Του Γιώργου Παναγιωτάκη

Ο Βικέλας είχε γεννηθεί στην Ερμούπολη της Σύρου το 1835 και πέθανε στην Αθήνα το 1908. Είναι γνωστός ως πρόσωπο αναβίωσης του αθλητικού πνεύματος και θεμελιωτής των Ολυμπιακών Αγώνων της Ελλάδας το 1896. Είχε γράψει αξιόλογα φιλολογικά και λογοτεχνικά έργα, αφήνοντας στο πέρασμά του και σημαντικό μεταφραστικό έργο. Με την ίδρυση του «Συλλόγου προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων» που είχε διατελέσει Πρόεδρος, βοήθησε αποτελεσματικά στο ανέβασμα της πνευματικής στάθμης του Ελληνισμού. Εκτός από τη λόγια παρουσία του στα ελληνικά γράμματα, αξιόλογος ήταν ο ρόλος του και η προσφορά του στα εθνικά και κοινωνικά πράγματα της εποχής του.

Το Ηράκλειο από την άλλη πλευρά είναι η πιο πνευματικά ωφελημένη πόλη της Ελλάδας, αφού την προίκισε δωρίζοντάς της την πλούσια σε περιεχόμενο και αριθμό βιβλίων πολύτιμη βιβλιοθήκη του. Η ευγενική και επωφελής αυτή χειρονομία του, αποδόθηκε από τους ειδικούς της εποχής, στην άνθηση του ενθουσιασμού, που του προκάλεσαν οι θησαυροί των τότε πρόσφατων αρχαιολογικών ανασκαφών της Κρήτης.

Ίσως σ’ αυτό να συνέτεινε και το ενδιαφέρον του για την ανεξαρτησία της Κρήτης, που είχε εκδηλώσει με σχετικές αποκαλυπτικές επιστολές του, στον αγγλικό και αμερικανικό τύπο της εποχής.

Χωρίς καθυστέρηση (1910) η τότε Μόνιμη Επιτροπή του Δήμου Ηρακλείου εμβαπτίζει τη νέα βιβλιοθήκη σε «Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου», τιμώντας έτσι τον πλούσιο δωρεοδότη της. Αναγνωρίζοντας για μια ακόμη φορά την προσφορά του Βικέλα κυκλοφόρησε τιμητικά μια σύντομη επιμελημένη  έκδοση. Έδωσε λοιπόν στη δημοσιότητα τη μελέτη του Βικέλα «Η Ελλάς προ του 1821». Λόγω της σπουδαιότητας του αποκαλυπτικού χαρακτήρα του κειμένου, είχε τύχει αλλεπάλληλων δημοσιεύσεων σε ευρωπαϊκά και ελληνικά έντυπα της εποχής. Με τον τρόπο αυτό τον τιμά και πάλι η Βικελαία συμμετέχοντας παράλληλα με την Μελέτη του στον εορτασμό των διακοσίων χρόνων της Ελληνικής Επανάστασης.

Από τη συνοπτική αυτή μελέτη αναδύεται η πραγματική αλήθεια και καθρεπτίζεται η προεπαναστατική κατάσταση, που επικρατούσε στην Ελλάδα. Καταγράφονται λοιπόν το καθεστώς των καταπιέσεων, οι διωγμοί, οι ταπεινώσεις, οι ωμότητες, οι αγώνες και οι αγωνίες του λαού, ως επακόλουθα του τουρκικού δεσποτισμού. Όπως σημειώνει ο Βικέλας στη μελέτη του αυτή «έπρεπε ή να εξισλαμισθώσιν οι νέοι υπήκοοι ή καθ’ ά το Κοράνιον προέβλεψε, να εξαγοράσωσι την ζωήν των τελούντες τον φόρον της δουλείας». Προκειμένου λοιπόν να ενημερώσει την ελληνική και διεθνή κοινή γνώμη για τα συμβαίνοντα στην Ελλάδα, συνέλεξε ως πρωτογενές υλικό τις χρήσιμες απόψεις των ξένων περιηγητών, που αποτελούν αποκαλυπτική και πολύτιμη πηγή πληροφοριών. Με το αποσπασμένο αυτό υλικό των περιηγητών, κατάλληλα επεξεργασμένο και λογοτεχνικά δοσμένο, συνέθεσε τη διαφωτιστική μελέτη του, που μεταξύ των άλλων πλουτίζει το αποθεματικό των γνώσεών μας και τροφοδοτεί το μηχανισμό της μνήμης μας.

Η δυναστική αυτή καταπίεση είχε πυροδοτήσει και τον πόθο της ελευθερίας. Και όπως λέει ο ίδιος, «το Έθνος ολόκληρον, ως ίππος δάκνων τον χαλινόν, εκαραδόκει την ευκαιρίαν προς απόσυρσιν του ζυγού». Ενδεικτικά αποσπούμε λίγες χαρακτηριστικές περιπτώσεις από τις σελίδες της μελέτης, σχετικά με την τουρκική καταπιεστική τακτική. Το χαράτσι ήταν τριών κλάσεων. «Τελευταία δε ήτο η των παίδων από δεκατετραετούς ηλικίας και κάτω, υποβαλλομένων και τούτων εις πληρωμήν τριών γροσίων. Εις μεν τας πόλεις οι παίδες εφορολογούντο από ηλικίας οκτώ, εις δε τας εξοχάς από πέντε ετών. Προς εξακρίβωσιν της ηλικίας, οι εισπράκτορες εμέτρων τας παιδικάς κεφαλάς διά σχοινίου επί τούτω ωρισμένου. Αλλά το μέτρον τούτο, κατά βούλησιν βραχυνόμενον, εδικαίου πάντοτε τον εισπράκτορα εις τας μετά των γονέων προκυπτούσας περί ηλικίας διενέξεις».

Η διαφορά των υποτελών ραγιάδων από τους Τούρκους έπρεπε να είναι εμφανής ακόμα και στο χρωματισμό των σπιτιών όπως μας λέει. «Δεν τους επετρέπετο να χρωματίζωσιν τας οικίας των εκτός δια χρωμάτων σκαιών. Επί ποινή θανάτου απηγορεύετο η χρήσις των χρωματισμών δι’ ων οι Τούρκοι εκόσμουν τας ιδίας οικίας. Τοις ήτο επίσης απηγορευμένον να ενδύωνται άλλως ή δι’ υφασμάτων ευτελών ωρισμένου χρωματισμού. Ωρισμένον επίσης ήτο το χρώμα των εμβάδων και του περί το φέσιον σαρικίου δι’ εκάστην φυλήν: άλλο δια τους Έλληνας, άλλο δια τους Αρμενίους, άλλο δια τους Ιουδαίους…».

Η τυραννική και απάνθρωπη συμπεριφορά των Τούρκων δεν ήταν φυσικά διαφορετική για την Κρήτη, όπου μεταξύ των άλλων σημειώνεται στη μελέτη.  «Εις Χανία της Κρήτης (εν έτει 1780) τοις απηγορεύθη επί δύο μήνας να διανυκτερεύωσιν εις τας εντός των τοιχών οικίας των, διότι ο Επίσκοπος απετόλμησε να εισέλθη έφιππος εις την πόλιν, δικαίωμα εις μόνον τους Αρχιεπισκόπους παρεχόμενον. Οι ραγιάδες ώφειλον να αφιππεύσωσι άμα συναντούντες Τούρκον καθ’ οδόν και να περιμένωσι ταπεινώς παρά την οδόν ιστάμενοι την διάβασίν των». Στους  αγώνες αυτούς και τις θυσίες των τέκνων της «οφείλει η νέα Ελλάς την τιμήν ότι εισήλθεν εκ νέου εις την χορείαν των εθνών, περιβεβλημένη τον στέφανον της νίκης και την αίγλην νέας δόξης», όπως τελειώνοντας λέει ο ίδιος.

Εξαιρετική όμως τιμή προσέδωσε στη Βικελαία Βιβλιοθήκη ο πανεπιστημιακός καθηγητής κ. Κώστας Ανδρουλιδάκης, που είχε επωμισθεί την επιμέλεια της έκδοσης. Με την πλούσια επιλογική του παρουσία, τις σημειώσεις και διευκρινίσεις κατά περίπτωση, έκανε ακόμα πιο ευχάριστο και απολαυστικό το περιεχόμενο του βιβλίου, με τον ιστορικό και εθνικό του χαρακτήρα.

Δεν διέλαθε ασφαλώς της προσοχής του ο πλούτος της Βικελαίας σε βιβλία και ο πλούτος των γνώσεων των ανθρώπων, που την υπηρετούν. Θα πρέπει ακόμα να μη μας διαφεύγει το γεγονός ότι εκτός από τον εμπλουτισμό της σε βιβλία, διαθέτει πλήρες αρχείο των ανεπιθύμητων κατακτητών της Κρήτης, που χρονολογείται από το 1270 μέχρι την τελευταία γερμανική κατοχή.

*Ο Γ. Παναγιωτάκης είναι Συγγραφέας-ιστορικός ερευνητής