Το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία διοργανώνει  το τρέχον έτος (2022) εκδηλώσεις μνήμης αφιερωμένες στη συμπλήρωση εκατό (100) ετών από της Μικρασιατικής Καταστροφής (1922). Στα πλαίσια αυτού του αφιερώματος εντάσσεται η αναφορά μας στη δράση και στο μαρτύριο του φωτισμένου ιεράρχη και θρησκευτικού ηγέτη της Ιωνίας Χρυσοστόμου Καλαφάτη (1867-1922).

Ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος, όπως έμεινε στην ιστορική μνήμη, ήταν γέννημα θρέμμα της Ιωνίας, γεννημένος το 1867 στα Τρίγλια της Βιθυνίας. Το 1897 και μετά τις θεολογικές του σπουδές στη Χάλκη  διορίστηκε Μεγάλος Πρωτοσύγκελλος στο Φανάρι με έντονη δραστηριότητα.

Το 1902 εκλέγεται Μητροπολίτης της τουρκοκρατούμενης ακόμη Δράμας, όπου αντιμετωπίζει με ιδιαίτερο σθένος την τρομοκρατική δράση του βουλγαρικού κομιτάτου, τονώνει τους ολιγόψυχους, συγκρατεί τους παραπλανηθέντες και αναλαμβάνει προσωπικώς τον αγώνα κατά των Βουλγάρων οργανώνοντας σώματα Μακεδονομάχων.

Είναι εκείνος ο οποίος έσωσε την ελληνικότητα της Μακεδονίας από τον Οθωμανικό και βουλγαρικό κίνδυνο.  Ανεγείρει μεγαλοπρεπή μητροπολιτικό ναό, σχολές αρρένων και θηλέων, νοσοκομείο και γυμναστήριο, φροντίζει για την ανέγερση κατοικιών για τους καπνεργάτες, ιδρύει φιλανθρωπικά ιδρύματα (ορφανοτροφεία και γηροκομεία).  Η εθνική και φιλανθρωπική δράση του ανησυχεί την τουρκική τοπική διοίκηση, η οποία με παρέμβαση στην Κωνσταντινούπολη επιτυγχάνει το 1907 την ανάκλησή του στο Πατριαρχείο.

 

 

Με τη συνταγματική αλλαγή στην Τουρκία (1908) ο Χρυσόστομος επανέρχεται στη Μητρόπολή του, αλλά και πάλι οι Τούρκοι προφασιζόμενοι ότι η παρουσία του διασαλεύει την τάξη επιτυγχάνουν την εκ νέου απομάκρυνσή του. Μετά από δύο χρόνια (1910) μετατίθεται στη Μητρόπολη Σμύρνης. Έμπλεος ενθουσιασμού αφιερώνεται στο εκκλησιαστικό και εθνικό του έργο. Οργανωτικός και πεπειραμένος κάλεσε τους κοινοτικούς άρχοντες και τους υποχρέωσε να εργασθούν με ομόνοια για το κοινό εθνικό συμφέρον.

Πρωτοστατεί για την ανέγερση του μητροπολιτικού μεγάρου, ιδρύει γυμναστήριο, το γήπεδο του Πανιωνίου Συλλόγου στη Σμύρνη με όλες τις αθλητικές εγκαταστάσεις, χτίζει το Ομήρειο Παρθεναγωγείο, συντελεί στην ανοικοδόμηση της περίφημης Ευαγγελικής Σχολής, εκδίδει, για να ενισχύσει την πνευματική καθοδήγηση του κλήρου, το περιοδικό «Ιερός Πολύκαρπος», ενώ δεν αμελεί για τα καθημερινά προβλήματα του ποιμνίου του οργανώνοντας συσσίτια για τους φτωχούς και άσυλα για τους αστέγους.

Τέσσερα χρόνια μετά την εγκατάστασή του στη Σμύρνη (1914) ξεσπά ο πρώτος διωγμός εναντίον των Ελλήνων της Μικρασίας. Καταστρέφονται οι ιωνικές πόλεις Παλαιά Φώκαια, Πέργαμος, Μαινεμένη, Κρήνη και η ευρύτερη περιοχή και οι χιλιάδες χριστιανοί κάτοικοι ως πρόσφυγες αναζητούν σωτηρία και περίθαλψη στη Σμύρνη.

Ο Χρυσόστομος ως «ομηρικός ήρωας», κατά την προσωνυμία των ανταποκριτών των ευρωπαϊκών εφημερίδων, πρωτοστατεί για τη σωτηρία και την περίθαλψη των 40.000 που φθάνουν στη Σμύρνη και τη συγκέντρωση των 80.000 που είχαν διασκορπισθεί στη μικρασιατική ακτή. Εξασφαλίζει καταλύματα, οργανώνει συσσίτια, μεριμνά για την περίθαλψη των παιδιών, νοσηλεύει τους ασθενείς και φροντίζει για τη διάσωση των διωχθέντων.

Όμως δεν επαναπαύεται μόνο σε αυτά, αλλά στέλνει φωνή διαμαρτυρίας στους χριστιανικούς λαούς της Δύσης περιγράφοντας τα μαρτύρια των χριστιανών του, εξαγριώνοντας τον Τούρκο διοικητή της Σμύρνης Ραχμή βέη, ο οποίος τον απειλεί με εξορία, και σε περίπτωση ελληνικής επίθεσης θα σφάξει τους Έλληνες, θα βάλει φωτιά στη Σμύρνη για να μην την παραδώσομε, έλεγε, άθικτη, όπως ανοήτως κάναμε με τη Θεσσαλονίκη.

Απτόητος ο Χρυσόστομος ενημερώνει τους εκπροσώπους των ευρωπαϊκών πρεσβειών που έφθασαν από την Κωνσταντινούπολη και τους δείχνει τα πειστήρια της βαρβαρότητάς των Τούρκων, ακόμη και τον υπέργηρο Μητροπολίτη Κρήνης Θεόκλητο κατάκοιτο να κλαίει σε μια γωνιά της Μητρόπολης (Κ. Ποταμιάνος).

Διορατικός και ευφυής, ο ιεράρχης της ιωνικής πρωτεύουσας, με ικετευτική αναφορά, συνοδευόμενη με κατάλογο των νεκρών Φωκαέων, αναζητά τη στήριξη και την οικονομική βοήθεια της μακρινής Μασσαλίας, αποικίας από το 600 π. Χ., των αρχαίων Φωκαέων.

Η τεκμηριωμένη περιγραφική αναφορά του Χρυσοστόμου στα γαλλικά με τον τίτλο: «Les Turcs ont passe la, tout est runine et deuil» (Οι Τούρκοι πέρασαν από εδώ, όλα είναι κατεστραμμένα), συγκίνησαν το δήμο της Μασσαλίας, ο οποίος ανταποκρίθηκε στο αίτημα του Χρυσοστόμου και απέστειλε σημαντικές εισφορές σε χρήματα, είδη ρουχισμού και τρόφιμα (Σπ. Λοβέρδος).

Όλα αυτά εξαγριώνουν τους Τούρκους. Ο Ρώσος πρόξενος στη Σμύρνη, με παρέμβαση του Τούρκου διοικητή Ραχμή βέη, ανακοινώνει στο Χρυσόστομο ότι πρέπει να εγκαταλείψει τη μητρόπολή του, διαφορετικά θα απαχθεί βιαίως, ενώ αν φύγει εκουσίως ο Τούρκος θα ενεργήσει ώστε να τοποθετηθεί σε καλύτερη επαρχία.

Ο Χρυσόστομος αποκρούει τις απειλές και τις υποσχέσεις με αποτέλεσμα στις 20 Αυγούστου 1914 Τούρκοι αστυνομικοί να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν  στο σιδηροδρομικό σταθμό Σμύρνης με προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου και της εξορίας του ο Χρυσόστομος παρέμενε στην Πόλη ασχολούμενος με τη συγγραφή στη γαλλική του βιβλίου του «Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας και η Νέα Τουρκία». Το 1915

άφοβος και απτόητος με πραγματικό «χρυσοστόμειο φρόνημα» απευθύνει καυστικό υπόμνημα προς το βασιλιά Κωνσταντίνο και του ζητά να εγκαταλείψει την ουδετερότητα της χώρας με τους εξής λόγους: «Συ ει ο ερχόμενος ή έτερον προσδοκώμεν;  Απευθύνομεν το τεταραγμένον τούτο ερώτημα προς Σε τον προσδοκώμενον από τόσων αιώνων, ως τον Μεσσίαν του στενάζοντος υπό σκληροτάτην δουλείαν Γένους ημών…».

Με την υπογραφή της ανακωχής του Μούδρου (1918) ο Χρυσόστομος επανήλθε στη Μητρόπολή του, συνέχισε το εθνικό και  κοινωφελές του έργο και πέτυχε να απομακρύνει από τη θέση του τον Τούρκο διοικητή Σμύρνης στρατηγό Νουρεδίν πασά.

Κατά την, με εντολή του Βενιζέλου, απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη (2 Μαΐου 1919) ο Χρυσόστομος με δάκρυα στα μάτια, επικεφαλής του ποιμνίου του, υποδέχθηκε τα ελληνικά στρατεύματα και παρά τη σύγκρουσή του με τον αρμοστή Στεργιάδη εξακολούθησε τον αγώνα για την απελευθέρωση του Μικρασιατικού Ελληνισμού και τη συνέχιση του κοινωνικού του έργου.

«Έδωσε ώθηση στην παιδεία, έχτισε σχολεία, ιδρύματα, άσυλα, συσσίτια. Σύστησε και την ετήσια εορτή του ιερού Πολυκάρπου…» γράφει ο Σμυρνιός ζωγράφος και συγγραφέας Ν, Καρτσωνάκης-Νάκης, που τον γνώρισε από κοντά. Το όραμα της Πόλης και της Αγίας  Σοφίας φτερούγιζε στην καρδιά του.

Στο κλίμα της αγωνίας για την ενδεχόμενη καταστροφή ο γενναίος   Χρυσόστομος, μιμούμενος τον βυζαντινό Πατριάρχη Σέργιο, πρότεινε να εκποιηθούν τα τάματα, τα αφιερώματα και τα ιερά σκεύη  των ναών και τα έσοδα να διατεθούν για τον αγώνα, διότι θα τα καρπωθεί ο Κεμάλ.

Όπως και έγινε. Όταν εκδηλώθηκε η τουρκική επίθεση (13 Αυγ. 1922) και οι Έλληνες κυνηγημένοι από τους Τούρκους κατέφευγαν στη Σμύρνη ο Χρυσόστομος οργάνωσε την «Επιτροπή της Παμμικρασιαστικής Άμυνας» για την προστασία των καταδιωκόμενων.

Κι όταν όλα είχαν κριθεί και ο ελληνικός στρατός ηττημένος εγκατέλειπε την ιωνική γη ο Χρυσόστομος, παρά τις προτροπές του καθολικού αρχιεπισκόπου Σμύρνης, που του εξασφάλιζε θέση σε πλοίο που αναχωρούσε για να σωθεί, αρνείται να τον ακολουθήσει λέγοντας: «Παράδοσις του ελληνικού κλήρου αλλά και χρέος του καλού ποιμένος είναι να παραμείνει με το ποίμνιο του». Αρνήθηκε να εγκαταλείψει το λαό του τηρώντας το λόγο της Αποκάλυψης: « γίνου πιστός άχρι θανάτου και δώσω σοι τον στέφανον της ζωής».

Έτσι το πρωί της 27ης  Αυγούστου κι ενώ από το μητροπολιτικό ναό προσπαθούσε να ενθαρρύνει το ποίμνιο του ειδοποιήθηκε να μεταβεί στο φρουραρχείο για να υπογράψει προκήρυξη που καλούσε τους χριστιανούς να παραδώσουν τα όπλα και να είναι ήσυχοι. Την επομένη τελεί τη θεία λειτουργία στην Αγία Φωτεινή και βγαίνοντας, κάτωχρος από τη νηστεία και την αγρύπνια, στην Ωραία Πύλη γονατίζει, προσεύχεται και καλεί το λαό του να έχει θάρρος κι ελπίδα στο θεό. Το ίδιο βράδυ οδηγήθηκε μαζί με τους δημογέροντες της Σμύρνης στον ορκισμένο εχθρό του  στρατηγό Νουρεντίν πασά.

Ο Τούρκος δεν λησμόνησε την εξορία του και αποφάσισε να εκδικηθεί. Ύστερα από αλλεπάλληλες κλήσεις στο διοικητήριο οι Τούρκοι τον πηγαίνουν στον Στρατώνα όπου ο Νουρεντίν πασάς, αφού εξαπέλυσε εναντίον του ένα δριμύ κατηγορητήριο, του δίνει μια δυνατή σπρωξιά και τον παραδίνει στους τουρκοκρητικούς χασάπηδες, που έξαλλοι περίμεναν. «Αυτοί τον αρπάζουνε σαν πούπουλο, τον σηκώνουνε στον αγέρα, τονε μαχαιρώνουνε, το αίμα του πετιέται απάνω στα πρόσωπά τους, αυτοί με τις παλάμες τους αλείβονται από το κούτελο μέχρι το λαιμό από το ζεστό αίμα του δεσπότη.

Σε λίγα λεπτά, από χέρι σε χέρι, από μαχαιριά σε μαχαιριά, το άψυχο σώμα του  μάρτυρα κομματιασμένο βρέθηκε στην άλλη άκρη της πλατείας του Κονακιού» (Καρτσωνάκης-Νάκης), ακολουθώντας τη μοίρα του, δια πυράς μαρτυρίου στο στάδιο της Σμύρνης κατά τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, επισκόπου Πολυκάρπου (68-155).  Σύμφωνα με μαρτυρίες ξένων αυτοπτών του έβγαλαν τα μάτια με ξιφολόγχη, του έκοψαν τη γλώσσα, τα αυτιά, τα χέρια, του ξερίζωσαν τη γενειάδα, περιέφεραν το  σώμα του στις τουρκικές συνοικίες (Κ. Ποταμιάνος).

Και είναι βαθιά χαραγμένο στην παιδική μου μνήμη όταν, κάθε φορά που η Σμυρνιά γιαγιά μου (Παναγιώτα Γιάνναρη), διηγείτο την οδύσσεια του ξεριζωμού τους να αναφέρεται με συγκλονιστικές λεπτομέρειες και με δάκρυα στα  μάτια στο μαρτύριο του δεσπότη τους και να μην ξεχνά ότι με τη συμβουλευτική του προτροπή προς τον πατέρα της, να οδηγήσει και να κρύψει τις τρεις νεαρές κόρες του σε τάφους του νεκροταφείου, κατάφεραν να αποφύγουν την ατίμωση από τους αλλόφρονες Τσέτες και τελικά να σωθούν. Η επίκληση της μνημοσύνης του ήταν το μεταθανάτιο αντίδωρο για τη σωτηρία τους.

Ο Χρυσόστομος με το μαρτύριό του πέρασε στην αθανασία.  Η θανάτωση του ήταν προαποφασισμένη γιατί οι Τούρκοι δεν σχεδιάζουν αλλά προσχεδιάζουν, δεν βλέπουν αλλά προβλέπουν.   Ο Χρυσόστομος έπρεπε να φύγει από τη μέση «όχι μόνο γι’ αυτά που έπραξε αλλά γι’ αυτά που θα έπραττε…» (Καργάκος).

 

Βοηθήματα:

Ανδρέας Π. Νανάκης (Νυν Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου) «Επιπτώσεις του Μακεδονικού Αγώνα στην αρχιερατεία του Χρυσοστόμου στη Δράμα και η εκλογή του στη Μητρόπολη Σμύρνης», Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, ΙΑ΄ Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο-πρακτικά, Αθήνα 1991,σ. 135-156 )

Σ. Ι. Καργάκος, Η Μικρασιατική Εκστρατεία, Μέρος Δ΄, Αθήνα 2021

Κ. Ποταμιάνος, Το μαρτύριο του Μητροπολίτη Χρυσοστόμου, Ελληνική Αγωγή, τ. 30/1999, σ. 10

Σπυρίδων Λοβέρδος, Ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος, Αθήνα 1929, Αλεξάνδρεια 1930

Νεότερο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό, τ. 18, σ. 775

* Ο κ. Ζαχαρίας Καλοχριστιανάκης είναι  εκπαιδευτικός -συγγραφέας