Στη σκέψη μου και στις σελίδες του αναμνηστικού βιβλίου της ψυχής μου, έχει αποτυπωθεί μια αξέχαστη εκδήλωση, του ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΣΙΝΑΪΤΩΝ, η οποία αγγίζει τις εναπομείνασες ψυχές όλων των Ελλήνων προσφύγων της εποχής του ‘22 με τίτλο «ΚΑΠΟΙΕΣ ΑΛΛΕΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΕΣ» , από τις αλησμόνητες πατρίδες στις πρώτες γιορτές της προσφυγιάς».
Και με το νέο έτος 2022, μιας και συμπληρώνεται ένας αιώνας από την στενάχωρη εποχή εκείνη και καταχωρημένη στην ψυχή μου η αφήγηση της κ. Έφης Ψιλάκη, του κ. Μανώλη Δρακάκη όπως επίσης και τα διάφορα μικρασιάτικα μουσικά ακούσματα ΑΠΌ ΤΗΝ ΧΟΡΩΔΊΑ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΩΝ «Ο ΑΓΙΟΣ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ», που τότε ακούστηκαν, δεν με αφήνουν. Dεν με άφησαν, αλλά και ούτε θα με αφήσουν αναπαυμένο στην πολυθρόνα μου και ξαναφέρνω και ξαναζωντανεύω μέσα μου σκηνές ανθρώπων, που έζησαν στο πετσί τους την τότε τραγωδία.
Στην τότε αξέχαστη εκείνη εκδήλωση οι περιγραφές που έγιναν σχετικές με τις γιορτινές πρωτοχρονιάτικες επισκέψεις τοπικών παραγόντων στις πρώτες εστίες των ξεριζωμένων, η φιλοξενία εκ μέρους των τότε τοπικών αρχών, αλλά και η ψυχική διάθεση των προσφύγων, που πρώτη φορά βρέθηκαν τέτοιες μέρες μακριά από τις εστίες των, αποδόθηκαν παραστατικότατα ώστε ρίγη συγκίνησης διαπέρασαν τον ψυχικό κόσμο του κάθε παρευρισκόμενου ακροατή και θεατή.
Το ύφος δε της απόδοσης ήταν το πλέον αρμόζον. Και ήταν το πλέον αρμόζον, γιατί κανενός είδους φιλοφρονήσεις δεν απαλύνουν τον πόνο του άδικου ξεριζωμού των Ελλήνων της Μικρασίας.
Επίσης τα διάφορα μουσικά ακούσματα αποδόθηκαν με πολύ συγκινητικό και συναισθηματικό τρόπο, που έχουν χαραχτεί στην ψυχή μου.
Είθε οι συνθήκες να το επιτρέψουν να ζωντανέψουν πάλι τέτοιου είδους εκδηλώσεις, οι οποίες δρουν ως το κλάμα του μωρού, που ξεσηκώνει τη Μάνα να το βυζάξει για να αισθανθεί το άρωμα του κρίνου της ζωής και το μεγαλείο της μητρικής Αγάπης.
Οι εκδηλώσεις της κατηγορίας αυτής, με κεντρικούς πρωταγωνιστές την Ελληνίδα και τον Έλληνα πρόσφυγα της Μ. Ασίας:
α) προκαλούν μέγιστη συγκίνηση στους περισσοτέρους και δη στους έχοντας προγόνους Μικρασιάτες πρόσφυγες και σε εκείνους, που λόγω διαφόρων γεγονότων απόκτησαν πνευματική συγγένεια με Μικρασιάτες.
β) χαρίζουν πνευματικά δώρα χαράς και αγαλλίασης σε όλους γενικώς με την ψυχική απόλαυση της απαράμιλλης Μικρασιάτικης μουσικής.
3) Διδάσκουν τον Μικρασιατικό Ελληνικό Πολιτισμό (ήθη, έθιμα, παραδόσεις) στους απογόνους, ιδίως στους νέους και γενικά σε όλους μας, με την ιδιάζουσα ικανότητα της απόδοσης των κειμένων ή των παραστάσεων!
4) Φαντασιώνουν και μεταφέρουν νοερά τον καθένα ή τους απογόνους αυτού στα Άγια εκείνα χώματα και γιορτάζει με νοερή ανάμνηση, εκείνες τις ευτυχισμένες στιγμές, που έζησαν αγαπημένα του πρόσωπα, που σήμερα κατοικούν σε μια άλλη ξεχωριστή Ουράνια Πολιτεία. Και ακόμη…
5) Σπέρνουν τον αιώνιον αδιάβρωτον ελληνικόν καρπό, που σαν τον ρίχνει μέσα στον κήπο της ψυχής του καθενός μας, ειδικά των παιδιών, σιγομεγαλώνοντας σιγοτραγουδούμε, με ρυθμό Μικρασιάτου: Πάλι με χρόνους και καιρούς πάλι δικά μας θα ’ναι.
Προσωπικά με συνεπαίρνουν και με συγκινούν αυτές οι αναφορές ως και τα διάφορα Μικρασιάτικα Χριστο- πρωτο-χρονιάτικα μουσικά ακούσματα, φαντάζομαι και τον κάθε καθαρόαιμο Μικρασιάτη για δύο λόγους:
Ο ένας λόγος είναι ο προσωπικός παράγοντας του συναισθηματικού και ευαίσθητου εσωτερικού μου κόσμου, φέρνοντας νοερά στο μυαλό μου τις τότε καθημερινές επικρατούσες φρικτές εικόνες. Φανταστείτε έστω για μια στιγμή!
Εικόνες βασανισμών και τις σκηνές της αλλοφροσύνης, που ως πρωταγωνιστές είχαν ηλικιωμένες, ίσως και ασθενείς γυναίκες και ηλικιωμένους άνδρες, παππούδες και γιαγιάδες και μικρά παιδάκια, τα οποία ίσως δεν είχαν καταλάβει τα τεκταινόμενα, πάρα μόνον όταν έβλεπαν τις βίαιες πράξεις και συμπεριφορές προς τα ίδια και τους γονείς τους, από τους αλλόθρησκους, κοιτάζοντας με περίλυπο ύφος, χωρίς να μπορούν να αντισταθούν υλικά ή λεκτικά.
Ακόμη τις αρπαγές των περιουσιών, τις καταστροφές των ελληνικών επιχειρήσεων και καταστημάτων, τις κατακρημνίσεις σχολείων και χριστιανικών εκκλησιών και γενικά τον ευτελισμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Ας φέρει ο καθένας στη φαντασία του, έστω μία εκ των φοβερών αυτών εικόνων και θα αισθανθεί ανατριχιαστική αναστάτωση, ίσως και δίψα εμπάθειας και απογοήτευσης της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Ο δεύτερος λόγος είναι η συγκυρία της χρονικής περιόδου, η οποία συνέπεσε με την συμπλήρωση 15 χρόνων από τον θάνατο μιας προσφυγοπούλας, στη μνήμη της οποίας και αφιερώνω την παρούσα γραφή μου για τα δεκαπέντε χρόνια απουσίας της: Η μικρή Προσφυγοπούλα, η Κατίνα, τεσσάρων χρονών τότε και δεμένη με σχοινί στη μέση της πολυβασανισμένης μητέρας της, Δέσποινας, διωγμένη από τις αλησμόνητες πατρίδες της Μικρασίας και εγκαταλείπουσα μια περιουσία χρόνων, κόπων και μόχθων. Μια μάνα εξασθενημένη από τις κακουχίες, κουρασμένη από τις ταλαιπωρίες του πολύμηνου ταξιδιού, αλλά με μια καρδιά τόσο ανθεκτική, που όλοι την θαύμαζαν.
Στάθηκε στα πόδια της η μάνα αυτή, όπως στέκει ο βράχος στη ΝΤΙΑ, όπως στάθηκε και κάθε προσφυγοπούλα και κάθε πρόσφυγας. Βράχος αξιοπρέπειας, βράχος ηθικής, βράχος προσωπικότητας, βράχος εργασίας, βράχος που δεν μπόρεσαν τα τόσα δυσθεώρητα κύματα και φουρτούνες της ταλαιπωρημένης τότε ζωής να κουνήσουν.
Με την, σε οποιονδήποτε τομέα, εργασία κατόρθωσε να μεγαλώσει την Κατίνα μαζί με τα τρία άλλα παιδιά της, χωρίς ποτέ να απαιτεί αλλά και ούτε να επαιτεί από κανένα.
Πέρασε ο καιρός και τα παιδιά μεγάλωσαν, πρόκοψαν, στάθηκαν οικονομικά στα πόδια τους και άρχισαν την δική τους ζωή ο καθένας, όπως και όλοι οι πρόσφυγες του εικοσιδυό. Δίδαξαν, στάθηκαν όρθιοι στους δυνατούς βοριάδες, έκαναν καλιμέντο και σήμερα οι απόγονοί τους, τους υμνούν, τους μνημονεύουν και πάντα στη σκέψη και στην καρδιά τους υπάρχει μια φωτογραφία ενός ξεριζωμένου με μια ζωή ποιοτικής αναβάθμισης στον δρόμο που εκείνος τράβηξε!
Η μικρή Κατίνα, η ΠΡΟΣΦΥΓΟΠΟΥΛΑ, όπως την αποκαλούσαν όλοι στη γειτονιά, πληγώθηκε, έπεσε, μάτωσε, ξανάπεσε, αλλά σηκώθηκε με γερή προσπάθεια και πιάστηκε πατώντας σε στερεό έδαφος και απόκτησε τη δική της οικογένεια με τον καλοκάγαθο σύζυγό της τον κυρ-Κώστα. Δούλεψαν και οι δύο πολύ σκληρά για να θρέψουν τις τέσσερις κόρες τους.
Η κ. Κατίνα, η προσφυγοπούλα, όπως συνέχιζαν να την αποκαλούν, στάθηκε ένας βράχος ηθικής, αξιοπρέπειας, αξιοπιστίας, ευγνωμοσύνης, τιμιότητας, ειλικρίνειας ευσυνειδησίας, δικαιοσύνης και σεβασμού μέχρι το θάνατό της. Ζήσαμε μαζί με την μετέπειτα πενθερά μου την «ΚΥΡΙΑ ΚΑΤΙΝΑ» ολόκληρα 45 χρόνια, χωρίς ούτε μια στιγμή να νιώσει άβολα ο ένας απέναντι στον άλλο.
Ήταν για μένα η ΜΑΝΑ ΜΟΥ στην ξένη πόλη που βρισκόμουν, γιατί έτσι μου φερόταν, έτσι την έκλεισα μέσα στα κατάβαθα της καρδιάς μου. Είχε ρίζες ανθρωπιάς, σεβασμού και καλοσύνης, όπως είχαν και έχουν όλοι οι πρόσφυγες.
Πέρασε ο καιρός μέχρι που άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην πόλη των αγγέλων, στην χώρα των μακάρων, όπου δεν υπάρχει θλίψη, στεναγμός αλλά παραδεισένια ζωή, γιατί η Μάνα και Γιαγιά μας, μόνον εκεί πρέπει να πάει, με τις επίγειες πράξεις της.
Μέσα στις αφηγήσεις της κ. Έφης Ψιλάκη, του κ. Μανώλη Δρακάκη, στις αποδόσεις της υπέροχης Χορωδίας των Μικρασιατών, της τότε εκδήλωσης, συνάντησα στα συνετά γλυκά λόγια τους, στο ευγενικό αληθινό χαμόγελο, στη δυναμική καλοσύνη, στην μελωδικότητα και στην καθαρή απλότητα, την ΚΥΡΙΑ ΚΑΤΙΝΑ την ΠΡΟΣΦΥΓΟΠΟΥΛΑ και, ένιωσα την εσωτερική ανάγκη να αφιερώσω την γραφή μου αυτή στην ΠΡΟΣΦΥΓΟΠΟΥΛΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ σε ένα 15ετές αναμνηστικό μνημόσυνο.
Η μνήμη όλων των προσφύγων του εικοσιδυό στη σκέψη μας και στην καρδιά μας. Θυμίζει το παρελθόν το οποίο είναι φάρος, που φωτίζει το μέλλον μας.