Tι ζητάμε κάθε φορά που αναφερόμαστε στις αλησμόνητες πατρίδες; Ποιες δυνάμεις μας τραβούν με τόσο πείσμα;
Να ’ναι οι ρίζες μας που έμειναν εκεί, να ’ναι οι ψυχές των παππούδων μας που έμειναν κι αυτές κειδανά;
Μέρα μνήμης, μνημόσυνο για τη Μικρασιατική καταστροφή και επειδή ούτε ιστορικός είμαι ούτε άλλη αρμοδιότητα επί του θέματος έχω, αλλά είμαι απόγονος των ανθρώπων που ζούσαν επί αιώνες στη Μικρασία και βίωσαν στο πετσί τους τα γεγονότα προ κατά και μετά το 1922, γι’ αυτό λοιπόν θα μας μιλήσει η γιαγιά μου η κερά Μαργί Μπρίμη με μικρασιατική ντοπιολαλιά (με τη βοήθεια της Μανιατέας) για τον «Φιληορεμπούσιο συνωστισμό με μπόλικη εθνοκάθαρση και ολίη γενοκτονία».
“Καλέ, γιε μου, κειδανά στην πατρίδα όλα καλά ήντουνε, μέχρι που ήρκαν ευτοί οι Τσέτιδοι. Δε μας χώριζε τίποτις με τσι Τούρκοι, αφεντάδες μας λαλούσαν οληώρα, στη δούλεψή μας ήντουσταν μας σεβόντουσταν, τσι προσέχαμε κι εμείς δεν τσ’ αδικούσαμε, έφταναν τ’ αγαθά μας και για δ’ αύτους. Πούβετι δεν έγλεπες στενοχωρημένο άνθρωπο, καένα, μα για Χριστιανό μα για Τούρκο.
Η γη μας εβλοημένη ήντουνε. Ούλα τα ελέη μας έδινε, δεν τσιγκουνευούντανε. Ένα σπόρο μπήαμε στη γη και κόβγαμε ούλο το καλοκαίρι καρπούζια, μπερεκέτι. Εκεί να γλέπεις ομορφάδες τα περβόλια, τα μποστάνια, τι νοστιμάδες τα φρούτα, τα πεπόνια, τι σύκα ήντουσταν ευτά, μοσκομύριζε ο τόπος. Τα σταφύλια σαν τις κοπελούδες ήντουσταν και κάτι ρώες, κόβγαμε τέσσερα πέντε γιόμιζε το κοφίνι και να τα σανίδια το ένα πίσω από το άλλο και να γιομίζουν τα σεργγιά και να μη φτάνουν.
Εκεί να γλέπεις γιε μου, γλέντια τα βράδια, τσι μουζικάντηδοι, τσι βιολιτζήδες, τα σαντούρια, τα ούτια, το κανονάκι”.
Ναι, κερά Μαργί, χιλιάδες ιστορικά και λογοτεχνικά βιβλία που αναφέρονται στην τρισχιλιετή παρουσία του ελληνικού πληθυσμού στα μέρη της Ιωνίας, του Πόντου και της Καππαδοκίας.
Και λαλούν για τον Όμηρο, τον Ηρόδοτο, τον Λεύκιππο, τον Πυθαγόρα, το Θαλή, τον Ηράκλειτο, τον Αναξιμένη, τον Αναξαγόρα, και τον Αναξίμανδρο, τους ιεράρχες, τον Άγιο Βασίλειο τον Καππαδόκη, την Τροία, την Έφεσο, το Βυζάντιο, τον Πόντο, την Τραπεζούντα, τη Πόλη, την Αγιά Σοφιά, τη Σμύρνη. Σμύρνη, μεαλοπολιτεία τη λαλούσαν, πόλη σύμβολο, πόλη μύθος, τόπος όμορφος, ωραίος, ζωντανός, δεκτικός, ελκυστικός, ανθρώπινος. Η γενναιοδωρία της φύσης, η απόλυτη ομορφιά. Είναι μια ιδέα, είναι όλα. Το βλέπεις παντού, στο χορό, στο τραγούδι, στο φαγητό, στην κουζίνα.
Πόλη πολυπολιτισμική, Λεβαντίνοι, Εβραίοι, Έλληνες, μουσουλμάνοι, Αρμένιοι, αφομοίωση πολιτισμών. Εκεί, οι πολιτισμοί δεν αντιπαρετίθεντο, αλληλοσυμπληρώνονται. Αμάλγαμα δυτικού τύπου οργάνωσης και αγάπης για ζωή και διασκέδαση της Ανατολής. Συνδυασμός σταθερής δύσης και φλογερής ανατολής. Εκεί, ξεύρουν να αγαπούν, να ερωτεύονται τη ζωή, τον άνθρωπο, τη διασκέδαση, το τραγούδι, το χορό.
“Κι αρχίνεψε η σφαή κι ηπήρεν το φευγιό.
Οι διωγμοί, καλέ γιε μου, αρχίνεψαν από καιρό. Οι Τσέτηδοι σφάξαν κόσμο και κοσμάκη με τις ευλοίες των μεγάλων δυνάμεων. Ξεκάμαν εκατοντάδες χιλιάδες Αρμένιδοι. Οι Πόντιοι κυνηηθήκαν, εξεσπιτωθήκαν κι ηματζευτήκαν στη Σμύρνη και στα παράλια. Βλέπεις έχομε απ’ τη μιάνε τσι συμμάχοι, που καρφί δεν τσ’ εκαίετε για μας, κι απ’ την άλληνε τσ’ Έλληνες, τσ’ αρχηγοί, που κάμνουνε παιχνίδια στην πλάτη μας.
Μια μέρα ο Μεχμέτ πό ’χαμε στη δούλεψή μας:
-Δεν ηξεύρω τι θα κάμετε, μα να προσέχετε πολύ. Οι δικοί μας οι πεινασμένοι κατεβαίνουν απ’ τα βουνά, καθαρίζουνε λέγει τον τόπο απ΄ τσι Γκιαούρηδοι. Όσο προχωρά ο Κεμάλ τόσο λυσσάνε ευτοί οι πεινασμένοι οι Τσέτιδοι.
-Γιατί, βρε, Μεχμέτ; Μα πώς γένεται; Εδώ είναι ο τόπος μας. Είμαστε στην Ιονία μας, πλάι στην Ελλάδα μας, έχομε κοντά το στρατό μας. Δε μας μέλει ποχομε τσι Τούρκοι πλάι, τόσα χρόνια μονιασμένοι ζούμε”.
-Οι Τούρκοι, εφέντη Γιαννακό, φοούνται όσο κι Ρωμιοί. Σαν έρκουν οι Τσέτιδοι, μεάλη σφαή θα γενεί. Κείνοι γλέπεις δε λοαριάζουνε γιά Τούρκος γιά Ρωμιός, αρπάζουν, κλέβουν, σφάζουν, χαλνάνε τις κοπέλες.
Ολίο πριχού τσι Παναϊάς του Αυγούστου, κειδανά στ’ αμπέλι που τριάαμε νταγιάντισε μια γυναίκα με το μωρό στην αγκαλιά της να κλαίει. Δε θα ’ντουνε απάν’ από εικοσιδυό χρονώ.
-Τι εγίνει κόρη μου τσι λεώ.
-Σφαή εγίνει, ότι θα γενεί σε όλη τη Μικρασία. Μας αφήκανε μόνοι τα καθάρματα στην Ελλάδα. Κείνα τα κοπρόσκυλα οι Τσέτιδοι ήμπανε τη νύχτα στο χωριό ματζέψανε στη πλατεία τσι άντροι απάν΄ από δεκαπέντε – όσοι μείνανε δηλαδή απ΄ τα τάγματα – και τσ΄ εξεκάμανε.
Ένα δάκρυ τσ’ εκύλησε απ’ το μάουλο. Ηπήρε να κλαίει. Και σε λίο συνέχισε:
-Κι άμα αποσώσανε με τσ’ άντροι πιάσανε ένα ένα τα σπιτικά κλέψανε ό,τι ηύρανε, χαλάσανε τις κοπέλες κι αφήκαν ξωπίσω φωτιά. Ίσα π’ επρόλαβα να τρέξω ως το νεκροταφείο με το βρέφος στην αγκαλιά. Άνοιξα την πόρτα ενανού τάφου, τι τάφος δηλαδή κοτζάμ σπίτι ήντουνε, ήμπα μέσα κι άκουα τις φωνές των κυνηημένων και τσι φονιάδες να χαχανίζουν απόξω κι είχα και μια αγωνία μπα και κλάψει η μικρή. Απάν στην κάσα ηύρα κάτι απλωμένο, το βούτηξα και τύλιξα το μωρό, καθώς ένιωθα να τρέμει. Κι άμα εριμάξανε το σύμπαν πια τα σκυλιά και δεν ακουόντανε τσιμουδιά ήβγα.
-Τσ’ έδωκα ολίο νερό, ήπιε ξανάκλαψε και συνέχισε.
-Ηπορπάτισα ίσαμε το σπίτι. Τον άντρα μου τον επήρανε νωρίς νωρίς στ’ αμελέ. Είχα αφήκει πίσω τη μάνα μου μονάχη και το ’χα τύψη. Μα γιά κείνη ήπρεπε να σώσω γιά το παιδί μου. Μόν’ στάχτες ηύρα και βρόμα από το ψημένο κρέας. Κιχ δεν άκουες. Μήτε πουλί μήτε μελήσσι. Όλ’ αφανιστήκανε. Καπνοί βγαίνανε από παντού κι η πλατεία γιομάτη σφαγμένοι ανθρώποι. Αλλουνού το ’λειπε το χέρι, αλλουνού το ποδάρι, αλλουνού το κεφάλι. Ηπήρα να τρέχω κι ώσπου να βγω από κείνο το μαρτύριο, τσαλαβουτούσα στα αίματα.
Επέρασε κάμποση ώρα για να συνηφέρω και στο τέλος αρώτησα:
-Και τώρα κόρη μου που πααίνεις;
-Όπου να ’ ναι. Αρκεί να φύω μακριά από τον καταραμένο τον τόπο. Θα πάρω το πρώτο παπόρι και όπου μ’ αφήκει. Να φύω μακριά, να φύω μακριά… Τη ζωή μου και τη ζωή του παιδιού μου να σώσω. Τούτο μόνο με μέλει. Σάμπως δεν έμεινα μονάχη απ’ άντρα και γονιό; Δεν εγίνει στάχτυ το σπιτικό μου;
-Καλά κόρη μου, τσι λέγω. Κάτσε να ξεκουραστείς, να πλυθείς, μες στο αίμα ήντουσταν ρούχα, παπούτσια, να σου ’τοιμάσω φαγί να λιγδώσει το άντερό σου, να ’ρτει στο βυζί κομμάτι γάλα για το μωρό και ύστερις θα ειδούμε τι θα γένει με το φευγιό σου.
Ο παππού σου νημερωμένος πιότερο ήντουνε και μέ λεε: -Μαργί να φύουμε, να φύουμε να ’τοιμαστείς, να κάνω χαμπέρι σε καένα εδικό μας και να φύουμε γλήορα για νησιά γιά Σαλονίκη, γιά Περαία.
-Πού να φύουμε καλέ; Πού θε να πααίνουμε; Πού να αφήκουμε το σπιτικό μας; Τα χαΐρια μας, τα παιδιά τι θα γένουν; Είμαι γκαστρωμένη στο μήνα μου . Δε γλέπεις την κοιλιά μου; Στο δρόμο θα το εκάνω; Έμεινα ποσβολωμένη. Ηπήρα να κλαίω. Εδώ είναι ο τόπο μας, η πατρίδα μας, οι γονοί μας, οι πρόγονοι μας, οι τάφοι τους, τα κόκκαλά τους πού θε να τα αφήκουμε;
Το εσκέφθη και το ξαναεσκέφθη και σαν επληροφορηθήκαμε τα καμώματα εκείνου του φιδιού του ανισόρροπού του σιφοριασμένου Στεργιάδη, που από τη μιάνε έλεε πώς δε χρειάζεται πανικός και δεν εκυντινεύει μήτε η Σμύρνη μήτε τα Παράλια και από την άλληνε έστειλε ανακοίνωση μυστικιά στις δημόσιες υπηρεσίες να φύουνε οι δημόσιοι υπάλληλοι. Να πάμε εμείς σαν τα πρόβατα τσι λαμπρής και ευτοί να σώσουνε τσι κώλοι τους. Ήρκε ο κόμπος στο χτένι, γιέ μου. Τοιμαστήκαμε κατέβασα απ’ το κονοστάσι την εικόνα τσι Παναΐας και τη φωτογραφία του Βενιζέλου, ήψα το καντηλάκι για τσ’ άλλοι τσ’ αγίοι. Κλειδώσαμε το σπίτι και απού φύει φύει. Εγώ με δυό μωρά στην αγκαλιά, τον πατέρα σου και τον άμοιρο τον Αντώνη μου, κι ήμανα και γκαστρωμένη, άλλα τρία κλουθάανε και ο παππούς φορτωμένος με τσι μπόγοι. Και σαν ξεμακρύναμε ολίο και στραφήκαμε να αποχαιρετήσουμε το σπιτικό μας, ίδιαμε την Ελληνικιά τη σημαία που κυμάτιζε αψηλά στο απάνω πάτωμα και πααίνει ο παππούς σου να τηνε εξεκρεμάσει να μην την αφήκουμε να τηνε λερώσουν τα σκυλιά.
Να κειδανά στο κονοστάστι την έχω με την Παναϊά μας, πενήντα χρόνοι πααίνουν τώρα.
Κι εμεις, γιε μου, τυχεροί ήμαναν, άλλοι με το φευγιό η ταλαιπώρια τους δε σταμάταε, καθώς δε τσ’ εξεφορτώνανε σε όποιο λιμάνι ήπιανε πρώτο το παπόρι (δεν έχομε άλλο τόπο για πρόσφυοι τσ΄ ελέανε οι τοπικές αρχές) και λύνανε πάλε τα σκοινιά, σηκώνανε τις άγκυρες και εψάχνανε για νέο λιμάνι. Και κάμποσοι αρμενίζανε ολάκερο το Αιγαίο πάαιν’ έλα με τα παπόρια, αλλά νε γή νε πατρίδα βρισκούντανε για δαύτοι. Πιότερο άτυχοι ευτοί που δεν πρόκαμαν να φύουν.
«Συνωστισμός»: Επί δεκαεφτά μέρες τριάντα χιλιάδες ψυχές «συνωστίζονται» μόνο στα νεκροταφεία της Σμύρνης. Πανικόβλητοι έτρεχαν να βρουν καταφύι στους τάφους και στα οστεοφυλάκια να κρύψουν τα μωρά τους να πραστατέψουν τις θυγατέρες τους από τις ορέξεις των Τσέτιδων, ο θάνατος παρέα με τον θάνατο. Κάτω από τις ταφόπετρες συντροφιά με τους πεθαμένους. Πόσες κοπέλες έμειναν κειδανά για πάντα και πόσα μωρά έπνιξαν οι μανάδες τους για να μην τις προδώσουν τα κλάματά τους. Καένας δεν ξεύρει.
Τιμούμε σήμερα και τον Άγιο Χρυσόστομο Σμύρνης. Το παράπονο της γιαγιάς μέχρι το 1974 που ζούσε ήταν γιατί δεν είχε ανακηρυχθεί πίσημα Άγιος. Γιατί η ίδια τον θεωρούσε Άγιο όχι μόνο για τη θυσία του αλλά και για όλη την πορεία του σαν ιεράρχη της Μικρασίας.
“Καλέ γιε μου ένας άντρακλας ίσαμε κει απάνω στητός και καμαρωτός, ίδιος ο Άι Γιώργης ο καβαλάρης απάν’ στ’ αλόατο, με κοφτερή ματιά και γλυκό λόο, μπροστάρης στην στήριξη του στρατού π’ επάλευγε στη Μικρασία. Κείνος έκαμνε πάντα τη λειτουργία στη γιορτή τσ’ Αγιά Φωτεινής, κείνος έδινε την ευλοία.
Μόλις μπήκε ο Νουρεντίν στη Σμύρνη εφόναξε στο κονάκι τον Μητροπολίτη να μιλήσουνε, λέγει. Χτυπά ο Νουρεντής τη γροθιά του στο γραφείο και αναποδογύρισε το ποτήρι με το τσάι. -«Είσαι Τούρκος υπήκοος κι υπονομεύεις την ασφάλεια του τόπου που σε φιλοξενεί. Και σαν να μη φτάνει αυτό, ενώ οι Ρωμαίικες αρχές φύγαν ήδη από τη Σμύρνη εσύ μένεις και εξακολουθείς να βοηθάς προκλητικά τους άπιστους».
-«Είμαι Ρωμιός παπάς» Όρθωσε το ανάστημά του ο ιεράρχης. «Στον τόπο μας και υπηρετώ το ποίμνιο μου» Είπε προκαλώντας ακόμα πιότερο την οργή του Τούρκου.
-«Η οθωμανική αυτοκρατορία σ’ εμπιστεύτηκε και συ πρόδωσες την εμπιστοσύνη που σου δείξαμε»
«Δεν με ενδιαφέρει η εμπιστοσύνη κανενός παρά μόνο του Θεού. Εκείνος μου εμπιστεύτηκε το έργο που επιτελώ και σε εκείνον μόνο θα λοοδοτήσω».
Ο Νουρεντίς έσυρε το χέρι του και πέταξε καταής χαρτιά, βουλοκέρια και το αναποδογυρισμένο ποτήρι του τσαγιού. «Φύγε από μπροστά μου γκιαούρη”…
Εδώ την κερά Μαργί την παίρνουν τα κλάματα κάθε φορά που αναφέρεται στο γεγονός και δε μου συνέχισε ποτέ το τέλος του μητροπολίτη.
Αν οι εκατοντάδες χιλιάδες διωγμένοι, εξορισμένοι, συρμένοι στα αμελέ ταμπουρού και στις κρεμάλες από το 1914 στην Τραπεζούντα, Σαμψούντα, Κερασούντα μέχρι το 1922 στην Πέργαμο, Φώκαια και Κυδωνίες δεν στοιχειοθετούν γενοκτονία όπως κάποιοι κοντυλοφόροι εσχάτως γράφουν, τότε η κερά Μαργί θα τσ’ έλεε “μουρλαθήκατε μωρέ κοτζάμ δασκάλοι κομμάτι ντροπή, ολίη τσίπα για τούτη τη γενοκτονία στη Μικρασία. Τέτοια φονικά, τέτοιος πόνος πώς θα ξεχαστούνε!
Και ύστερις με την ανταλλαή χιλιάδες πάλε νοικοκύριδοι της Καππαδοκίας του Πόντου και της Θράκης να ταξιδεύουν στιβαγμένοι στα καράβια και να πααίνει ο αδερφός στην Ανατολή κι η αδερφή στη Δύση, η μάνα στο Βορρά κι η κόρη στο Νότο. Και να μη ξεύρεις πούθε κατέληξε ο ένας αδερφός και πού ο άλλος. Και ψάχνουμε, γιε μου ακόμα και σήμερις 50 χρόνοι μετά να βρούμε τα αδέρφια μας και τα παιδιά μας. Πούθε νταγιάντισαν οι συγγενείς και φίλοι μας, γιατί όπως λεν εδώ στη Κρήτη (“το που κρατεί η σκούφια μας πρέπει να το κατέμε”).
Στα πίσω πίσω ματζευτήκαμε ενάμιση εκατομμύριο νοματαίοι σε πρόχειρες σκοινές κάτω από ένα δέντρο, ένα βράχο, λίοι τυχεροί σε μισογκρεμισμένες αποθήκες, τι να σου κάνει κι ευτή η Ελλαδίτσα. Όμως οι Μικρασιάτες και τσαανό στην ψυχή είχανε και βραχιόλια χρυσά στα χέρια τους. Σ’ όλη τη Μικρασία εκράτααν στα χέρια τους το εμπόριο, τις τέχνες και τα γράμματα και με τη δούλεψή τους στη νέα πατρίδα σιά – σιά έκαμαν τα αβγά τους μαλαματένια και καμπόσοι από δ’ αύτους εγέναν μεάλοι και τρανοί. Γλέπεις η μιζέρια δεν ηπήαινε με τσι Μικρασιάτες. Εκεί είχαμε ούλα τα καλά, ούλα τα ελέη. Τίποτις δε μας έλειπε από τον αραμπά, κιούλα μας περίσσευαν”.
Η Ιωνία με την πρωτεύουσά της, Σμύρνη, με πεντακόσιες χιλιάδες κατοίκους με το πιο σπουδαίο λιμάνι της Ανατολικής Μεσογείου, με πολιτισμό τριών χιλιάδων χρόνων που ξεκίνησε με τον Όμηρο, έσβησε, κάηκε, πυρπολήθηκε, καταστράφηκε σε τρεις μέρες. Πόλεις και χωριά σβήνουν, περιουσίες χάνονται, αιχμάλωτοι σέρνονται στα βάθη της Ανατολίας, οι κόποι μας, τα χαΐρια μας κειδανά.
-Αχ! Κυρά Μαργί,
Εμείς εδώ όλα τα ανατρέπουμε, το όχι γίνεται ναι. Το ΟΙΚΑΔΕ γίνεται γενική επιστράτευση και οι εμπειροπόλεμοι αξιωματικοί δεν χρειάζονται πια, απομακρύνονται και οι νέοι απόλεμοι εγκαθίστανται στη Σμύρνη πεντακόσια χιλιόμετρα από το μέτωπο, να ράψουν τα κουστούμια με τα καινούργια γαλόνια και να γυαλίσουν τα παπούτσια τους.
Οι εταίροι της Αντάντ ήθελαν τον Ελληνικό στρατό στον πόλεμο κατά της Τουρκίας, αλλά δεν ήθελαν την Ελλάδα πολιτικά στη Μικρασία. Η Ελλάδα δεν ηττήθηκε, αυτοηττήθηκε. Πήγε διχασμένη στη Μικρασία αρχικά ως βενιζελική και μετά ως βασιλική.
Δεν ηττήθη ο γενναίος ελληνικός στρατός, η πολιτική ηγεσία του ηττήθη λόγια του ίδιου του Κεμάλ.
-Ναι γιε μου, οι στρατιώτες μας τοτενές είχανε πιστέψει σ ΄εκείνο το μεάλο ονείρατο τσ’ Ελλάδας κι είχανε και τσαανό, κιορμάαν και σμπρώχαν το τούρκικο το φέσι, αλλά οι πολιτικοί μας είχανε πάρει τα μυαλά τους αγέρα”.
Η κερά – Μαργί με τα δικά της λόγια κάνει κριτική: είχαμε άραγε τόση ανάγκη να κάνουμε πραγματικότητα εκείνη τη Μεγάλη Ιδέα; Πώς παίξανε έτσι ασυλλόγιστα με τη ζωή, το βιός, την ευτυχία, την προκοπή τόσων και τόσων ανθρώπων; Όλα για μια Ιδέα; Όλα για μια γαλανόλευκη στην Πόλη;
Μήπως δεν έφταιγε αυτή καθ΄ αυτή η ιδέα; Έφταιγε ότι είχε χαθεί το μέτρο. Έφταιγε εκείνη η συλλογική παράκρουση, εκείνη η μεγάλη ζάλη που έκανε τόσους και τόσους να συρθούν από τα όρια του εφικτού και να περάσουν στο ανέφικτο κυνηγώντας μια χίμαιρα;
Κι ηπήρεν το φευγιό…
Ερχόμενοι σε μια εξαντλημένη και οικονομικά Ελλάδα, οι Μικρασιάτες έφεραν τις εμπειρίες τους, τις γνώσεις τους, τις εικόνες των Αγίων που λάτρευαν, τον πολιτισμό, την ψυχή τους. Και με τη λιγοστή διεθνή βοήθεια αλλά προπάντων με πολύ μόχθο και μεράκι, δουλεύοντας νύχτα μέρα στήνουν μαγαζιά, βιοτεχνίες, εργοτάξια στις πόλεις, με μια τσάπα εκχερσώνουν, κάνουν βαθιές αρώσεις στα λιβάδια και στα χέρσα χωράφια των χωριών. Σπέρνουν, φυτεύουν αμπέλια, δέντρα, πρασινίζει ο τόπος, ερωτεύονται σπέρνεται ανθρώπινος σπόρος, γεννιέται ζωή.
Σου υπόσχομαι, κερά Μαργί, τη Μικρασία δε θα την ξεχάσουμε ποτέ εμείς οι απόγονοί σας. Μεγαλώσαμε με την ιστορία της, τα παραμύθια της, τον πολιτισμό της. Νανουριστήκαμε με τα τραγούδια της.
Τελειώνω όπως τελειώνει ο Γιάννης Καλπούζος το βιβλίο «Σέρρα».
Κοιτάς μπροστά όταν δεν ξεχνάς από πού έρχεσαι, δε μιλάμε για εθνοκάθαρση. Κείνα τα χρόνια συντελέστηκε γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου και προηγουμένως των Αρμενίων. Πρόκειται για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και πρέπει να καταγραφούν ως ιστορική αλήθεια. Εάν τα αναμοχλεύεις τούτα σκεπτόμενος να υψώσεις το μίσος, καλύτερα να μην ακουστεί η φωνή σου.
Απεναντίας, δεν πρέπει να σιωπάς, εάν πασχίζεις να φανούν τα κακά για να μην ξαναγίνουν όμως μη κραυγάζεις. Η κραυγή είναι αδέρφι του μίσους!
*Η παραπάνω ομιλία εκφωνήθηκε κατά τη χθεσινή δοξολογία στον Άγιο Μηνά για την Ημέρα Εθνικής Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μ. Ασίας
** Ο Γιάννης Μπρίμης είναι συνταξιούχος της ΑΤΕ