Όσοι μελετούν προσεκτικότερα τη νεότερή μας ιστορία εντυπωσιάζονται με την αυτούσια επανεμφάνιση πολλών προβλημάτων που έπρεπε να είχαν από παλιά επιλυθεί. Αυτή και άλλες ανωμαλίες στην κατεύθυνση μιας αυτόνομης πορείας της χώρας με όρους λαϊκής κυριαρχίας συμπορεύεται με την παράλληλη τάση να ανάγονται σε σπουδαία θέματα στην πραγματικότητα ανύπαρκτα και να αποσιωπούνται τα μεγάλα και πραγματικά.
Σπουδαία θέματα που βγήκαν στο προσκήνιο ξαφνικά από μια περίοδο απόλυτης αφωνίας είναι σήμερα η πτώχευση της χώρας, παρά την πρωτοφανή οικονομική ενίσχυση που είχε δεχτεί, και η παραγωγική της αποδυνάμωση σε βαθμό να μην καλύπτει τις διατροφικές της ανάγκες. Αντίστροφα κινητοποιούνται τακτικά οι πολίτες στα όρια του εθνικού διχασμού με ανύπαρκτες αιτίες, όπως στην περίπτωση του Μακεδονικού.
Η στάση κομμάτων και πολιτικών ηγετών να πυροδοτούν τέτοιες αντιδράσεις της κοινής γνώμης είναι απαράδεκτες σε μια υποτιθέμενη σύγχρονη και πολιτικά ώριμη χώρα. Ακόμη μεγαλύτερες είναι, όμως, οι ευθύνες όταν προέρχονται από την επιστημονική και πνευματική ηγεσία, είτε συμπράττει συνειδητά είτε ανέχεται σιωπηλά και συμπεριφέρεται αναντίστοιχα με τις περιστάσεις.
Η κοινή γνώμη έχει ευαισθητοποιηθεί τον τελευταίο χρόνο και αντιδρά διχαστικά για τη συμφωνία των Πρεσπών. Άλλοι τη χαρακτηρίζουν εθνικά επιζήμια, άλλοι προχωρούν παραπέρα να την θεωρούν εθνικά προδοτική. Ας δούμε την πραγματικότητα και είναι ευπρόσδεκτη κάθε παρέμβαση διάψευσής της από επιστημονικούς και πνευματικούς παράγοντες ή και από ενδιαφερόμενους πολιτικούς.
Ο όρος Μακεδονία και το επίθετο μακεδονικός έπαψαν να έχουν εθνική σημασία από την αυγή του Βυζαντίου. Η λεγόμενη «μακεδονική» δυναστεία προερχόταν από τη Θράκη και δεν ανάγονταν στην αρχαία Μακεδονία. Στη μακραίωνη ιστορία του Βυζαντίου, ο όρος Μακεδονία τοποθετείται μόνο στη Θράκη με προέκταση στα γεωγραφικά όρια της σημερινής Βουλγαρίας.
Η μετατροπή της λέξης από το να προσδιορίζει ελληνικό φύλλο, στο να δηλώνει διοικητική ενότητα, άσχετη με τη χώρα του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου, οφείλεται στους Βυζαντινούς και όχι σε κατακτητές ή εχθρούς των Ελλήνων. Καθόλου περίεργο δεν είναι ότι ένας όρος της ελληνικής γλώσσας μεταλλάχθηκε στην ιστορική διαδρομή.
Καθάρματα π.χ. ήταν στην αρχαιότητα αρνιά και κατσίκια που προσφέρονταν ως θυσίες στους θεούς για να συμπαρασύρουν κάποιο κακό. Σήμερα υπάρχουν λογής-λογής καθάρματα, αλλά ανάμεσά τους σπάνια θα συναντήσει κανείς να σχετίζονται με αιγοπρόβατα.
Όσοι τυχόν νομίζουν ότι τα τοπωνύμια του ελλαδικού χώρου έχουν μείνει αναλλοίωτα στην ιστορική διαδρομή 2500 χρόνων απλά δεν ξέρουν. Από την ακμή του Βυζαντίου μέχρι την πτώση του η μόνη μακεδονική Μητρόπολη στο επίκεντρο πολλών επισκοπών είχε έδρα τη Φιλιππούπολη και δυτικά της Θεσσαλονίκης δεν υπήρχε γεωγραφικός τόπος Μακεδονικός.
Το καθεστώς αυτό μετασχηματίσθηκε ακόμη εντονότερα από τους Οθωμανικούς και στους νεότερους χρόνους. Όποιοι αρνούνται πως χρησιμοποιούν την εθνική σημασία παραπλανητικά για να διχάσουν τους πολίτες, δεν έχουν παρά να δεσμευθούν ότι θα αποκλείσουν κάθε συζήτηση ένταξης της Βόρειας Μακεδονίας στην Ε.Ε. χωρίς τροποποίηση της συνθήκης που υπογράφτηκε. Δεν υπάρχουν δικαιολογίες για την αποφυγή μιας τέτοιας δέσμευσης.
Ιστορική αναδρομή
Μερίδα του πνευματικού κόσμου με την Ιεραρχία της Κρήτης ανάμεσά τους, επικαλούνται τους Έλληνες μακεδονομάχους και τους αγώνες τους σαν αιτιολογικό απόρριψης της Συμφωνίας των Πρεσπών. Αλλά από την ίδια τούτη στήλη υπενθύμισε ο Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου και Βιάννου ότι οι κάτοικοι της Β. Μακεδονίας καταδιώχθηκαν στον ίδιο βαθμό με τους Έλληνες γείτονές τους από τους κομιτατζήδες βουλγαρικής προέλευσης και πρόσβλεπαν στους ομοεθνείς μας ως συμμάχους τους.
Κρίμα που ο Μητροπολίτης Ανδρέας που έγραψε ότι «αν δεν είχε συναφθεί η Συμφωνία των Πρεσπών έπρεπε να την εφεύρουμε» δεν κοινολόγησε τα ιστορικά δεδομένα στους ομόλογούς του – αντίθετα συνυπόγραψε εγκύκλιο με καταδικαστικό περιεχόμενο στο εκκλησίασμα όλης της Κρήτης.
Όσοι δεν αναγνωρίζουν σε όμορους λαούς δικαίωμα να χρησιμοποιούν τον όρο Μακεδονία και μακεδονικός, στην πραγματικότητα ζητούν αναθεώρηση της Συμφωνίας του Βουκουρεστίου του 1919, μετά τους Βαλκανικούς πολέμους. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, θέλουν να εξωθήσουν τη χώρα μας σε πόλεμο, τόσο με τους Βορειομακεδόνες όσο και με τους Βούλγαρους.
Άλλη εκδοχή δεν υπάρχει. Όπως κάποιοι, ελάχιστοι συμπολίτες μας που θεώρησαν ότι το 2013 θα γινόταν δημοψήφισμα για να ξαναγυρίσει η Κρήτη στο καθεστώς πριν την Ένωσή της. Η Ελλάδα, όπως είναι γνωστό, δεν ανέκτησε με μιας την ανεξαρτησία της με την επανάσταση του 1821, αλλά μετά από πολλούς αγώνες και πολλές συνθήκες που υπογράφτηκαν, όπως του Βουκουρεστίου για τα βόρεια σύνορά μας.
Αυτός είναι ο πραγματικός στόχος όσων αρνούνται τη Συμφωνία του Βουκουρεστίου ότι βάζουν θέμα αμφισβήτησης των βόρειων συνόρων μας, εκτός και αν ανεύθυνα υπηρετούν φτηνές κομματικές στοχεύσεις. Όσοι πιστεύουν σε πολεμικές περιπέτειες για να ικανοποιήσουν τους εθνικιστικούς τους στόχους πρέπει να έχουν την ειλικρίνεια να το διευκρινίσουν στο λαό.
Μόνο έτσι θα καταλήξει κι αυτός σε ολοκληρωμένες αποφάσεις. Με το μανδύα του πολεμοχαρή και αναθεωρητή των Συμφωνιών στις οποίες βασίζεται η κρατική μας υπόσταση μπορεί κανείς στο ελάχιστο να επιδιώκει συνεχή αναταραχή και εμφύλιο σπαραγμό στη Βόρεια Μακεδονία για να αντλήθούν οφέλη από μια σύγκρουση αλβανόφωνων και σλαβόφωνων. Δε δημιουργεί όμως όρους και προϋποθέσεις ειρηνικής συνύπαρξης μαζί τους.
Στα όρια αυτής της δόλιας συμπεριφοράς κινούνται και όσοι χρησιμοποιούν σοφιστείες για να καλύψουν την κυρίαρχα πολεμοκάπηλη στόχευσή τους. Αυτοί πχ που υποστηρίζουν ότι παραδόθηκε με τη Συμφωνία των Πρεσπών μακεδονική γλώσσα, σάμπως μιλιόταν ποτέ στην αρχαία Μακεδονία άλλη γλώσσα από την ελληνική.
Στη σημερινή κρίσιμη φάση της ιστορίας μας με τα τεράστια προβλήματα που αντιμετωπίζει ο λαός, όσοι σπρώχνουν για πολεμικές περιπέτειες, όσοι με σοφιστείες παραπλανούν τους πολίτες να μη σκέφτονται καθαρά, όσοι αγνοούν τις συνθήκες με τις οποίες πήρε υπόσταση το κράτος μας, όσοι παραβλέπουν την πρόσφατη ιστορία και παρακάμπτουν προηγούμενες μετεξελίξεις της στο Βυζάντιο για να φτάσουν πιο πίσω και να δηλώνουν αλληλεγγύη στο δωδεκάθεο της Αρχαίας Ελλάδας, δεν υπηρετούν τα πραγματικά συμφέροντα του τόπου και των κατοίκων του. Δεν επιτρέπουν να αναπτυχθούν δημιουργικά οι δεξιότητες και ο δυναμισμός του λαού μας αλλά επιλέγουν να κρατιέται δέσμιος απατηλών φαντασιώσεων.
Νίκου Λεβεντάκη, μηχανικού