Αν καπνίζετε… κακώς! Αν δεν καπνίζετε, καλώς. Αν δεν καπνίζει ο διπλανός σας, ακόμα καλύτερα. Αν όμως καπνίζει, διακρίνουμε δύο περιπτώσεις. Η μία είναι να είστε υπέρ το δέον ευγενικοί ή συνεσταλμένοι και να μην τολμάτε να αντιδράσετε. Έτσι, παραμένετε, μοιραία, παθητικοί καπνιστές, κατάσταση για την οποία λέγεται ότι ισοδυναμεί στο περίπου με κάπνισμα…

Η άλλη είναι (με τον πιο ευγενικό τρόπο) να αναφέρουμε και να … υπενθυμίσουμε στην/στο διπλανό μας, πως το κάπνισμα, στο χώρο αυτό δεν επιτρέπεται. Εδώ, τώρα, διακρίνουμε δύο υποπεριπτώσεις. Στην πρώτη, αν ο διπλανός μας είναι ευγενής, θα σβήσει το τσιγάρο, θα μας πετάξει ένα «με συγχωρείτε», στην καλύτερη περίπτωση και η συνέχεια, όπου κι αν βρισκόμαστε, θα περάσει στην ψύχρα! Στη δεύτερη υποπερίπτωση, διακρίνουμε πάλι δύο, ίσως όμως και περισσότερες ανθ-υποπεριπτώσεις.

Μία είναι, ο καπνίζων/ουσα να μας αγνοήσει και να συνεχίσει την παραβατική του πράξη. Η άλλη είναι να μας παίξει … τεχνικά. Δηλ. να προσπαθήσει να μας αποδείξει ότι ειδικά στο χώρο αυτό, επιτρέπεται το κάπνισμα, είτε διότι ο χώρος είναι από δύο ή από τρεις πλευρές ανοικτός, είτε διότι –αν και περίκλειστος- πλευρικά το διαχωριστικό είναι από διαφανές πλαστικό, που κάπου αφήνει χαραμάδες και γενικότερα λογίζεται «ως μη υπάρχον» και κάτι τέτοια.

Αυτό, στην περίπτωση που βρισκόμαστε στη βεράντα κάποιου χώρου εστίασης ή καφέ και όπου με τις γνωστές πατέντες, ελληνικές ή μη, ο (πριν) υπαίθριος χώρος, μετατρέπεται σε κλειστό, με τα ανάλογα διαφανή πλευρικά πλαστικά χωρίσματα, με τη βοήθεια του ήπιου κλίματος και των ανάλογων θερμαντικών σωμάτων, μετατρέπεται σε χώρο κλειστό, όπου μέσα στο καταχείμωνο, η παραμονή γίνεται ανεκτή και πολλές φορές ευχάριστη. Άλλη ανθυποπερίπτωση είναι να αποταθεί στο συναίσθημά μας, υποβαθμίζοντας το γεγονός, ότι δηλ. «ένα τσιγάρο να μην μπορούμε να καπνίσουμε;», ή ότι (παιδική δικαιολογία) «δεν καπνίζουμε μόνο εμείς, εδώ μέσα» και πολλά άλλα παρόμοια, ανάλογα με την περίπτωση.

Ακόμα, η/ο διπλανός μας μπορεί να τηρήσει μια καθησυχαστική στάση, διαβεβαιώνοντάς μας, ότι εδώ (αν πρόκειται για χώρο εξοχικό ή παραθαλάσσιο, μακριά από το κέντρο) δεν υπάρχει περίπτωση να πλησιάσει έλεγχος… (δηλ. παρανομούμε μεν, αλλά δεν φτάνει ως εδώ το «μακρύ χέρι» του νόμου). Τέλος, έχουμε την ανθυποπερίπτωση του τσαμπουκά, δηλ. «αν σας ενοχλεί το τσιγάρο, να καθίσετε κάπου αλλού»!

Εδώ, επικρατεί το συναίσθημα που διακατέχει τον κάτοικο ελληνικού ακριτικού νησιού, (και όχι μόνο), κατά τις υπερπτήσεις των τουρκικών αεροπλάνων. Οπότε, κάνουμε «μουγκαφών» και πέφτει ψύχρα στην «ωραία ατμόσφαιρα», κατά τη μεσημεριανή ή στη βραδινή μας έξοδο!

Αφήσαμε απ’ έξω την περίπτωση του καπνιστή/τριας, που ναι μεν θέλει να δείξει ότι σέβεται το νόμο και τους γύρω του, όμως, έχει ήδη καπνίσει το μισό τσιγάρο, ώσπου να απομακρυνθεί από την αίθουσα και συνήθως στέκεται στην πόρτα, καπνίζοντας, υπό το πρόσχημα ότι συνομιλεί με κάποιον εντός, ενώ όλος ο καπνός μεταφέρεται μέσα…

Στο έργο του «Κρίτων», ο Πλάτων περιγράφει την επίσκεψη του Κρίτωνα, μαθητή του Σωκράτη, πολύ πρωί στη φυλακή. Ο Σωκράτης κοιμάται μακάριος, παρόλο που τον χωρίζουν, ίσως, ώρες από τη στιγμή της εκτέλεσής του, με κώνειο. Επιχειρώντας με τόλμη (ή και θράσος) να συμπτύξουμε ένα κλασικό έργο σε λίγες γραμμές, ο Κρίτωνας αναφέρει στο Σωκράτη ότι έχει χρηματίσει (κν. λαδώσει) τους φρουρούς, να προσποιούνται ότι κοιμούνται, ώστε να μπορέσει να τον φυγαδεύσει.

Προτάσσει, μάλιστα και το επιχείρημα, ότι όλοι περιμένουν από τον πλούσιο μαθητή να φροντίσει για τη σωτηρία του δασκάλου του. Τότε, ο Σωκράτης, με τη γνωστή «μαιευτική» του μέθοδο και με σειρά ερωτήσεων και συλλογισμών, πείθει τον Κρίτωνα ότι η σωστή στάση είναι να υπομείνει την (έστω και λανθασμένη και άδικη) απόφαση της πολιτείας· δηλ. να μην δραπετεύσει, αλλά να παραμείνει στη φυλακή, ως την εκτέλεσή του.

Συγκεκριμένα, κάπου εκεί, λέει στον Κρίτωνα: «Αλήθεια, τόση είναι η σοφία σου, ώστε δεν έχεις καταλάβει ότι και από τη μητέρα και από τον πατέρα κι απ᾽ όλους τους άλλους προγόνους το πιο πολύτιμο, το πιο σεβαστό, το πιο ιερό, το ανώτερο αγαθό είναι η Πατρίδα; … Ξεχνάς ακόμη πως πρέπει να υποφέρουμε χωρίς διαμαρτυρίες αν μας υποχρεώνει να πάθουμε κάτι, είτε προστάζει να μας δέρνουν, είτε να μας ρίχνουν δεμένους στη φυλακή, είτε να μας στέλνουν στον πόλεμο για να πληγωθούμε ή και να σκοτωθούμε;».

Και με λίγα λόγια, ο Σωκράτης θέτει στον Κρίτωνα το –ρητορικό- ερώτημα: Αν δραπετεύσω, τι θα πουν για μένα οι μαθητές μου και όλοι οι άλλοι, που μια ζωή δίδασκα ότι Ο ΠΟΛΙΤΗΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΕΒΕΤΑΙ ΤΟΥΣ ΝΟΜΟΥΣ (όποιοι κι αν είναι αυτοί); Στην προκειμένη περίπτωση, ο αντικαπνιστικός νόμος δεν μας υποχρεώνει ή δεν μας επιβάλλει κάποιο από τα σκληρά μέτρα που αναφέρει ο Σωκράτης.

Αντίθετα, η εφαρμογή του συμβάλλει στη διαφύλαξη της υγείας μας και το μόνο που μας υποχρεώνει είναι το αυτονόητο, δηλ. να σεβαστούμε τους γύρω μας, αδιάφορο αν είναι ή δεν είναι καπνιστές. Το ζήτημα δεν είναι να μη συλληφθούμε καπνίζοντες, ούτε να ψάχνουμε για τα παράθυρα ή τα φινιστρίνια του νόμου.

Το κάπνισμα, σε χώρους όπου δεν επιτρέπεται, πέρα από όλα τα άλλα (νομική πλευρά, θέμα υγείας κ.λπ.) είναι και μία ευθεία πρόκληση για τους γύρω μας. Η στήλη έχει γράψει, ότι αυτός ο τόπος δεν θα έχει να φοβηθεί τίποτε, όταν και στον πιο απομακρυσμένο χώρο, ο πελάτης θα βγαίνει από μόνος του έξω για να καπνίσει!

Δηλ. όταν θα υπάρξει καθολικός και ενσυνείδητος σεβασμός στους νόμους, όποιοι κι αν είναι αυτοί… Αγαπητέ, φίλε -παραβατικέ- καπνιστή… όλοι γνωρίζουν ότι ξέρεις ποιο είναι το σωστό, που όταν δεν το εφαρμόζεις, αποτελεί πρόκληση για όλους μας. Δεν είναι μόνο το θέμα του σεβασμού των γύρω σου. Είναι που νομίζεις ότι είσαι πιο σοφός και από το Σωκράτη. Έλεος…

[email protected]