Την περασμένη εβδομάδα έγινε η παρουσίαση του βιβλίου «κινηματογράφοι του Ηρακλείου» του Νίκου Τσαγκαράκη. Ένα έργο πολύπλευρο, πολύμοχθο και μακροχρόνιο, καθώς για το πόνημα αυτό έρευνες και μελέτες συνεχίζονται, λόγω του ποικιλόμορφου και πολυεπίπεδου, του ιστορικού του χαρακτήρα, του γεωγραφικού του προσδιορισμού και της λειτουργικότητας του σημαντικού αυτού αντικειμένου.
Ένα αντικείμενο, που αφορά τη μαζική ψυχαγωγία που εξαπλώθηκε γρήγορα σε μια δυναμική ανάπτυξης και κατέκτησε την εύκολη παθητική και ευχάριστη διασκέδαση του ανθρώπου, ελαφρώνοντάς τον από την πιεστική καθημερινότητα.
Μια εργασία, με ονομασίες, τοποθεσίες και φωτογραφίες με πλήθος χρονολογιών και ονόματα των πρωταγωνιστών, ως επιχειρηματίες των αιθουσών του κινηματογράφου, χειμερινών και καλοκαιρινών, που λειτούργησαν στην πόλη μας και άλλα πολλά απαιτητικά στοιχεία που ζητούσαν τις υπερβάσεις τους και που δικαιώνουν τον αξιέπαινο ερευνητή και συγγραφέα, καταρτισμένο επ’αυτού με περίσσια επάρκεια, τον ανηφορικό και ανεπιτήδευτο συμπολίτη μας Νίκο Τσαγκαράκη που απέδειξε πως ό,τι απασχολεί τη σκέψη του την μετουσιώνει σε ενέργεια, σε πράξη, την οποία εξέθεσε εκείνο το βράδυ, αποσπώντας το θερμό χειροκρότημα της κατάμεστης από συμπολίτες μας αίθουσας, της Βικελαίας Βιβλιοθήκης.
Ένα πάνελ εξαίρετων ομιλητών παρουσίασαν την σημαντικότατη αυτή έρευνα και καταγραφή τόσο πολλών στοιχείων για τις κινηματογραφικές αίθουσες, με όλες τις παραμέτρους με τη σημασιολογία τους και την πρέπουσα βαρύτητα, αναλύοντας και επεξηγώντας την κάθε σπουδαιότητα αυτής της πελώριας εργασίας του Νίκου Τσαγκαράκη.
Αυτές οι κινηματογραφικές αίθουσες (πραγματικά και τι δεν μας θυμίζουν) απαιτούσαν χώρο ώστε το κόστος λειτουργίας να επιμερίζεται στον αριθμό των θεατών και η επιχείρηση να είναι βιώσιμη. Χωρητικότητα, άνεση, τοποθεσία, το αντίτιμο της εισόδου και το έργο που θα προβαλλόταν, ήταν οι κύριοι συντελεστές που θα εξασφάλιζαν την κερδοφορία και μακροβιότητα.
Στο Ηράκλειο τον περασμένο αιώνα, οι κινηματογραφικές αίθουσες αποτελούσαν ένα σημαντικό και πολύ αγαπητό σημείο διασκέδασης και χώρο συναπάντησης των κατοίκων του με σκοπό την τέρψη του θεάματος αλλά και της παρουσίας και καλής εμφάνισης, καθόσον η κοινωνία του Ηρακλείου ήταν τότε σε μέγεθος τέτοιο που έπαιζε σημαντικό ρόλο η εμφάνιση η συμπεριφορά, η σοβαρότητα, ποιος ή ποια ήσουν. Στοιχεία που υπάρχουν σε αφθονία σήμερα, προπαντός στα χωριά μας όπου σε γιορτές και γάμους, όλο το χωριό συνδιασκεδάζει και γνωρίζονται μεταξύ τους.
Η προσέλευση του κοινού στις αίθουσες λίγο πριν και μετά την έναρξη της προβολής της ταινίας, δημιουργούσε μια συνύπαρξη και ένα είδος συντροφιασμού, ο οποίος την ώρα του διαλείμματος που το απαραίτητο σκότος για την προβολή έδινε τη θέση του στο φως, επιτείνονταν με χαιρετισμό, χαμόγελα και κεράσματα στην εμφάνιση των μικροπωλητών.
Θα ήταν παράλειψη να μη προστεθεί ότι στα δύο διαλείμματα που μεσολαβούσαν, ένα υποβόσκον φλερτ «έδινε και έπαιρνε», κάτω από μία πρέπουσα, αναγκαία και αναπόφευκτη υποχρέωση κοινωνικού χαιρετισμού, συνοδεία ελαφρού μειδιάματος και ίσως λάγνας ματιάς, εν είδει «κρυπτογραφήματος».
Οι πιο νέοι που έκρυβαν τα αισθήματά τους από ντροπή, έψαχναν με τη ματιά τους διστακτικά μέσα στο πλήθος των θεατών με επιδέξια περιστροφή της κεφαλής, να ιδούν μήπως σε κάποιο κάθισμα κατά τύχη καθόταν το «αίσθημά» τους το οποίο κατά πάσα πιθανότητα δεν ήξερε καν την ιδιότητα που κατείχε στην καρδιά του νέου.
Με άλλα λόγια, αισθήματα και συναισθήματα κυκλοφορούσαν στις αίθουσες του κινηματογράφου, που εάν ήταν ορατά δια γυμνού οφθαλμού, ή εάν ήταν περιβεβλημένα με συνήθη καλώδια, θα διαπίστωναν όλοι, ότι ολόκληρη η αίθουσα ήταν καλωδιωμένη με τις απολήξεις των καλωδίων να ψάχνουν να βρουν το στόχο τους.
Οι ενδόμυχες προσδοκίες, οι ελπίδες, τα αισθήματα και τα συναισθήματα έχουν αφετηρία μια μυστική κρύπτη της ψυχής, των οποίων η έξοδος επιτρέπεται μόνο κάτω από συνθήκες μυστικότητας, ως απόκρυφες, κάτι σαν μυσταγωγία.
Εκτός από την διασκέδαση που μας χάριζε η αίθουσα του κινηματογράφου, έχει μείνει και ως σύμβολο μιας αλλοτινής εποχής που θα την αναζητούμε πάντα, για την ατμόσφαιρα που δημιουργούσε που δεν θα τη βρούμε ποτέ πια ξανά. Την προφητεία και σε αυτόν ανήκει, την οφείλουμε στον αξέχαστο τραγουδοποιό Λουκιανό Κηλαηδόνη με το τραγούδι του « τα θερινά τα σινεμά» με το οποίο προέβλεψε ποια θα ήταν τα καλύτερά μας χρόνια.
Οφείλουμε ένα μεγάλο μπράβο στο Νίκο Τσαγκαράκη που αφιέρωσε αυτή τη πρωτότυπη εργασία στην πόλη του, με τα τόσα ποικίλα ντοκουμέντα που συγκέντρωσε για τις κινηματογράφους του Ηρακλείου που υπήρξαν στο πέρασμα του χρόνου, καθώς ιστορικά θα χάνονταν μαζί με την πολλαπλή χρησιμότητά τους και που με το βιβλίο του αυτό, σαν συνεπακόλουθο, ξανάφερε στη μνήμη μας τα χρόνια εκείνα που τροφοδοτούσαν το ρομαντισμό μέσα σ’αυτές τις κινηματογραφικές αίθουσες.
*Ο Γιώργος Λυδάκης είναι φαρμακοποιός