Τα φώτα έσβησαν, τα πολύχρωμα πυροτεχνήματα και βεγγαλικά κάηκαν, οι τελετές τελείωσαν. Παρόλο που προσπαθούμε να επιμηκύνομε τη διάρκεια των γιορτών με την κοπή της πίτας, σιγά- σιγά ξαναμπαίνουμε στο μονότονο φορτίο του βιοπορισμού. Είναι καιρός να σκεφτούμε λίγο ψύχραιμα και να δούμε τι ακριβώς κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα και τα πανηγύρια.
Ποιος είναι αυτός ο παντοδύναμος ο χρόνος που τον περιμένουμε με λαχτάρα, που τον υποδεχόμαστε με πανηγύρια, τον φορτώνομε με ευχές και δώρα, ελπίδες και όνειρα. Ποιος είναι ο μάγος που άλλοτε είναι χρήμα άλλοτε ανεξάντλητο ταμείο γνώσεων και εμπειριών και άλλοτε ανεκτίμητος θησαυρός; Μήπως όλα αυτά είναι δημιουργήματα των δικών μας ονείρων, της δικής μας προσδοκίας για να τον εξευμενίσομε και να διακόψομε την μονότονη ροή του; Ο χρόνος το λιγότερο περνά αδιάφορος, κάποτε εχθρικός σπάνια φιλικός.
Ο σοφός γέροντας, που δεν ξέρω το όνομά του αλλά μου φτάνει που είναι Κρητικός, στα 70 του αρχίζει λίγο να αμφιβάλλει να ανακαλύπτει μια άλλη πλευρά του χρόνου. Τον βλέπει λίγο ύπουλο και μπαμπέση αλλά πάντα καλοδεχούμενο. όπως λέει με το δικό του τρόπο. [Σου κάνω τόπο να περνάς μα δεν σε βλέπω χρόνε και στοίβαξες στην πλάτη μου τα χρόνια που με τρώνε]. Ο χρόνος όπως λέει ο Κρητικός είναι έννοια αφηρημένη δεν τον βλέπει. Όμως περιμένει τη φευγαλέα αυτή μεταμεσονύκτια στιγμή που ο χρόνος μηδενίζεται, τα φώτα σβήνουν και ορθώνεται στο σκοτάδι το φράγμα που διαχωρίζει το χθες από το αύριο. Θέλει να ζήσει την ιδιαίτερη ψυχολογική διεργασία της ανάμιξης της λύπης για ό,τι έφυγε και της χαράς για το νέο που έρχεται. Ρίχνει μια βιαστική απολογιστική ματιά στο χθές που αργοσβήνει και σταματά στο αύριο με τα όνειρα και τις ελπίδες του.
Πέρα απ’ όλα αυτά ο χρόνος είναι ένα θεμελιώδες συνεχές μέγεθος της φυσικής. Είναι η σταθερή ροή φαινομένων φυσικών, φυσιολογικών και ψυχικών που πραγματοποιούνται είτε στον φυσικό είτε στον ψυχικό μας κόσμο. Πλησιάζοντας την έννοια του χρόνου ως ένα ευρύ πλαίσιο αέναης διαδοχής φαινομένων που συναντούμε τόσο μέσα μας όσο και έξω από εμάς, αναγκαστικά βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα δεύτερο ευρύ πλαίσιο, την έννοια του χώρου. Οι δύο αυτές έννοιες χώρου και χρόνου συμπλέκονται και αλληλοσυμπληρώνονται αφού ο χρόνος είναι συνεχής ροή στο χώρο.
Αυτό μας λέει ότι η έννοια του χρόνου δεν είναι μονοσήμαντη. Φαίνεται ότι έχομε δύο είδη χρόνου. Τον φυσικό αντικειμενικό χρόνο και τον υποκειμενικό ψυχολογικό χρόνο. Από πολύ παλιά ο άνθρωπος προσπαθεί να μετρήσει το χρόνο. Ήδη από το 2000 π.Χ. οι Βαβυλώνιοι χρησιμοποιούσαν το ηλιακό ρολόι. Τα βασικά μέτρα μέτρησης το χρόνου τα προσφέρει η ίδια η φύση. Φυσική μονάδα μέτρησης του χρόνου είναι η ηλιακή μέρα. Το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί για δύο συνεχόμενες πάνω μεσουρανήσεις του ήλιου. Διάρκεια 24 ώρες. Αστρική μέρα οι δύο συνεχόμενες μεσουρανήσεις οποιουδήποτε απλανούς αστέρα. Μικρότερη 4 λεπτά. Δηλαδή η διάρκεια μιας περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Η διάρκεια της μέρας δεν είναι σταθερή. Όσο πλησιάζομε στους πόλους αυξάνεται και φτάνει μέχρι 6 μήνες.
Στην κίνηση της γής γύρω από τον Ήλιο στηρίχθηκε η σύνταξη των ημερολογίων. Δηλαδή σύστημα μέτρησης του χρόνου σε έτη, μήνες, εβδομάδες, ημέρες. Η περιστροφή αυτή διαρκεί 365 μέρες, 48 πρώτα και 46 δεύτερα λεπτά. Επειδή ο συμμιγής αυτός αριθμός δεν διαιρείται ακριβώς, παρουσιάζει δυσκολίες που προσπαθούν οι ειδικοί να λύσουν. Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Ιούλιος Καίσαρας με συμβουλή του Έλληνα Σωσιγένη δημιούργησε το πρώτο μελετημένο ημερολόγιο που ονομάστηκε Ιουλιανό. Και αυτό όμως είχε ένα μειονέκτημα ότι το έτος ήταν 11 πρώτα και 14 δεύτερα λεπτά μεγαλύτερο από την πραγματική διάρκεια της γήινης περιστροφής γύρω από τον Ήλιο.
Αποτέλεσμα αυτής της διαφοράς ήταν σε κάθε 128 έτη να περισσεύει μια μέρα. Το μειονέκτημα αυτό ήρθε να καλύψει το Γρηγοριανό ημερολόγιο που οφείλει το όνομά του στον πάπα Γρηγόριο Β΄. Το ημερολόγιο αυτό χρησιμοποιείται στην Ευρώπη από το 1852 και στην Ελλάδα από το 1923. Εκτός από τους παλιοημερολογήτες που επιμένουν στο Ιουλιανό. Για να διορθώσει το σφάλμα του Ιουλιανού, αφαίρεσε 13 ημέρες και ακόμη δίσεκτα έτη είναι όσα διαιρούνται με 4 και από τους αριθμούς που λήγουν σε δύο μηδενικά όσα διαιρούνται με 400. Δίσεκτο σημαίνει μια ημέρα παραπάνω στον Φεβρουάριο. Οι χριστιανοί μετρούμε το χρόνο αρχίζοντας από τη γέννηση του Χριστού ενώ οι μουσουλμάνοι από το έτος φυγής του Μωάμεθ προς τη Μεδίνα το 622 μ.Χ. Αυτά για το φυσικό χρόνο που έχει μια σταθερή ροή και ομοιογένεια.
Όμως τον καθένα μας χωριστά ενδιαφέρει περισσότερο ο ψυχολογικός χρόνος που δεν είναι απλά ένα ευρύ πλαίσιο μέσα στο οποίο πραγματοποιείται η διαδοχή εσωτερικών ψυχικών γεγονότων, αλλά είναι αυτά τα ίδια τα γεγονότα, οι εμπειρίες και τα βιώματα. Eίναι ο χρόνος που ταυτίζεται με την ίδια μας την ύπαρξη, υπαρξιακός. Γι αυτό και είναι ασταθής, ανομοιογενής, πολυκύμαντος, σαν την ίδια την άγνωστη ανήσυχη ακατανόητη εσωτερική μας ζωή. Είναι η προσωπική μας διάρκεια. Για το χρόνο αυτό δεν υπάρχει ρολόι ακριβείας.
Μπορεί να είναι φιλικός όταν μετράει μια ζωή γεμάτη δράση και ελπίδα. Γίνεται τυραννικός και αφόρητος όταν η ζωή μας είναι κενή, χωρίς προοπτική, σε κατάσταση ανίας. Τότε γίνεται αιωνιότητα χωρίς περιεχόμενο. Ο Κρητικός πάλι το έχει προσέξει αυτό [Πόσο αργούνε οι στιγμές όταν κανείς προσμένει και κάθε μια στιγμή χαράς γρήγορα που διαβαίνει]. Ο χρόνος αυτός καθ’ αυτός σαν διάρκεια δεν μπορεί να εκπληρώσει τις ευχές και τις επιθυμίες με τις οποίες τον φορτώνομε. Κάποιες άλλες δυνάμεις ενεργούν και αυτός ιδιαίτερα ο φυσικός περνά αδιάφορος και ουδέτερος. Ο ψυχολογικός αφού ταυτίζεται με τον εσωτερικό μας κόσμο υπάγεται απόλυτα στην εξουσία μας. Η ευθύνη επομένως βαραίνει εμάς και ποτέ το χρόνο, που σε τελευταία ανάλυση είναι μια αφηρημένη έννοια που πρέπει να γεμίσει με ύλη, ευχάριστη ή δυσάρεστη.
Την ένταση των συναισθηματικών καταστάσεων όταν δεν έχουν φθάσει σε μεγάλο ψυχικό βάθος, ώστε να αφήσουν σημάδια μπορεί να αμβλύνει ο χρόνος και να φέρει γαλήνη στην τρικυμισμένη συνείδηση. Πάντα όμως εμείς με την δραστηριότητα η την αδράνειά μας το θάρρος και την ελπίδα μας δίνουμε στον παράγοντα χρόνο θετικό ή αρνητικό νόημα. Χρειάζονται οι τελετές και τα πανηγύρια, ως προσάναμμα της πίστης και της ελπίδας, δρώσες δυνάμεις κρυφές ή φανερές που θα δώσουν το αποτέλεσμα και όχι ο χρόνος ως αόριστη συνέχεια.
Ο χρόνος απλά είναι ο τρόπος με τον οποίο ενεργούν, όταν και όσο ενεργούν οι δρώσες δυνάμεις που αλλάζουν τον εσωτερικό ή εξωτερικό κόσμο μας. Δυνάμεις προσωπικές ή απρόσωπες που άλλοτε είναι αντίθετες προς τις προθέσεις μας και προσπαθούν να ανατρέψουν τα σχέδιά μας, οπότε ο χρόνος εργάζεται εναντίον μας και άλλοτε βοηθούν τα σχέδιά μας, οπότε είναι σύμμαχός μας. Η Τρίτη μορφή του υπαρξιακού χρόνου είναι ο άχρωμος, ο σταματημένος χρόνος της πλήξης και της αδράνειας που είναι ο χειρότερος εχθρός. Δεν μάχεται φανερά εναντίον μας, αλλά δεν μας δίνει σημασία, μας περιφρονεί.