Πέρασαν 12 χρόνια, πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής κρίσης στη χώρα μας. Μια κρίση, η οποία ήταν αποτέλεσμα διαφόρων λανθασμένων πολιτικών, με αποκορύφωμα τη διακυβέρνηση της Νέα Δημοκρατίας του Κώστα Καραμανλή, κατά τη διάρκεια της οποίας διπλασιάστηκε το δημόσιο χρέος, μόλις σε μια πενταετία. Γεγονός που οδήγησε στην υπογραφή του 1ου Μνημονίου, κατά την περίοδο που το ΠΑΣΟΚ ήταν κυβέρνηση.

Τότε, τα δύο κόμματα της Αντιπολίτευσης ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, αντί να λειτουργήσουν σε πλαίσιο συνεννόησης και συνεργασίας, για το κοινό καλό, στις συνθήκες αυτής της πρωτόγνωρης για τα ελληνικά δεδομένα οικονομικής κρίσης, επέλεξαν αντίθετα το δρόμο του λαϊκισμού, καθώς και άλλες πολιτικές επιλογές, οι οποίες «κόστισαν» ανεπανόρθωτα στη χώρα μας.

Στη συνέχεια, η κυβέρνηση της ΝΔ με πρωθυπουργό τον Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος μιλούσε για τα «Ζάππεια» και διέγραψε τη Ντόρα Μπακογιάννη, επειδή ψήφισε υπέρ του 1ου Μνημονίου. Ακολούθησε η διαγραφή 25 ακόμη βουλευτών, που αρνήθηκαν να ψηφίσουν το 2ο Μνημόνιο, σε καιρό της δικής της διακυβέρνησης. Η απόλυτη «κυβίστηση».

Έπειτα, κατά την συν – κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, υπό τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα. Ο κατά τους ισχυρισμούς τους, προοδευτικός πρωθυπουργός, ο οποίος αντί να επιδιώξει συνεργασία με τις προοδευτικές δυνάμεις, δηλαδή είτε με το ΠΑΣΟΚ, είτε με το ΠΟΤΑΜΙ, επέλεξε απ’ ευθείας να συγκυβερνήσει με τον Πάνο Καμμένο, γνωστό και ως «συνιστώσα του Καραμανλή». Ενώ τώρα, αναζητά «σωσίβιο», επιδιώκοντας συνεργασία με το ΚΙΝΑΛ.

Ως πρωθυπουργός, ο Αλέξης Τσίπρας, υποστήριζε συνεχώς στις εξαγγελίες του, ότι θα καταργούσε τα Μνημόνια με την ψήφιση σχετικού άρθρου, το οποίο θα ακολουθούσε του δημοψηφίσματος, που προκήρυξε η κυβέρνησή του. Ένα δημοψήφισμα που άλλαξε τον ρουν της ιστορίας των δημοψηφισμάτων, όπου σε ένα εικοσιτετράωρο τα «όχι» με ένα μαγικό τρόπο μετατράπηκαν σε «ναι». Έτσι οδηγηθήκαμε στη ψήφιση του 3ου Μνημονίου.

Από την συν – κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, έχουμε να θυμόμαστε την κατάρρευση των θεσμών, το «κλείσιμο» των τραπεζών, το μεταναστευτικό κύμα, που έγινε μεταναστευτικό πρόβλημα, λόγω των κυβερνητικών αδέξιων χειρισμών, την υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης, την ανικανότητα της στην ορθή διαχείριση κρίσεων (Μάτι και Μάνδρα).

Κατά τα άλλα προβαλλόταν ως μια προοδευτική κυβέρνηση, που ωστόσο έβαλε στο στόχαστρο κάθε παραγωγική διαδικασία και το «επιχειρείν», ενώ το μόνο που πέτυχε, καθώς αυτός ήταν εξαρχής ο στόχος της, ήταν η εξαθλίωση των πολιτών και η δημιουργία ενός κοινωνικού κράτους ανέργων & επιδομάτων. Αντί να στοχεύσει στη δημιουργία προϋποθέσεων ικανών, να μειώσουν τα ποσοστά στης ανεργίας μέσα από την προσφορά εργασίας με αξιοπρεπείς συνθήκες.

Το 2019 εκλέχτηκε να  κυβερνήσει τη χώρα μας, το κόμμα της ΝΔ, υπό τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη. Μια κυβέρνηση των «αρίστων και του επιτελικού κράτους». Μια κυβέρνηση – σύμφωνα μα τα λεγόμενα του κου Μητσοτάκη – με κεντρώο προφίλ. Και σήμερα έχουν υπουργοποιηθεί και αναλάβει νευραλγικά υπουργεία, όλα τα στελέχη της άλλοτε παράταξης του Καρατζαφέρη.

Η κυβέρνηση του κου Μητσοτάκη έχει αποτύχει. Το επιτελικό κράτος έχει μετατραπεί σε επιτελικό χάος. Εδώ και δύο και πλέον χρόνια, που βιώνουμε όλοι την υγειονομική αυτή πανδημία, με εξαίρεση το πρώτο κύμα, η διαχείριση της είναι λανθασμένη, με ημίμετρα και άστοχες πολιτικές αποφάσεις.

Όσο αφορά τον πολύπαθο τομέα της οικονομίας, ακόμη και τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης, προορίζονται για τα χέρια των ολίγων. Καμία διαβούλευση, καμία προσπάθεια στήριξης της τάξης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Επιπλέον, η ενεργειακή κρίση με την εκτόξευση των τιμών κάθε μορφής ενέργειας, η κατακόρυφη ανατίμηση ακόμη και προϊόντων πρώτης ανάγκης, η γενικότερη ακρίβεια, δημιουργεί μια δυσχερή κατάσταση, που πάλι οι «λίγοι» θα καταφέρουν να επιβιώσουν.

Ακόμη και το μέτρο για μείωση του ΕΝΦΙΑ, που έχει ήδη εξαγγείλει η κυβέρνηση, ευνοεί ξανά τους μεγάλους ιδιοκτήτες, αφού δεν προβλέπει αναλογική διαβάθμιση μείωσης, με βάση εισοδηματικά κριτήρια.

Αντίθετα, η μείωση του ΦΠΑ στα βασικά είδη διατροφής, όπως και η μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα, καθ’ όλη τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης, δύο μέτρα που σίγουρα θα μπορούσαν να επιφέρουν κάποια οικονομική ελάφρυνση στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.

Τόσο αυτή η κυβέρνηση, όσο και η προηγούμενη σημείωσαν μια από τις μεγαλύτερες αποτυχίες τους, στη διαχείριση κρίσεων (καλοκαιρινές φωτιές και Αττική Οδός).

Βρισκόμαστε λοιπόν τώρα σε ένα πολιτικό στίβο, με την κυβέρνηση της ΝΔ, να αποδυναμώνεται συνεχώς, καθώς της καταλογίζουν την έλλειψη στρατηγικής και οράματος για το αύριο και από την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ με ένα παρελθόν «κακής διακυβέρνησης» και ένα παρόν ως Αξιωματική Αντιπολίτευση, χωρίς προγραμματικό λόγο.

Το ΠΑΣΟΚ, ωστόσο, παρά τα λάθη του παρελθόντος, έχει ήδη κάνει μεγάλες τομές στην κοινωνία. Αλλά και την περίοδο της κρίσης, κράτησε μια στάση ευθύνης, που του κόστισε δυσανάλογο πολιτικό κόστος.

Έχασε μεγάλες δυνάμεις, έφτασε στα όρια του αφανισμού με αποτέλεσμα οι πολιτικοί του αντίπαλοι να το θεωρούν ως κόμμα «συμπλήρωμα» και ανάλογα με τις πολιτικές του επιλογές, να το «προσαρτούν» στο ένα ή στο άλλο, από τα δύο κυρίαρχα κόμματα της Βουλής.

Πρέπει λοιπόν να ξεπεράσουμε το σύνδρομο αυτό του  κόμματος «συμπλήρωμα», να κοιτάξουμε μπροστά και με το νέο πρόεδρο Νίκο Ανδρουλάκη, να κάνουμε ξανά την παράταξή μας ισχυρή, με στόχο το καλό της χώρας.

Το ΠΑΣΟΚ επιστρέφει, η σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες της Ευρώπης επιστρέφει.

Ένα νέο ΠΑΣΟΚ, με πρωταγωνιστές τους 270.000 φίλους και μέλη, για να δημιουργήσουμε ξανά ένα κόμμα θεσμικό, συμμετοχικό, δημοκρατικό, το οποίο θα πρεσβεύει και θα υπηρετεί την αξιοκρατία, τη διαφάνεια, τους θεσμούς.

Μια σοσιαλδημοκρατία, η οποία θα «παντρέψει» την παραγωγική ανασυγκρότηση με τη δημιουργία πλούτου και τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων.

Μια σοσιαλδημοκρατία που θα δημιουργήσει και θα δώσει κίνητρα, στην μικρομεσαία επιχειρηματικότητα και αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας, σε όλους τους πολίτες.

 

*Ο Σταύρος Τζεςδάκης είναι περιφερειακός σύμβουλος νομού Ηρακλείου, μέλος της Κ.Π.Ε. του ΚΙΝΑΛ – ΠΑΣΟΚ