Δυο παιδικοί φίλοι είπαν μια μέρα να πάνε μια βόλτα με τη μεγάλου κυβισμού μηχανή του ενός.

Έτσι ξεκίνησαν για το μοιραίο ταξίδι. Και το λέω μοιραίο γιατί  δεν είχαν καλά-καλά ξεκινήσει και ένα αυτοκίνητο με μεγάλη ταχύτητα  έπεσε επάνω τους κινούμενο στο αντίθετο ρεύμα.

Πετάχτηκαν σαν χαρτιά,  που τα παίρνει και τα πετά ο αέρας,  στο παρακείμενο γκρεμό.

Μετά από πολλές προσπάθειες,  κατόρθωσαν να τους μαζέψουν  και να τους πάνε στο πλησιέστερο νοσοκομείο.

Δυστυχώς διαπιστώθηκε ότι ο συνεπιβάτης φίλος  είχε χάσει τελείως το φώς του και από τα δυο μάτια

Ο οδηγός της μηχανής  με διάφορα κατάγματα και μετά από μέρες παραμονής στο νοσοκομείο πήγε στο σπίτι του, ερωτώντας συνεχώς  τι απέγινε ο καλός του φίλος και δεν   έπαψε ποτέ να ενδιαφέρεται και να στέλνει δικούς του ανθρώπους,  φίλους γνωστούς να ιδούν και να ρωτούν για το φίλο του.

Με ψυχικό κόπο και με συγκίνηση βαθειά, του ανακοίνωσαν  ότι δυστυχώς ο φίλος του,  δεν θα  μπορέσει  ποτέ να ξαναδεί το φως της ημέρας.

Η συγκίνηση βαθειά,  τα δάκρυα στα μάτια ασταμάτητα  και ένα  αδιάβατο βουνό τα ερωτηματικά στο μυαλό του:  Μήπως είμαι αιτία; Μήπως έπραξα κάτι, Μήπως παρέβηκα σήματα κυκλοφορίας; Μήπως; Μήπως; Χίλια δυο τριγύρισαν στο μυαλό του.

Ο Συνεπιβάτης  φίλος του, παρά την απώλεια της όρασής του,  ήταν ευχαριστημένος από την όλη συμπεριφορά του φίλου του και χαιρόταν όταν οι επισκέπτες Φίλοι,   του   έλεγαν  ότι ερχόταν εκ μέρους του  για να τον ανταμώσουν και να του  χαρίσουν μια στιγμή φιλικής συντροφιάς. Μετά δε από νοσηλεία  πολλών ημερών, μεταφέρθηκε,  τυφλός πλέον,  στο σπίτι του.

Όπως ήταν φυσικό οι δύο φίλοι δεν μπόρεσαν να συναντηθούν για ένα  διάστημα και μόνον δια του τηλεφώνου αντάλλασαν ωριαίες συζητήσεις. Παραδέχτηκαν και οι δύο ότι,  ο οδηγός της μηχανής,  δεν είχε καμία ευθύνη των όσων έγιναν εκείνο το απομεσήμερο, γιατί δεν οδηγούσαν ούτε υπό την επήρεια ποτού, ούτε αντικανονικά του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας.

Μετά από μερικές ημέρες,  αφού επουλώθηκαν τα διάφορα σωματικά τραύματα  ο Φίλος οδηγός  έφυγε  για να επισκεφτεί τον φίλο του,  που ήταν στο σπίτι του με σκοπό να τον πάρει για ένα απογευματινό εμψυχωτικό περίπατο, ίσως και για τη  δική του εμψύχωση και για να  θυμηθούν τα άσχημα παιχνίδια, που κάποιες στιγμές παίζει η μοίρα στη ζωή των ανθρώπων.

Ξεκίνησαν λοιπόν κρατώντας τον, αγκαζέ και πότε συζητούσαν το ένα, πότε το άλλο  θέμα,  είτε της ημέρας,  είτε της παιδικής τους ηλικίας. Κάποια στιγμή του περιπάτου οι δύο φίλοι  μεταξύ αυτών που συζητούσαν ήρθε η συζήτηση και κουβέντιασαν για τη  συμπεριφορά των ανθρώπων  που τους συμπαραστάθηκαν στις δύσκολες ώρες  που πέρασαν  και εξέφρασαν και οι δυό τους  την αγαλλίαση της ψυχής που αισθάνεται εκείνος που δέχεται τα θετικά συναισθήματα  των ανθρώπων..

Στο στενό εκείνο δρομάκι που βάδιζαν,  ο φίλος που είχε χάσει το φώς του, στάθηκε για μια στιγμή και με γελαστό πρόσωπο,  λέγει στο φίλο του:

«Καλέ μου παιδικέ μου  φίλε: «Ο φίλος τον φίλον εν κινδύνοις γιγνώσκει»

…Ό,τι κι αν μας βρήκε,

…ό,τι κι αν συνέβη εκείνο το απομεσήμερο, δεν  φέρεις καμία ευθύνη,

υπήρξα μάρτυς και  όλα τα είδα με τα μάτια μου,

σήμερα δεν σε βλέπω,

όμως για μένα έχεις μεγάλη ΑΞΙΑ…

…ό,τι κι αν συνέβη μετά  στο καθένα μας ήταν της μοίρας μας γραφτό,

…ξέρω καλά ότι  ένα αιώνιο σκοτάδι θα έχουν τα μάτια μου

…και δεν θα βλέπω τα ορατά του κόσμου,  τα πρόσωπα των συγγενών,   των φίλων και γνωστών…

…Όλα αυτά χουν περάσει κι αν θέλεις έχουν ήδη γεράσει…εκείνο  που δεν θα αφήσουμε ποτέ να περάσει αλλά και να γεράσει  είναι: «Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΦΙΛΙΑ ΜΑΣ».

…Εκείνο που  μπόρεσε η άτυχη εκείνη στιγμή να μας  πειράξει ήταν ΤΟ ΣΏΜΑ ΣΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ όμως δεν μπόρεσε,   να πειράξει την  ΚΑΛΗ ΜΑΣ ΚΑΡΔΙΑ  …Και έτσι Μόνο με την καρδιά μπορούμε να ιδούμε  καθαρά τα πράγματα που έχουν ΑΞΙΑ … γιατί αυτά δεν φαίνονται με τα μάτια».

Ο ωτακουστής  φίλος δεν μπορούσε να σταματήσει το δάκρυ των  ματιών του, μπόρεσε όμως να σφίξει στην αγκαλιά του, με όση σωματική κι ψυχική δύναμη του είχε απομείνει για αρκετά λεπτά της ώρας τον τυφλό πλέον φίλο του και με τρεμάμενη φωνή,  ακούγοντάς τον και οι περαστικοί, να φωνάζει «ΑΓΑΠΗΜΕΝΕ ΜΟΥ ΦΙΛΕ ΜΟΝΟ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΘΑ ΜΑΣ ΧΩΡΙΣΕΙ» .

Αγκαλιασμένοι όπως ήταν πήραν το δρόμο της επιστροφής και αφού  τον παρέδωσε στους γονείς του, επέστρεψε  στο σπίτι του,  με τα μάτια να τρέχουν ασταμάτητα.

Σήμερα οι δύο αχώριστοι φίλοι διαπρέπουν μαζί ως  ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ. Ο μεν κανονικά, ο δε.. με το σύστημα γραφής και ανάγνωσης των τυφλών, τη  μέθοδο Braille (Μπράιγ).

Το δίδαγμα από όλη την μυθιστορία:

Ότι  δεν πρέπει ποτέ να ξεχνούμε εκείνο για το οποίο μας πληροφορεί  ο Έλληνας  φιλόσοφος Αριστοτέλης:

«Φιλία εστί μία ψυχή εν δυσί σώμασιν ενοικουμένη».

Δηλαδή η πραγματική φιλία είναι μια ψυχή που κατοικεί σε δύο σώματα.