Βραδάκι. Του Αγίου Αντωνίου. Ο Μάρκος, νεαρός, ανύπαντρος, μοναχογιός, χτύπησε το κουδούνι και μπήκε προσεκτικά στο σπίτι του Αντώνη που γιόρταζε. Εκεί ήταν ήδη ο εξάδερφός του, ο Νικήτας, με την γυναίκα του την Χρύσα. Ο Μάρκος φορούσε μάσκα. Έδωσε το δώρο του στην οικοδέσποινα. Και αφού χαιρέτησε και ευχήθηκε δειλά, κάθισε στην άκρη και άκουγε τον εξάδερφό του τον Νικήτα που μιλούσε και αστειευόταν με τον εορτάζοντα οικοδεσπότη. Είχαν πολύ θάρρος μεταξύ τους. Πείραζαν ο ένας τον άλλο.
– Πώς περνάς , Αντώνη, τις ώρες σου στις γιορτές κλεισμένος, τώρα με τον κορονοϊό, μέσα στο σπίτι; ρώτησε ο Νικήτας.
– Μαλώνω με τη γυναίκα μου. Τι άλλο να κάνω; Εσύ μαλώνεις με τη Χρύσα;
– Ουουούχ!
Και όλοι τους έσκασαν στα γέλια.
-Μμμμ… Καλέ, μην τον ακούτε… Αστειεύεται… πετάχτηκε η Χρύσα.
Έλεγαν και άλλα τέτοια και γελούσαν
Κάποια στιγμή ο Αντώνης απευθύνθηκε στον Μάρκο.
– Βγάλε τη μάσκα σου… Γιατί την φοράς ακόμη εδώ μέσα;
– Γιατί το σωστό είναι να την φορώ. Εξάλλου εμένα δεν με ενοχλεί.
– Εσύ πώς περνάς την ώρα σου στο σπίτι, Μάρκο; ρώτησε η οικοδέσποινα, η Πελαγία, για να τον βγάλει από την αμηχανία.
-Ακούω ειδήσεις από την τηλεόραση, λύνω σταυρόλεξα… Αλλά κυρίως διαβάζω.
– Φοράς μάσκα και μέσα στο σπίτι σου; ρώτησε αστειευόμενος ο Αντώνης.
– Εκεί όχι βέβαια, απάντησε ο Μάρκος παίρνοντας ύφος σοβαρό. Εμένα πάντως μου αρέσει έξω να την φορώ . Η μάσκα, κατά κάποιο τρόπο, σου δίνει θάρρος, σε προστατεύει . Π. χ. στον δρόμο μ’ αυτήν δεν φαίνομαι ποιος ακριβώς είμαι. Δεν ντρέπομαι, δεν παθαίνω τρακ, όταν χρειαστεί να μιλήσω σε παρέα αγνώστω ν. Μερικές φορές, για παράδειγμα, για κάποιο λόγο, αποφεύγω την συνάντηση με μεγαλυτέρους μου ή με κάποιον παλιό γνωστό ή με κάποιον ανώτερό μου που κάποτε γνώριζα, και στρίβω και αλλάζω δρόμο, γιατί απλώς δεν έχω διάθεση να μιλήσω, δεν ξέρω τι να πω, τι να συζητήσω μαζί του. Όμως με τη μάσκα- θα σας φανεί παράξενο – τους συναντώ και τους μιλώ με μεγαλύτερη άνεση. Ίσως επειδή νιώθω την προστασία της μάσκας. Σαν να κρύβομαι πίσω από αυτήν. Είναι ίσως σαν το προσωπείο που φορούσαν οι αρχαίοι ηθοποιοί, για να μην παθαίνουν τρακ κατά την παράσταση. Η μάσκα, κατά κάποιο τρόπο, σε προστατεύει από την αμηχανία και την αδεξιότητα. Δεν αισθάνεσαι την συνηθισμένη συστολή, αυτό, ας πούμε, που αισθάνεται ο ερωτευμένος, όταν ξαφνικά συναντά την κοπέλα που αγαπά, και τα χάνει. Δεν ξέρω πώς σας φαίνονται εσάς αυτά… Εξάλλου τον χειμώνα η μάσκα σε ζεσταίνει…
Τα έλεγε χαμογελώντας αμήχανα, σαν εξομολόγηση σε φίλους. Οι άλλοι αισθάνθηκαν άβολα.
– Μα με τη μάσκα στο πρόσωπο, τώρα το χειμώνα, θαμπώνουν τα γυαλιά, όσοι φοράμε, θολώνει η φωνή, όταν μιλάμε, κρύβεται το … χαμόγελο, όταν συναντάμε φίλους… Εσένα αυτά δεν σε στενοχωρούν; τον ρώτησε η κυρία Πελαγία.
– Όχι. Εγώ θα εξακολουθήσω να φορώ μάσκα, με τη δική μου θέληση, όσο επιβάλλεται ή επιτρέπεται.
Παραξενεύτηκαν οι άλλοι που τον άκουσαν. Ο εξάδελφος του βέβαια τον ήξερε καλά και τον δικαιολογούσε. Η μάσκα βοηθά αυτούς που είναι εσωστρεφείς ή έχουν κάποια κοινωνική δειλία. Χαρακτηριστική είναι η αποστροφή του βλέμματος αυτών στις συναντήσεις τους με ξένους. Μάλιστα τους κυριεύει τότε και κάποια δυσχέρεια στον λόγο… Και όλα αυτά έπειτα δημιουργούν στο άτομο αρνητικές σκέψεις για τον εαυτό του… Προτιμούν την απομόνωση… «Τώρα, με τον κορονοϊό, αυτοί οι τύποι (όχι και τόσο σπάνιοι) συνήθισαν ίσως να βολεύονται φορώντας μάσκα. Όταν όμως τελειώσει η πανδημία, θα τους κακοφανεί που δεν θα την φορούν» σκεφτόταν η κυρία Πελαγία. «Τι παράξενο! Και ο Μάρκος είναι ένα τόσο ωραίο παλικάρι…».