Τις τελευταίες ημέρες βρισκόμαστε μπροστά σε ένα μπαράζ επιθέσεων εναντίον της υπουργού Πολιτισμού κ. Μενδώνη, από γνωστά τρολς, από συνασπισμένα συνδικαλιστικά συμφέροντα των χώρων του πολιτισμού και του αρχαιολογισμού, για το γνωστό θέμα Λιγνάδη, με αίτημα την παραίτησή της, λόγω δήθεν συγκάλυψής του κ.λ.π..
Δεν γνωρίζω προσωπικά την κ. Μενδώνη. Ως άνθρωπος όμως που ενδιαφέρεται για τα κοινά παρακολουθώ κατά το δυνατόν το έργο της στις δημόσιες θέσεις που της ανατέθηκαν και ιδιαίτερα κατά το τελευταίο διάστημα της υπουργικής της θητείας, που δεν δίστασε να τα βάλει με κατεστημένα βαρίδια του παρελθόντος, ιδέες, ανθρώπους και συμφέροντα. Και επειδή ακριβώς είναι άριστη γνώστης του χώρου, έσχε μέχρι στιγμής εξαίρετα αποτελέσματα.
Αρκεί να δει κανείς τρεις – τέσσερις περιπτώσεις: την μεταφορά των αρχαίων του σταθμού Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη, τον εξορθολογισμό του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων, το τελεφερίκ της Ακρόπολης και τα «αρχαία» του Ελληνικού, στις οποίες έδωσε σε χρόνο ρεκόρ τις δέουσες λύσεις.
Μια μη κομματική πολιτική επιλογή, χαμηλών τόνων και προφίλ, με απίστευτη όμως εργατικότητα που φτάνει στα όρια της εργασιομανίας και εντελώς ασυνήθιστη για τα ελληνικά δεδομένα και το ελληνικό δημόσιο αποτελεσματικότητα.
Που μάλλον οφείλεται στην άριστη γνώση του χώρου του πολιτισμού και του αντικειμένου της – ό,τι ακριβώς δηλαδή προσμένει το ταλαίπωρο ελληνικό δημόσιο όλες τις τελευταίες δεκαετίες – στην αρχή ως Γενική Γραμματέας επί ένδεκα ολόκληρα χρόνια και στη συνέχεια, τον τελευταίο ενάμιση χρόνο περίπου, ως υπουργός. Μια επιλογή όχι τους βαθέως κράτους ούτε του βαθέως κόμματος, όπως γινόταν παγίως μέχρι τώρα, πράγμα το οποίο φαίνεται ότι ξενίζει.
Για να πιάσουμε όμως τα πράγματα από την αρχή, τι έκανε η κ. Μενδώνη; Επέλεξε πριν ενάμιση περίπου χρόνο ως καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού θεάτρου ένα πολιτιστικά επαρκέστατο κατά κοινή ομολογία άτομο, χωρίς να ελέγξει και να εξαρτήσει την τοποθέτηση αυτή από τις σεξουαλικές προτιμήσεις του υποψηφίου, όπως άλλωστε δεν είχε καμιά υποχρέωση αλλά πολύ περισσότερο και κανένα δικαίωμα.
Εάν μάλιστα είχε κάνει, ως μη έδει, κάτι τέτοιο – στην Ευρώπη ζούμε και η προσωπική ζωή του καθενός είναι σεβαστή και απαραβίαστη – τότε οι ίδιοι που φωνασκούν σήμερα και ζητούν την κεφαλή της επί πίνακι, θα έκαναν τα ίδια και χειρότερα, κατηγορώντας την υπουργό για παραβίαση των σεξουαλικών προτιμήσεων και των προσωπικών δεδομένων του εν λόγω ατόμου, και θα είχαν και δίκιο. Και τα δικαστήρια επίσης.
Όλως προσφάτως όμως είδαν το φώς της δημοσιότητας καταγγελίες, και μάλιστα όχι όσων σήμερα ζητούν την παραίτησή της, ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος, δεν είχε απλώς διαφορετικές ερωτικές επιλογές, πράγμα που είναι κατ’ αρχήν θεμιτό, αλλά προτιμήσεις που συγκροτούν στυγερά και αποτρόπαια εγκλήματα που τιμωρούνται βαριά από τον Ποινικό Κώδικα.
Παρ’ όλα αυτά όμως ουδείς ισχυρίστηκε ότι η κ. υπουργός γνώριζε όλα αυτά όταν πριν ενάμιση χρόνο τον τοποθέτησε στην παραπάνω θέση, ούτε άλλωστε είχε και την υποχρέωση να γνωρίζει. Κανείς μάλιστα τόσον από τον χώρο του πολιτισμού, όσον και από το χώρο των νυν καθολικώς διαμαρτυρομένων κατά της υπουργού, κατήγγειλε ή υπενόησε κάτι σχετικό.
Εξάλλου από όσα έχουν δει το φώς της δημοσιότητας προκύπτει ότι και οι προηγούμενες ηγεσίες του εν λόγω υπουργείου είχαν επίσημες καλλιτεχνικές συνεργασίες μαζί του. Επίσημη συνεργασία δεν είναι μόνον η ανάθεση διευθυντικού ρόλου, αλλά και άλλες όπως π.χ. η ανάθεση της σκηνοθεσίας έργων που ανεβάζει το Εθνικό Θέατρο, η ανάθεση πρωταγωνιστικού του ρόλου ως ηθοποιού κ.ο.κ.
Μία μάλιστα συνεργασία του ως σκηνοθέτη του Εθνικού Θεάτρου πέρυσι το καλοκαίρι με πρωταγωνίστρια την πρώην υπουργό πολιτισμού κα Κονιόρδου στον πρωταγωνιστικό ρόλο (Πέρσες) απέσπασε διθυραμβικές κριτικές. Εάν συνεπώς όλοι αυτοί οι προηγούμενοι συνεργάτες του ήξεραν για τα γεγονότα αυτά και για τα το ατομικό ποιόν του κ. Λιγνάδη και δεν μίλησαν, και δεν ενημέρωσαν την καινούργια υπουργό, τότε είναι αυτοί που συγκάλυψαν.
Συνεπώς, απ’ όσο μπορώ να εξάγω λογικό συμπέρασμα, εκ των πραγμάτων η κ. υπουργός δεν φέρεται να έχει υποπέσει σε κάποια πλημμέλεια, πολιτική ή άλλη, για την τοποθέτηση του κ. Λιγνάδη στην θέση του καλλιτεχνικού διευθυντού του Εθνικού. Το αντίθετο μάλιστα.
Για να έρθουμε και στα πρόσφατα, περί της δήθεν συγκάλυψης εκ μέρους της κ. Μενδώνη του κ. Λιγνάδη κ.λ.π. Υπάρχουν δυστυχώς πολλοί στη χώρα μας οι οποίοι, όχι δεν εννοούν ούτε δεν θέλουν, αλλά κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν ότι ένας υπουργός πρέπει να ενεργεί θεσμικά. Δεν μπορεί να πετά κάποιον από κάποια δημόσια θέση επειδή έτσι άκουσε ή επειδή έτσι ήθελε, ή επειδή έτσι οι άλλοι ήθελαν, αλλά για λόγους προβλεπόμενους, νόμιμους, αντικειμενικούς και στοιχειοθετημένους. Και η κ. Μενδώνη προς τιμήν της αυτό ακριβώς έκανε.
Κινήθηκε θεσμικά και προσεκτικά και όταν οι, φοβερές πράγματι, καταγγελίες έγιναν επώνυμες και ήρθαν ενώπιον των αρμοδίων εισαγγελικών αρχών, προέβη στις κατάλληλες κινήσεις ώστε να απομακρυνθεί άμεσα το εν λόγω άτομο από τα καθήκοντά του και να κατατεθεί σχετική μηνυτήρια αναφορά στον εισαγγελέα με όλα τα στοιχεία που το αφορούν. Πολύ περισσότερο καθ’ όσον οι καταγγελίες δεν αφορούσαν παρανομίες και εγκλήματα σχετικά με την υπηρεσία, γι’ αυτό άλλωστε δεν παραγγέλθηκε σχετική ΕΔΕ για το θέμα, αλλά αποκλειστικά με την ιδιωτική ζωή του ατόμου.
Δεν βλέπω συνεπώς στην όλη υπόθεση να έχει κάπου ασκήσει πλημμελώς τα καθήκοντά της ή κάπου να έχει παρανομήσει η κ. Μενδώνη. Όπως θα είχε πράξει εάν από την πρώτη στιγμή, υπείκουσα στις διαθέσεις του συρμού και του κοινού, έσπευδε, όπως δεν είχε τέτοιο δικαίωμα, να απολύσει τον άνθρωπο αυτόν αμέσως με την κυκλοφορία των πρώτων φημών, παραβιάζοντας το τεκμήριο αθωότητάς του και τα προσωπικά του δεδομένα, και ενώ ακόμα δεν είχε κληθεί καν από τη Δικαιοσύνη, βυθίζοντας κι αυτή τα νύχια της σε αίμα ανθρώπινο (έστω και ενδεχομένως ποινικά κολάσιμο), χωρίς να γνωρίζει (και να γνωρίζουμε) περί τίνος ακριβώς πρόκειται.
Και τότε οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι θα έσπευδαν ασμένως να την κατηγορήσουν ακριβώς για τα αντίθετα απ’ ό,τι την κατηγορούν σήμερα. Θα είχαν κατακλύσει τα κανάλια και τα μπλογκς, θα είχαν μαζέψει υπογραφές εναντίον της, θα είχαν κάνει επιτροπές διαμαρτυρίας, οι γνωστοί και μη εξαιρετέοι πανεπιστημιακοί θα είχαν φτιάξει λίστες με τα δεκάδες… ελαφρύγδουπα ονοματεπώνυμά τους… και δεν συμμαζεύεται.
Ουαί υμίν γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, που από όλα τα κακά της υπόθεσης, που δεν είναι λίγα ούτε ελαφριά, βρήκατε να στοχοποιήσετε μία – επιτέλους- υποδειγματική και υπεύθυνη συμπεριφορά δημόσιου λειτουργού!
Αλλά τότε γιατί όλα αυτά; Απλώς διότι κάποιοι από τους διαμαρτυρόμενους, οι της συνολικής αντιπολίτευσης, νομίζουν ότι βρήκαν επιτέλους την ευκαιρία που εδώ και ενάμιση χρόνο περίμεναν, προσπαθώντας να κάνουν την Μενδώνη, σινδόνη για να τυλίξουν και να πλήξουν τον πρωθυπουργό, αφού όλες οι άλλες προσπάθειές τους μέχρι σήμερα δεν ευοδώθηκαν.
Άλλοι πάλι, οι κάθε είδους αγανακτισμένοι και εθισμένοι, επειδή προφανώς δεν μπορούν να συγχωρήσουν στην κ. Μενδώνη το ότι τους στέρησε μια ακόμα σκηνή, επίσημη αυτή λόγω της ιδιότητάς της, με σεξ και βία.
Κι από κοντά και τα δεξιότερα στοιχεία της Ν.Δ. που δεν συγχωρούν ακόμα τον κ. Μητσοτάκη, το ότι αντί για τις αφεντομουτσουνάρες τους, επέλεξε να υπουργοποιήσει και να χρησιμοποιήσει επιτυχημένες στον τομέα τους προσωπικότητες από τον κεντροαριστερό χώρο, όπως τον κ. Χρυσοχοΐδη, την κ. Μενδώνη, την κ. Διαμαντοπούλου κ.λ.π.
Τέλος, και αν ακόμα η κ. Μενδώνη είχε κάποια άτυχη στιγμή ως άνθρωπος που βρέθηκε άμεσα στη δίνη των γεγονότων, όπως π.χ. οι δηλώσεις εξαπάτησης και επικινδυνότητας, και ανεξαρτήτως ουσιαστικής βασιμότητάς τους, αυτή η ανθρώπινη στιγμή δεν είναι ούτε επ’ ελάχιστο ικανή να στηρίξει σοβαρά οποιαδήποτε μομφή στο πρόσωπό της. Είναι δε αυτονόητο ότι ο δημόσιος λειτουργός κρίνεται από το έργο του συνολικά και όχι από μια ανθρωπίνως άτυχη στιγμή, η οποία δεν υπέχει καμία πολιτική ή άλλη συνέπεια.
Δυστυχώς όμως, όπως και σε προηγούμενο άρθρο επισημάναμε, ως λαός βρισκόμαστε ακόμα στο στάδιο της ψηλάφησης των αυτονόητων στη χώρα μας, παρ’ όλο που από εμάς, τους πολίτες εξαρτάται ο χρόνος που θα απαιτηθεί για να κάνουμε τα αυτονόητα κτήμα δικό μας αφ΄ ενός και αναγκαιότητα των πολιτικών μας ταγών αφ΄ετέρου. Και να προχωρήσουμε επιτέλους μπροστά, στις πραγματικές προκλήσεις του 21ου αιώνα, χάριν της δημοκρατίας μας και των παιδιών μας. Ή έστω, για Έλληνες μιλάμε, χάριν των παιδιών μας και της δημοκρατίας μας.