Για την εξωτερική πολιτική της πατρίδας μας έχουμε κατ’ επανάληψιν αναφερθεί από τις σελίδες ετούτης της εφημερίδας, με επικριτικά συνήθως σχόλια.
Τον τελευταίο καιρό, για να έρθουμε στο προκείμενο, ακούσαμε ότι ο πρωθυπουργός θα θέσει βέτο στην είσοδο της Τουρκίας στην αμυντικό σχεδιασμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εάν εκείνη δεν άρει την ύπαρξη του επιθετικού casus belli που χρησιμοποιεί κατά κόρον εδώ και κάποιες δεκαετίες.
Όμως και στα πρόσφατα γεγονότα, η χώρα μας φάνηκε άλλη μια φορά κατώτερη των περιστάσεων και δυστυχώς υπέστη μια ακόμα πανωλεθρία στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, αφού δεν κατάφερε να προασπίσει επαρκώς το εθνικό συμφέρον. Τα όσα ελέχθησαν πριν από εκείνη την συνάντηση και μετά από την γνωστή απόφαση, σε γενικές γραμμές είναι γνωστά.
Η Ε.Ε. δέχτηκε την γειτονική μας χώρα στους κόλπους της δρομολογούμενης αμυντικής ασφάλειάς της, ενώ η Ελλάδα έμεινε με την εντύπωση ότι θα δύναται να θέτει βέτο σε οποιαδήποτε μελλοντική απόφαση, αλλά όχι σε ετούτη!
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, στο όνομα της πολυδιαφημιζόμενης αμυντικής αυτονομίας, ενέκρινε και αποφάσισε ταχύτατα τη δημιουργία του ταμείου SAFE, δηλαδή τη «Δράση για την Ασφάλεια της Ευρώπης» (Security Action for Europe), κάτι που μεταφράζεται σε πρακτικό επίπεδο σε ένα σύνολο 150 δισεκατομμυρίων ευρώ που θα διατεθεί για την κοινή ευρωπαϊκή άμυνα, στην οποία όμως θα δύνανται να συμμετέχουν και τρίτες χώρες, με κυριότερη, στην πραγματικότητα και χωρίς να ονομαστεί, την Τουρκία.
Δεν απαιτείται νομίζω να αναφερθούν οι απόψεις της τελευταίας χώρας απέναντι στην Ε.Ε. και πόσο την υπολογίζει, απειλώντας την Ελλάδα με το διαχρονικό casus belli, με την κατάληψη επί μισού αιώνα ευρωπαϊκού εδάφους στην Κύπρο, την χρησιμοποίηση του μεταναστευτικού ζητήματος, οσάκις επιθυμεί να προσπορισθεί χρήματα από τα ταμεία της Ένωσης και τόσα άλλα στα οποία προβαίνει χωρίς φανερή αντίδραση ακόμα και από τις ισχυρές χώρες του ευρωπαϊκού λόμπι.
Έτσι λοιπόν, και πάλι η γηραιά ήπειρος και μερικά παρακλάδια της, ανοίγουν τις πύλες τους στην εξ ανατολών μας αναθεωρητική χώρα, μη υπολογίζοντας τις παντελώς άνευρες και ασθενείς απειλές των πολιτικών μας. Και είναι περιττό να υπενθυμίσουμε για ακόμα μια φορά ότι ο καθ’ ύλην αρμόδιος υπουργός μας δεν ανευρίσκεται πουθενά εκεί μέσα σε όλα αυτά!
Το τραγικότερο της υπόθεσης είναι ότι η γειτονική μας χώρα θα λάβει δάνεια των Ευρωπαίων, άρα και των Ελλήνων, πολιτών, για να δρομολογήσει σε ένα μεγαλύτερο από το ήδη υπάρχον στάδιο το εξοπλιστικό της πρόγραμμα.
Οπλικά συστήματα, όπως drone, πύραυλοι, υποβρύχια, κ.ο.κ., τα οποία αύριο ή μεθαύριο θα χρησιμοποιήσει ή θα απειλήσει με αυτά εθνικά μας εδάφη. Βεβαίως, το πικρό χάπι επενδύεται με κάποιες ανήμπορες και αλληλοσυγκρουόμενες αποφάσεις από την Ε.Ε. και με ορισμένες παραγράφους με τις οποίες η ελληνική Κυβέρνηση θα μπορεί να καμώνεται πως αποκτά εκείνη το προβάδισμα και έχει τις τελικές αποφάσεις, αλλά τις οποίες ουδείς πιστεύει πλέον! Όσα τόλμησε ή μάλλον δεν τόλμησε ο πρωθυπουργός έγιναν φτερά στον άνεμο, αφού απορρίφτηκαν πανηγυρικά.
Για άλλη μια φορά, η ελληνική Κυβέρνηση και η εξωτερική της πολιτική απέτυχαν παταγωδώς να προστατέψουν στοιχειωδώς τα ελληνικά συμφέροντα. Πού βρίσκεται τώρα -άραγε- ο αρμόδιος υπουργός μας να δικαιολογήσει για όσα ευθύνεται, αλλά καλύπτεται και αυτός πίσω από τις γνωστές απόψεις του;
Όμως αρκετές εταιρείες από τη διπλανή μας χώρα εργάζονται συστηματικά και μεθοδικά, με ιταλικές, ισπανικές, γερμανικές και άλλες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας, ενώ η δική μας βρίσκεται στο ναδίρ και απλώς παρακολουθεί, ωσάν μακρινός συγγενής, τα τεκταινόμενα.
Ποιος θα χρεωθεί λοιπόν και ετούτη την τρανταχτή αποτυχία της πατρίδας μας, τη νέα διπλωματική ανεπάρκεια μετά από την προηγούμενη που αφορούσε την ματαίωση της ενεργειακής σύνδεσης Ελλάδας και Κύπρου και την αποδοχή στην ουσία των έξι μιλίων στους πρόσφατα δημοσιευμένους χάρτες του αποκαλούμενου Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού, γιατί περί αυτού ακριβώς πρόκειται;
Το μόνο που απομένει τώρα είναι να αρχίσει ξανά να υποβαθμίζει το συγκεκριμένο γεγονός και να αναφέρονται σωρηδόν από όλους η μεγάλη μεταρρύθμιση του προσωπικού αριθμού και η επιχειρούμενη αναμόρφωση του συστήματος Υγείας.
Δυστυχώς! Κι’ όλα αυτά την στιγμή που η χώρα απαξιώνεται διεθνώς και βαθαίνει ολοένα και περισσότερο στην ανυποληψία. Αλήθεια, μήπως μπορούν να μας απαντήσουν τα κυβερνητικά στελέχη με απλά λόγια, αν φυσικά γνωρίζουν, εκείνη η περιβόητη Διακήρυξη των Αθηνών γιατί -όντως- έγινε;
Ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης είναι τέως διευθυντής Χειρουργικής και συγγραφέας