Ο Μανώλης είναι φίλος αγαπητός, ειλικρινής και … σπάνιος. Το ειλικρινής, αναφέρεται στο ότι δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο, εκεί που βρισκόμαστε, τώρα. Το σπάνιος έχει δύο σημασίες. Η πρώτη αναφέρεται στον ίδιο, στο συγγραφικό του έργο και στη συνολική προσφορά του στο χώρο των μαθηματικών. Η δεύτερη αναφέρεται στη συχνότητα των επαφών μας.
Εκτός του ότι έχουμε συναντηθεί λίγες φορές, οι επαφές μας και η εν γένει επικοινωνία μας είναι σπάνια και σύντομη, τηλεφωνικώς ή διαδικτυακά. Εγώ είμαι θαυμαστής του έργου του , όσο κι αν τα μαθηματικά δεν είναι ο τομέας μου κι εκείνος φαίνεται να είναι σταθερός αναγνώστης του Εποχούμενου Περιπατητή. Δεν εξηγείται διαφορετικά, όταν προχθές, Κυριακή βράδυ, διάβασα το όνομά του στην οθόνη του κινητού μου. Μετά τους πρώτους σύντομους και αμοιβαίους χαιρετισμούς, μου είπε: «Γράψε για τη Δημουλά»…
Είπα ότι τα μαθηματικά δεν είναι ο χώρος μου, αλλά και η ποίηση… ομοίως! Όχι πως δεν έχω διαβάσει ποίηση, αλλά όχι επισταμένως. Είμαι θαυμαστής εκείνων που κατορθώνουν να είναι όντως ποιητές, γιατί έχουν ένα διαφορετικό τρόπο σκέψης και παρουσίασης, καθώς και σύλληψης ιδεών και καταστάσεων… Κάτι ανάλογο με το ζωγράφο, που βλέπει τα πράγματα διαφορετικά από ό,τι όλοι εμείς οι άλλοι.
Έπειτα, η ποίηση είναι κατ’ εμέ (προσοχή! Όχι Κετιμέ) μια τέχνη δύσκολη, όχι μόνο ως προς τη σύλληψη και την εκφορά της εκ μέρους του ποιητή, αλλά απαιτείται προσπάθεια και χρόνος και εκ μέρους του αναγνώστη, για να επικοινωνήσει και να κατανοήσει το ποίημα, τις περισσότερες φορές. Η ανάγνωση της ποίησης δεν έχει καμία σχέση με την ανάγνωση… της εφημερίδας ή του περιοδικού. Πρέπει να εξευρεθεί ιδιαίτερος χώρος, αλλά και χρόνος (ησυχία, ηρεμία, ιδιωτικότητα), για να εντρυφήσουμε στα της ποίησης.
Μετά απ’ αυτά, ήταν επόμενο να προβάλω τις ενστάσεις μου, για το προτεινόμενο εγχείρημα. Κλείσαμε, θεωρώντας ότι είχα δηλώσει απροθυμία, να γράψω ένα άρθρο, για ένα πρόσωπο του οποίου δεν γνώριζα ούτε τη ζωή, ούτε και το έργο.
Αν και δεν το ανέφερα, σκέφτηκα, αργότερα, να είχα προτάξει το επιχείρημα, αν θα μπορούσε εκείνος να γράψει ένα άρθρο για ένα μαθηματικό, που γνωρίζει μόνο το όνομά του και… συνοπτικά λίγα στοιχεία για το έργο του. Όμως, η σύντομη (όπως πάντα) συνομιλία μας, έγινε συντομότερη, αφού η κλήση με βρήκε με τα παπούτσια του χορού στο χέρι, στην πόρτα του σπιτιού μου, καθοδόν για την κυριακάτικη, αποκριάτικη milonga. First things first… να εξηγούμαστε!
Η αλήθεια είναι ότι η Κική Δημουλά (Βασιλική Ράδου) δεν μου ήταν άγνωστη, αφού είχα κατά καιρούς διαβάσει ποιήματά της, και είχα ακούσει σύντομες παρουσιάσεις σε συγκεντρώσεις φίλων ποιητών. Μου είχε κάμει εντύπωση, ότι με την πρώτη ανάγνωση, το κάθε της ποίημα μου άρεσε, γιατί γινόταν κατανοητό, σε ό,τι αφορούσε την ατμόσφαιρα και το βαθύτερό του νόημα.
Με την ανεπάρκειά μου στα φιλολογικά, θα μείνω σε γεγονότα, που έχουν γραφτεί και έχουμε διαβάσει, λόγω του θανάτου της, μια μέρα πριν, το Σάββατο, 22 Φεβρουαρίου, 2020. Έφυγε στα 89 της, σε ιδιωτικό νοσοκομείο, από αναπνευστική ανεπάρκεια. Γεννημένη στην Αθήνα, είχε εργαστεί επί σχεδόν 25 χρόνια στην Τράπεζα της Ελλάδος και είχε παντρευτεί τον πολιτικό μηχανικό και ποιητή Άθω Δημουλά, με τον οποίο απέκτησε ένα γιο και μία κόρη.
Υπήρξε, κατά γενική ομολογία, η πιο σημαντική και η πιο γνωστή Ελληνίδα ποιήτρια και πεζογράφος, αφήνοντας πίσω της ένα σημαντικό έργο. Ήταν μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και ήταν ιδιαίτερα αγαπητή για την «αναγνωρισιμότητα της ποίησής της, που άνθισε στο έδαφος της καθημερινότητας, της γυναίκας, της συναισθηματικής απώλειας, της ματαίωσης». Πολυβραβευμένη, είχε ήδη αποσπάσει τους κορυφαίους τίτλους, μεταξύ των οποίων ο Χρυσός Σταυρός του Τάγματος της Τιμής αλλά και το Αριστείο των Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών (2001).
Σε μία ομιλία της για την ποίηση η Κική Δημουλά όρισε το ποίημα, ως εξής: «Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί να κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί μέσα στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο.
Αυτό είναι το ποίημα». Ήταν σε εκείνο τον αξέχαστο λόγο που κατέληξε στο βιβλίο “Ο Φιλοπαίγμων μύθος”, από τις εκδόσεις Ίκαρος, όπου η ίδια προσπάθησε να ορίσει την ουσία και τον προορισμό της ποίησης λέγοντας «ότι η ποίηση βοηθάει όσο το κερί που ανάβουμε μπαίνοντας σε ένα έρημο, καταργημένο ξωκκλήσι, με φευγάτους όλους τους αγίους. Ωφελεί όσους την αγαπούν, επειδή βρίσκουν εντός της μικρά κομματάκια από σκισμένες φωτογραφίες του ψυχισμού τους.
Περισσότερο και πιο σωστά, ωφελεί εκείνους που πιστεύουν στη μαγεία της. Που δεν θέλουν να θέσουν τον δάκτυλό τους επί των τύπων της κατανόησής της. Ωφελεί τη γλώσσα. Την περισυλλέγει από τους μεγάλους κάδους της βιασύνης και τη μεταγγίζει με σέβας στο τόσο δα μπουκαλάκι του αγιασμού, μια γουλιά, όσο ακριβώς χρειάζεται να πιει η ουσία. Τέλος ωφελεί όσο μια παυσίπονη σταγόνα η ποίηση, σε έναν ωκεανό λύπης. Δεν είναι λίγο».
Το άρθρο, θα έχει επιτελέσει το σκοπό του, αν έστω και ένας αναγνώστης παρακινηθεί και ανοίξει να διαβάσει έστω και ένα της ποίημα. Εκείνο, που έχουμε χάσει, (την Κική Δημουλά), δεν θα το ξαναβρούμε. Όμως, το έργο που μας άφησε, μένει εδώ… Δεν θα το χάσουμε, ποτέ!