Στο δοκίμιό του «Η Σιωπή και ο Ποιητής» (1967), ο George Steiner σημειώνει: «Τόσο η εβραϊκή όσο και η κλασική μυθολογία, κουβαλάνε πάνω τους τ’ αχνάρια του αρχαίου φόβου. Ο γκρεμισμένος Πύργος της Βαβέλ, […], ο γδαρμένος Μαρσύας με τη φωνή του να γίνεται ο θρήνος του αίματος στον άνεμο –όλ’ αυτά, μιλούν για μια βαθιά ριζωμένη, βαθύτερα κι από την ιστορική μνήμη, αίσθηση της θαυμαστής ύβρης του ανθρώπινου λόγου […]. Με τον λόγο να έχει διαλέξει το μέγεθος και την αδυναμία της ανθρώπινης κατάστασης […], ο άνθρωπος, εξατομικευόμενος, απελευθερώνεται από τη σιωπή της ύλης […].
Ο ποιητής είναι δημιουργός νέων θεών και προστάτης των ανθρώπων […]. Με τον λόγο του, κατασκευάζει ένα μεγάλο φράγμα ενάντια στη λησμονιά, κι αχρηστεύει τα δόντια του θανάτου πάνω στις λέξεις του[…]: «πνεύμα και τέχνη και συνήθεια κι αν επικαλεστώ, να παραστήσουν δεν μπορούν αυτό που τη φαντασία ξεπερνά» -γράφει ο Δάντης Αλιγκιέρι στην Θεία Κωμωδία του. Κι εδώ, είναι υποχρεωμένος να καταφύγει στη σιγή.
Μια παράδοση ανακαλύπτει στα σύνορα της γλώσσας φως. Μια άλλη, όχι λιγότερο αρχαία ή δραστική στην ποίηση και την ποιητική μας, ανακαλύπτει μουσική.
Η αλληλοδιείσδυση ποίησης και μουσικής είναι τόσο σφιχτή, ώστε η προέλευσή τους να είναι αδιαχώριστη και συνήθως να προέρχεται ριζωμένη από έναν κοινό μύθο […]. Ο ποιητής, από τον Αρίωνα μέχρι τον Έζρα Πάουντ, είναι κατασκευαστής τραγουδιών και τραγουδιστής λέξεων.
[Εξ’ άλλου], η ποίηση τείνει προς τη μουσική, μεταβάλλεται σε μουσική όταν πετυχαίνει τη μέγιστη ένταση της ύπαρξής της. Κι αυτή η ιδέα, έχει την προφανή συνέπεια, ότι η μουσική, σε τελευταία ανάλυση, είναι ανώτερη από τη γλώσσα, και ότι λέει περισσότερα ή μιλάει περισσότερο άμεσα.
Ακριβώς επειδή ο λόγος […] είναι που κάνει τον άνθρωπο ένα ον «μοχθούσας ανησυχίας», ο λόγος δεν πρέπει να έχει φυσική ζωή, ούτε ουδέτερο άσυλο σε τόπους και σε καιρούς κτηνωδίας. Η σιωπή είναι μια εναλλακτική λύση. Όταν οι λέξεις στην πολιτεία είναι φορτωμένες βαρβαρότητα και ψέμα, τίποτα δεν μιλάει δυνατότερα από ένα άγραφο ποίημα.
«Τώρα οι Σειρήνες έχουν ένα ακόμα πιο θανάσιμο όπλο από το τραγούδι τους», έγραφε ο Κάφκα στις Αλληγορίες του, «τη σιωπή τους. Και μολονότι, κατά γενική ομολογία, κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί ποτέ, θα μπορούσαμε ωστόσο να διανοηθούμε πως ίσως και να ‘χει γλιτώσει κανείς κάποτε από το τραγούδι τους. Αλλά είναι σίγουρο πως από τη σιωπή τους δε γλίτωσε ποτέ κανείς».
Ο σύγχρονος διανοητής, ή ακόμη και ο καθημερινός, σκεπτόμενος κατά την φύση του άνθρωπος, ριγμένος καθώς είναι τόσο στη βιομέριμνα όσο και στην ανάγκη οικοδόμησης ενός προσωπικού καταφυγίου απέναντι στις αναπάντεχες δυσκολίες και τον διαρκή αγώνα για προσαρμογή, επιλέγει συχνά τη μόνωση και τη σιωπή κατά συνέπεια: ίσως και να την επιδιώκει.
Κάποιο καταφύγιο στις αναμνήσεις, κάποια ονειροπόληση σε περασμένες οικογενειακές στιγμές, κάποιες όψεις ενός ταξιδιού, μερικά ηλιοβασιλέματα… ό, τι τέλος πάντων είναι αρκετό ώστε να βοηθήσει να βγει από τον κλοιό του απαιτητικού παρόντος, που του πιέζει ασφυκτικά το στήθος -κι ούτε ανάσα δεν προφταίνει- που του βιάζει, μετουσιωμένο σε κάποιο νοσηρό πρόσωπο επί της γης, την ίδια του την ψυχή στο διάβα της για την επιθυμία ή την ανάπαυση…
Τώρα, που στην εποχή μας οι περισσότεροι άνθρωποι δεν βρίσκουν κανένα καταφύγιο στις όποιες όψεις του Αγίου Μηνά, τώρα που η ματαιότητα κυριολεκτεί μπροστά στο ανυπόφορο των γεγονότων, τι μας έμεινε δικό μας πια σε τελευταία ανάλυση; Η δυνατότητά μας, η ισχυρή δυνατότητα για σιωπή…
Είμαστε εθισμένοι στη σιωπή. Υπάρχει κάποια ανάγκη, συντρέχει άραγε κανένας λόγος για να το υπερβούμε, για να το ξεπεράσουμε;
Ο Μπάμπης Λάσκαρις είναι κοινωνικός ανθρωπολόγος, μέλος της Ελληνικής Φιλοσοφικής Εταιρείας