Στα πλαίσια των εκδηλώσεων με την συμπλήρωση 100 ετών από την Μικρασιατική Καταστροφή, αξίζει νομίζω ν’ αναφερθεί η συνάντηση δύο παλαιών πολεμιστών, βετεράνων θα λέγαμε σήμερα, της εκστρατείας, συνάντηση που έγινε 50 χρόνια μετά, γεμάτη από έντονα συναισθήματα.

Ένας από αυτούς ήταν ο πατέρας μου. Στρατεύτηκε το 1917 σε ηλικία 21 ετών. Υπηρέτησε στο στρατό 5 χρόνια, μέχρι το 1922. Το 1921 και εν όψη της προέλασης του Ελληνικού Στρατού, πήγε και εκείνος στη Μικρά Ασία και έλαβε μέρος στην εκστρατεία προς τον Σαγγάριο για την Άγκυρα.

Χαρακτηριστικά όσα έγραφε σε κάρτες και φωτογραφίες που έστελνε.

Αλλά αρκετά με τον πρόλογο.

Το 1972 ως Γεωπόνος της Αγροτικής Τράπεζας Ηρακλείου, επισκέφθηκα τον Πύργο Μονοφατσίου. Εκεί στην πλατεία καθόταν ένας ηλικιωμένος Ιερέας, ο παπάς Δημήτριος Βελεγράκης. Όταν άκουσε το όνομά μου με ρώτησε εάν γνωρίζω έναν “Ιωάννη Βαρκαράκη”. Μόλις του είπα οτι “είναι πατέρας μου” πετάχτηκε όρθιος, μ’ αγκάλιασε αποκαλώντας με “Αντώνη παιδί μου”!

Στην πρώτη μετάβασή μου στο πατρικό μου σπίτι στον Άγιο Νικόλαο, ενημέρωσα τον πατέρα μου για την συνάντηση με τον φίλο του και εκείνος μου ζήτησε επιτακτικά να τον πάρω μαζί μου, στην επόμενη επίσκεψη στον Πύργο. Το έκανα παρά τα προβλήματα που είχε από την μεγάλη ηλικία του. Έκδηλη ήταν η συγκίνηση και των δύο όταν συναντήθηκαν. Αγκαλιάστηκαν, τα μάτια τους γέμισαν δάκρυα και η μόνη κουβέντα που είπαν ήταν «ήντα κάνεις»;

Tότε έμαθα την ιστορία τους:

Ανήκαν στην ίδια στρατιωτική μονάδα. Μαζί πολέμησαν στο Εσκί – Σεχίρ, στο Αφιόν Καραχισάρ και στον Σαγγάριο.

Και σε όλη αυτήν την περίοδο πάντα έμεναν μαζί στο ίδιο μικρό αντίσκηνο «το σκηνάκι» για 2 άτομα.

Έτσι μαζί αντιμετώπισαν τους κινδύνους του πολέμου, τις σκληρές ταλαιπωρίες της πορείας στην Αλμυρά Έρημο και εξουθενωμένοι γύρισαν στο στρατόπεδο του Μπαλ-Μαχμούτ στο Αφιόν Καραχισάρ για να ξεχειμωνιάσουν. Εκεί δέχθηκαν την επίθεση του Κεμάλ. Κατάφεραν να μην αιχμαλωτιστούν. Αμυνόμενοι έφθασαν στα παράλια της Σμύρνης και γύρισαν στην Ελλάδα.

Παρά το τραγικό τέλος της εκστρατείας στην Ασία είχαν ήσυχη τη συνείδησή τους ότι έκαναν το καθήκον τους προς την πατρίδα και με υπερηφάνεια έφεραν τον τίτλο του «Παλαιού Πολεμιστή».