– Ώρα καλή σου Διογένη, τι κάνεις; Eίσαι καλά;

– Πού τηνε θωρείς την καλοσύνη;

– Γιατί Διογένη; Eσύ είσαι πάντα ευδιάθετος…

– Ναι, μα απού σταρχίνηξε Κωνσταντή ο πόλεμος στην Ουκρανία, είμαι κάθε μέρα λυπημένος εκειά που τσι θωρώ στην τηλεόραση τσι κακομοίρηδες και πονεί η ψυχή μου.

– Το ίδιο παθαίνω κι εγώ Διογένη.

– Το ξένο δα το κάνεις Κωνσταντή δικό σου, για να καταλαβαίνεις πιο καλά τους άλλους…

Οπροθές εξάνοιγα την τηλεόραση και θώρουνα τον πόλεμο. Μια κοπανιά κόβγεται το ρεύμα και πομένω στο σκοτίδι! Λέω να, το ίδιο είμαι δα κι εγώ μ’ αυτούς! Πού θα βρω δα το λύχνο να τον ανάψω; Γυρεύγω, γυρεύγω, μέσα στο σκοτίδι, εμπήκα στην κάμερα και πασπάτευγα, με τα πολλά τονέ βρίσκω! Πού ‘ναι δα όμως το φτίλι; Πασπατεύγω πάλι με τα πολλά βρίσκω μια ολιά μπαμπάκι και κάνω το φτίλι. Πού ‘ναι δα πάλι ο πυρόβολος, γιατί ο φακός δεν ήφεγγε; Ευρήκατονε με τα πολλά, για να μη σου τα πολυλογώ.

Πάνω να του βάλω λάδι, άδειο το λαδικό! Πάνω να το γεμίσω, με το λάδι ήτανε στον πάτο του πυθαριού. Μπουμπουρίζω να βάλω και παρά λίγο να πέσω μέσα να πνιγώ σαν τον ποντικό στο λάδι! Με τα πολλά άναψα το λύχνο και ήκατσα και ντουχιούντιζα, πώς δα περάσω όλη τη νύχτα μέσα στο μαύρο σκοτίδι, χωρίς τηλεόραση, χωρίς την ηλεχτρική κουβέρτα, χωρίς το ηλεχτρικό σομπάκι, που το ‘χα όλη νύχτα στην κρεβατοκάμερα και με ζέσταινε, απούτανε μηδέν βαθμοί και δεν ήφτανε πως εχιόνιζε, μόνο εφύσανε και 8 μποφόρ σαν το δαιμονισμένο, κι εσφύριζε και ήμπαινε μέσα απού τσι χαραμάδες! Μα τέθοιο Μάρτη Κωνσταντή παγωμένο, δεν τονέ θυμούμαι ποτέ στη ζωή μου! Αφού δεν εφτάξανε τα ξύλα και ήκαψα και τα… παλούκια!..

Το καλό ήτανε που δεν εκράτησε πολύ, ούτε μισή ώρα. Μα οντεν ήρθε το φως Κωνσταντή, τέθοια χαρά δεν τηνέ πήρα, ούτε όντεν επρωτόβαλα παπούτσια 18 χρονώ!

– Έτσι είναι Διογένη, αυτές λέγονται στιγμές ευτυχίας. Κάθε εμπόδιο φέρνει και μια χαρά.

– Ναι, κιόλας μαθές, για κειονά παλιά είχαμε πολλές χαρές, γιατί είχαμε και πολλές στερήσεις και εμπόδια πολλά… Και θέλω να σου πω δα Κωνσταντή, τόση μεγάλη δα να ‘ναι η δική τους χαρά, άμα τελειώσει ο πόλεμος, έ;

– Τη μισή χαρά θα πάρουνε Διογένη, την άλλη μισή θα πάρουνε όταν μετά από πολύ καιρό έρθει η κανονικότητα στη ζωή τους. Όταν γυρίσουνε πίσω από τα ξένα, όταν φτιάξουνε τα χαλάσματα, τις υποδομές του κράτους που θα… τους έχει απομείνει κ.λπ.

– Κατέχεις γιάντα σου ‘πα για τη μισή ώρα στο σκοτίδι; Για να νιώσομε ίντα τραβούνε τοσεσάς εβδομάδες οι Ουκρανοί, στα σκοτάδια, στα υπόγεια, στο κρύο, στην πείνα, στη στενοχώρια και με τσι βόμβες από πάνω ντως!..

– Ναι, Διογένη, και δεν φτάνουν αυτά, αλλά να ‘χουνε τα παιδιά τους στον φρικτό πόλεμο να σκοτώνονται, να βλέπουνε τα σπίτια τους να γκρεμίζονται, να χάνουνε την πατρίδα τους και αυτοί να τ’ αφήνουν όλα πίσω τους, να τρέχουνε να σωθούνε στις ξένες χώρες, με μια βαλιτσούλα στο χέρι, στην οποία να έχουνε μέσα ό,τι τους απέμεινε, από μιας ζωής κόπους και βάσανα!

– Θέλω να φιλοξενίσω μια οικογένεια Κωνσταντή…