Γνωρίζουμε όλοι την «αλκυόνη», το μικρό και χαριτωμένο πουλάκι, που χάρισε το όνομά του στις απαστράπτουσες, γλυκιές μέρες του Γενάρη. Δεν γνωρίζουν πολλοί το όνομα του συντρόφου της αλκυόνης. Είναι ο «κηρύλος».

Πρωτάκουσα τη λέξη μαθητής σ’ ένα ποίημα του λυρικού ποιητή Αλκμάνα. Είναι ηλικιωμένος ο ποιητής και παρακολουθεί με θάμβος τα λυγίσματα στον χορό και το δροσάτο γέλιο των παρθένων. Παρακολουθεί με χαρμολύπη μεγάλη. Καρπός αγαλλίασης και πίκρας είναι το ποίημά του.

Η αλκυόνη στα υπερπόντιά της ταξίδια, όταν ο σύντροφός της αδυνατεί να πετάξει, τον υποβοηθεί και συχνά τον αναπαύει πάνω στα δικά της φτερά.

«Γλυκόλαλες ιερές μου παρθένες να ‘μουν κηρύλος στα φτερά σας…», εύχεται ο ποιητής.

Στα μαθητικά μου χρόνια, με ξάφνιασε η περίεργη λέξη. Τώρα στην ωριμότητα έρχεται συχνά με διάφορες αφορμές η εικόνα στο μυαλό μου. Όταν τα μάτια πλημμυρίζουν από το φως της νιότης, σιγοφτερουγίζει η ψυχή και έρχεται στα χείλη η ευχή του ποιητή.

Και δεν είναι μόνο η αλκυόνη παράδειγμα τρυφερότητας και ερωτικής στοργής. Είναι και ο πελαργός και το περιστέρι και τ’ άλλα τα πουλιά. Γιατί κρατούν ζωντανό το μέγιστο μάθημα της ψυχής. Ένα μάθημα που εμείς τα προνομιούχα πλάσματα λησμονήσαμε στην παραζάλη ενός αλαζονικού ναρκισσισμού.

Σαν νυχτερίδες στη σπηλιά χτυπιόμαστε απελπισμένα, χωρίς να βρίσκουμε τη χαμένη αρμονία των πλασμάτων. Εκείνη, που σε περίοδο ωριμότητας αποπνέει η προτροπή των Στωικών: «Oμολογουμένως τη φύσει ζην».

Το ποίημα του Αλκμάνα σε μετάφραση:

«Δε με κρατούν τα πόδια μου,

γλυκόλαλες παρθένες, ιερές.

Κηρύλος να ‘μουν που πετά

αναπαυμένος στα φτερά της αλκυόνης.

Στα κύματα της θάλασσας επάνω

Καμαρωτός.

Ναμουν εκείνο το γαλάζιο ιερό πουλί».

Ο Ζαχαρίας Καραταράκης είναι φιλόλογος