Μόλις λίγες ημέρες έχουν περάσει από το μελαγχολικό εκείνο δειλινό στο κοιμητήριο Ηρακλείου που γονάτισα συντετριμμένος και προσκύνησα το σεπτό σκήνωμά σου. Από εκεί ψηλά, θέλω να με συγχωρέσεις που εξαιτίας των ειδικών συνθηκών (της πανδημίας) δεν μπόρεσα να σε αποχαιρετίσω εκείνη τη στιγμή∙ έτσι, τώρα μεταθέτω την έκφραση του πόνου στη γραφίδα μου….
Αδυνατώντας να πιστέψω την «αναχώρησή» σου από τον μάταιο τούτο κόσμο –από τον οποίο περνούν και άνθρωποι τους οποίους επιμένουμε να φανταζόμαστε παντοτεινά παρόντες – πήρα τον δρόμο της επιστροφής στο σπίτι μου.
Ένα βουβό μοιρολόι πλημμυρίζει τα σωθικά μου, προσπαθώντας να εξηγήσω το – αενάως – αναπάντητο ερώτημα του θανάτου, που εξουθενώνει την πενιχρή ανθρώπινη λογική μας. Και ο νους μου ανατρέχει στα παλιά…τα παιδικά χρόνια στο Γεράκι, εκεί που πρωτοαντικρύσαμε το φως του ήλιου. Ένα ορεινό χωριό, ένα τοπίο τραχύ, μια κοινωνία κλειστή, λιτοδίαιτη, οργανωμένη επί αιώνες στη γραμμή του μόχθου και της ανθρωπιάς.
Και εμείς ξεπεταρούδια, εκεί: στις αλάνες, στα καλντερίμια, στα κακοτράχαλα σοκάκια…και το σκολειό στην άκρη του χωριού, βαθιά χαραγμένο στη μνήμη και στην καρδιά μας.
Και ’Συ ξεχώρισες… πάντα ξεχώριζες, σ’ αυτό το ριζιμιό τοπίο, το περιτριγυρισμένο από λαγκάδες και κυματιστές κορυφές∙ ήσουν «ένα κυκλάμινο στου βράχου τη σχισμάδα»…
Πού βρήκες τον τρόπο; Πώς μπόρεσες και μετουσίωσες όλα τούτα (την αρχέγονη ύλη) σε πνεύμα, σε ευφυΐα, σε δημιουργικότητα, μεγαλώνοντας σε ένα τέτοιο πνευματικά υποσιτισμένο περιβάλλον, δίχως ένα υποτυπώδες πνευματικό υπόβαθρο;
Ακόμη και το όνομά σου («αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις», έλεγαν οι αρχαίοι ΄Ελληνες) κατά μία ευτυχή συγκυρία προοικονομούσε το εύρος της προσωπικότητάς σου: Αρτέμης = ο άρτι ατέμνων – κατά μία εκδοχή- εκείνος που ορθοτομεί τον Λόγο, τη σκέψη.
Όλα τούτα ταλανίζουν το μυαλό μου, και ένας σπλαγχνικός συγκλονισμός, μια ανείπωτη θλίψη ανακατεμένη με τον ρόχθο της θάλασσας, απλώνεται σαν μελάνι σε όλο μου το είναι και το σκοτεινιάζει…
Στο πλάι, σύννεφο γλάροι λευκοί με συντροφεύουν χαράζοντας άπιαστα λευκά τόξα, καθώς γυρνούν το κεφάλι δεξιά – αριστερά. Αδυνατώ να το ερμηνεύσω. Κάποιο μυστήριο συμβαίνει απόψε ανάμεσα στα υπερκόσμια αυτά θαλασσοπούλια.
Είναι οι άγγελοι της ψυχούλας σου- που πετούν στα ουράνια και χάνονται στα ατέρμονα πέλαγα∙ η φυσική και η μεταφυσική διάσταση ενώνεται εδώ∙ γίνεται διάφανο το πυκνό μυστήριο της ζωής και του θανάτου, ως ένα ενιαίο ομοούσιο και αδιαίρετο σύμπαν, όπως το δημιούργησε ο αέναος Ποιητής. Και σε αυτούς που μένουν, ο πόνος – που φαίνεται να κατοικείται από αθώους – πάντα παρών, ιδιαίτερα όταν τα πράγματα τελειώνουν απότομα, δείχνοντας έτσι το πρόσκαιρο και το αναπότρεπτο της ανθρώπινης φύσης.
Απαρηγόρητη η αγαπημένη σύζυγος και σύντροφος της ζωής σου Αλίκη που τόσο σεμνά, ταπεινά, με πίστη και αφοσίωση, στάθηκε όλα αυτά τα χρόνια της κοινής σας ζωής, δίπλα σου. ΄Αξια σύζυγος και άξια μητέρα της όμορφης οικογένειάς σου. Απαρηγόρητα και τα δυο σου αγαπημένα κορίτσια, η Ναταλία και η Μυρτώ. Η απώλειά σου έχει εγκαυστικά σημαδέψει την ύπαρξή τους.
– Για ποιο ταξίδι κίνησες να πας; Δυστυχώς, όχι ακόμη σε ένα ταξίδι από τα τόσα που έκανες στην πολυκύμαντη ζωή σου.
Ταξίδια- ως άλλος Οδυσσέας- γεμάτα εμπειρίες…μεταφέροντας τις γνώσεις και το χαμόγελό σου – αυτό το γλυκό, γεμάτο καλοσύνη χαμόγελο – σε όλες τις γωνιές του κόσμου.
Καλό παράδεισο, μεγάλε δάσκαλε! Γενιές και γενιές φερέλπιδων νέων θήτευσαν κάτω από τη σοφή σου καθοδήγηση και έγιναν σπουδαίοι επιστήμονες και άνθρωποι (ανάμεσά τους και τα παιδιά μου ο Γιώργος με τη Μαρία-Γαλάτεια) που τόσο αγαπούσες και σε αγαπούσαν.
΄Ομως, δάσκαλος δεν ήσουν μόνο για τους μαθητές και τους συνεργάτες σου, αλλά και για όλους εμάς που σε καμαρώναμε και λειτουργούσες ως πρότυπο.
Γιατί η ζωή σου, την οποία περπάτησες με μια λεβεντιά σεμνή, ήταν νοηματισμένη από σεβασμό προς την αξία του Ανθρώπου∙ γιατί υπήρξες ένας ευπατρίδης, μια εξέχουσα, εμβληματική, χαρισματική και πάμφωτη προσωπικότητα∙ προικισμένος με σπάνιες δεξιότητες και αρετές πνευματικές, ψυχικές και ηθικές, διακρινόσουν για την εντιμότητα, την ακεραιότητα, τη συνέπεια, την ευγένεια ψυχής, τη γενναιοδωρία, πρόθυμος πάντα να προσφέρεις ανιδιοτελώς σε όποιον ζητούσε τη βοήθειά σου.
Η λαμπρή διαδρομή σου αφήνει ανεξίτηλο το αποτύπωμά της με την ανεκτίμητη προσφορά σου στην επιστήμη και στην κοινωνία. Χωρίς ανθρώπους σαν εσένα, οι εποχές θα είχαν χάσει τη φωνή τους. «Άθλα γαρ οις κείται αρετής μέγιστα, τοις δε και άνδρες άριστοι πολιτεύουσι» (διότι όπου τα βραβεία της αρετής είναι μέγιστα, εκεί συγκαταλέγονται και οι πλέον ενάρετοι άνδρες, «Επιτάφιος του Περικλέους»).
Αγαπημένε μου ξάδελφε, έκανες «άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά» (Ελύτης, Μαρία Νεφέλη) και πέταξες κοντά στον Κύριο, «Ος εστίν ορατής έργων ανθρώπων» (Ιώβ, 32. 21) και τώρα απολαμβάνεις το άκτιστο φως της θεότητος, στεφανούμενος με το απαραμίλλου πνευματικού κάλλους διάδημα, λόγω της ενάρετης ζωής και των αγαθών σου έργων.
Καλό ταξίδι, Αρτέμη Σαϊτάκη! Πορεύου να συναυλισθείς μετά του αδελφού σου Γιώργου, του αείμνηστου φίλου Θανάση, που «έφυγε» ένα χρόνο πριν και όλων των προαπελθόντων χωριανών και φίλων!
Υπόσχεση σου δίνουμε πως ποτέ στο παλίμψηστο της ψυχής μας που στόλισες, δεν θα αφήσουμε τον μπάτη της λησμονιάς να σβήσει τη μορφή σου.
του Μιχάλη Φαλαλάκη