όμως ο πρώην Ιταλός πρωθυπουργός πέθανε αυτοεξόριστος και ντροπιασμένος στην Τυνησία.

Με τον παραπάνω τρόπο μετατρέπεται κατά κάποιο τρόπο το κοινοβουλευτικό σύστημα σε σύστημα προεδρικό. Με λίγα λόγια επανέρχεται η διάκριση των εξουσιών, που καταργεί στην πραγματικότητα η αυτοδυναμία των άδικων εκλογικών συστημάτων και ο συγκεντρωτισμός των μονοκομματικών κυβερνήσεων. Έτσι προστατεύονται πλήρως οι προβλεπόμενες ελευθερίες από το Σύνταγμα και τα δικαιώματα που αντιστοιχούν στους πολίτες.

Μετά ταύτα δεν πρέπει να αναρωτιέται κανένας για ποιο λόγο οι Έλληνες πολιτικοί είναι κατά της απλής αναλογικής.

Οι λόγοι είναι αυτονόητοι, διότι επί διακόσια χρόνια μας κυβερνούν με συστήματα πλειοψηφικά και συστήματα ενισχυμένης αναλογικής υπηρετώντας το κομματικό συμφέρον και ποτέ το εθνικό. Προφανώς πιστεύουν ότι δεν υπάρχει λόγος να διενεργούνται εκλογές με το σύστημα της απλής αναλογικής και ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.

Για όλους αυτούς τους λόγους δεν εφαρμόστηκε ποτέ στην χώρα μας αυτό το σύστημα, προκαλώντας έτσι οι πανίσχυρες μονοκομματικές κυβερνήσεις, τεράστια ζημιά στην εθνική μας οικονομία και σε κρίσιμα θέματα της Εξωτερικής μας πολιτικής, όπως Κυπριακό, Αιγαίο και Θράκη.

   

*Ο Δημοσθένης Σ. Μαρκατάτος  είναι συνταξιούχος  δικηγόρος