Διαβάζοντας το τελευταίο άρθρο του Νότη Μαυρουδή (που εκτός από διακεκριμένος συνθέτης είναι και ένας καταξιωμένος αρθρογράφος), το μάτι μου έπεσε στη φράση «η σιωπή των πόλεων»… Οι πόλεις είναι στο μυαλό μας αλληλένδετες με το συνωστισμό, την πολυκοσμία, την κίνηση και τη φασαρία. Έτσι, η φράση αυτή φαντάζει σαν «σχήμα οξύμωρο».
Όχι, όμως, πάντα. Μοιραία, στο μυαλό μου ήρθε η δραματική ταινία του σουηδού σκηνοθέτη Ίνγκμαρ Μπέργκμαν (1918-2007), με τίτλο «Η Σιωπή» (1963). Για όσους δεν έτυχε να έχουν δει ταινίες του πολυβραβευμένου αυτού σκηνοθέτη, τουλάχιστον στις περισσότερες, το σενάριο έχει τέτοια έκταση, που μπορεί να το αποστηθίσει ένας ηθοποιός μέσου βεληνεκούς, μέσα σε λίγα λεπτά· δηλ. οι διάλογοι είναι περιορισμένοι.
Στα περισσότερα έργα του, κύριο ρόλο παίζει η σιωπή και όχι ο λόγος. Κι αυτό, επειδή ο Μπέργκμαν λειτουργούσε περισσότερο με τη λήψη μιας σκηνής σε πραγματικό χρόνο, δίνοντας χώρο στη «σιωπή» και αφήνοντας το θεατή να οδηγηθεί στα δικά του συμπεράσματα.
Την τεχνική αυτή, αργότερα, ασπάσθηκε και ο επίσης διάσημος έλληνας σκηνοθέτης Θόδωρος Αγγελόπουλος.
Η ταινία αυτή είχε προκαλέσει μεγάλο σάλο και αντιδράσεις, διχάζοντας τόσο το κοινό, όσο και τη λογοκρισία, που βρέθηκε απροετοίμαστη και αμήχανη, μπροστά στην τολμηρή απεικόνιση της γυναικείας σεξουαλικότητας και στις αισθητικές προκλήσεις του σκηνοθέτη.
Η Έστερ (Ίνγκριτ Τουλίν), μεταφράστρια και σοβαρά άρρωστη, ταξιδεύει μέσα σε ένα περίπου άδειο τραίνο, μαζί με την αδελφή της, την Άννα και το δεκάχρονο ανιψιό της Γιόχαν, σε μια άγνωστη και απροσδιόριστη χώρα του βορρά. Άγνωστο από πού έρχονται, άγνωστος και ο προορισμός τους… Καμιά τους δεν καταλαβαίνει τη γλώσσα του τόπου και κανείς δεν τις καταλαβαίνει, γεγονός που επιτείνει την παρουσία της «σιωπής», στο έργο.
Το τραίνο θα σταματήσει και οι τρεις πρωταγωνιστές θα κατέβουν και θα καταλύσουν σε ένα σχεδόν άδειο ξενοδοχείο. Μέσα στην αποχαυνωτική ατμόσφαιρα του καυτού καλοκαιριού και στους άδειους χώρους του ξενοδοχείου, η «Σιωπή» δημιουργεί μια υπογείως εκρηκτική ατμόσφαιρα, που γίνεται πιο έντονη, από την περίεργη και περίπλοκη σχέση ανάμεσα στις δύο γυναίκες…
Η Έστερ μένει μόνη, έγκλειστη στο δωμάτιό της, καταφεύγοντας στο αλκοόλ, ανάμεσα στις νευρικές κρίσεις που την κατέχουν. Αντίθετα, η Άννα, γεμάτη ζωντάνια και καταπιεσμένη σεξουαλικότητα, επισκέπτεται το μπαρ, απέναντι από το ξενοδοχείο. Τελικά, γνωρίζει κάποιον άντρα, με τον οποίο αν και δεν μπορεί ν’ ανταλλάξει λέξη, κάνει έρωτα, στο δωμάτιό της, χωρίς να ξέρει, ότι ο δεκάχρονος γιος της, τους βλέπει με … απορία.
Η «Σιωπή» αφήνει το θεατή να ταλαντεύεται ανάμεσα στο όνειρο και στον εφιάλτη, καθώς προσπαθεί να εξηγήσει το μίσος που υπάρχει ανάμεσα στις δύο αδελφές και στην αδυναμία σε κάθε απόπειρα επικοινωνίας μεταξύ τους.
Η σιωπή, που κυριαρχεί επιτακτικά στη «Σιωπή», δίνει αφορμή στο θεατή να δημιουργήσει τα δικά του ερωτηματικά, τις προσωπικές του απορίες και να χαθεί στο κενό της αβεβαιότητας, καθώς δεν υπάρχει απάντηση για το ποια είναι, τελικά, η κεντρική ιδέα στο έργο του Μπέργκμαν.
Η «Σιωπή» ήταν μία τολμηρή εγκεφαλική ταινία για την εποχή της, ίσως όμως και για τους δικούς μας καιρούς, καθώς τα ερωτηματικά και οι απαντήσεις φαίνονται να πλανώνται και να χάνονται μέσα στους πολυδαίδαλους διαδρόμους και στα έρημα δωμάτια ενός σχεδόν άδειου ξενοδοχείου, σε μιαν άγνωστη χώρα με απροσδιόριστη γλώσσα.
Δικαιολογημένα, η στιχουργός Σώτια Τσώτου γράφει: «Πήγα και είδα και του Μπέργκμαν τη Σιωπή, μα δεν κατάλαβα τι ήθελε να πει» … που έγινε τραγούδι με τίτλο «Είμαι η Μαίρη», σε μουσική Αλέξη Παπαδημητρίου και ερμηνεύτηκε από τη Μαρινέλλα.
Πολλές οι αναλογίες της ταινίας του Μπέργκμαν, με την εικόνα που έχουν σήμερα πολλές πόλεις στον κόσμο, αλλά και στη χώρα μας, σε ό,τι αφορά τη γύμνια των δρόμων και τη «Σιωπή» της νύχτας. Η πανδημία, κοινή και το ίδιο απειλητική για όλους μας, οδήγησε στη λήψη μέτρων «οικειοθελούς» εγκλεισμού, που μόνο σε φανταστικές περιπτώσεις … ή σε ταινίες του Μπέργκμαν μπορεί κανείς να συναντήσει.
Μπορεί ένα έργο όπως η «Σιωπή» να εγκαταλείπει το θεατή με πολλά ερωτηματικά και να τον αφήνει ανικανοποίητο, που δεν έφτασε σε κάποιο συγκεκριμένο συμπέρασμα· όμως, το βέβαιο είναι πως το έργο είχε πολύ μεγάλη εισπρακτική επιτυχία. Στο σημείο αυτό δεν υπάρχουν ερωτηματικά…
Κι αν κανείς διερωτάται γιατί ένα τέτοιο εγκεφαλικό έργο είχε προσελκύσει τόσο κόσμο ασχέτως κοινωνικής προέλευσης, πολιτικών πεποιθήσεων, ακόμα και θρησκευτικού προσανατολισμού, από όλες τις ηλικίες… η απάντηση είναι γνωστή.
Ήταν όλοι εκεί –κυρίως- για τη σκηνή, όπου η Έστερ, μόνη στο δωμάτιό της, αφού κατέβασε μερικές γουλιές βότκας, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, ξεκουμπώνει το νυχτικό της και (ενώ ο φακός εστιάζει, πλέον, στο πρόσωπό της), ο θεατής μένει με την εντύπωση, ότι εκείνη … αυτοϊκανοποιείται!
Το ότι όλοι ήταν εκεί για αυτόν ακριβώς το λόγο (και όχι για το τι θέλει να πει με το έργο του, ο σκηνοθέτης), επιβεβαιώνεται από το γεγονός, ότι μετά από τη σκηνή αυτή, η αίθουσα –αυτομάτως- σχεδόν αδειάζει, πράγμα που δίνει την ευκαιρία στους πολυπληθείς ορθίους, να βρουν και αυτοί –επιτέλους- μια θέση…
Ποιος ξέρει, αν η σκηνή αυτή και η καταληκτική πράξη της Έστερ, ήταν αποτέλεσμα της «Σιωπής» μιας άγνωστης Πόλης και της ερημιάς των δρόμων … προσοχή, λοιπόν, μήπως οι σημερινοί, οι αυριανοί και οι μεθαυριανοί έρημοι δρόμοι, μας οδηγήσουν σε «εκ συμπαθείας» παρόμοιες καταστάσεις…
Ασχέτως με το φαινόμενο της σημερινής πανδημίας, εκεί που βρισκόμαστε σήμερα, μας οδήγησαν όλοι αυτοί που τότε έτρεξαν να δουν την ταινία … και οι απόγονοί τους, φυσικά. Προσοχή, λοιπόν!
Εγώ, πάντως, «νίπτω τας χείρας μου» … πολύ σχολαστικά και μη ρωτάτε το γιατί!!!