Σύμφωνα με ιστορικά στοιχεία, η νήσος Κύπρος κατοικείται από Έλληνες τις τελευταίες τρεις χιλιετίες. Το έτος 1571 μ.Χ. κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς και κατ’ αυτόν τον τρόπο κατέστη τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ακολούθως, το έτος 1878 η Αγγλία ανέλαβε τη διοίκηση της νήσου και ως εκ τούτου η Οθωμανική διοίκηση στην Κύπρο τερματίστηκε.

Η εν λόγω αλλαγή στη διοίκηση έλαβε χώρα βάσει αμυντικής συνθήκης η οποία υπεγράφη μεταξύ Αγγλίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την τελευταία να διατηρεί μόνον την ψιλή κυριαρχία επί της νήσου, νομικό σημείο το οποίο αναπτέρωσε τις ελπίδες της πλειοψηφίας των κατοίκων της Κύπρου για ένωση με την ελληνική επικράτεια.

Η αμυντική συνθήκη καταγγέλθηκε από την Αγγλία το έτος 1914 και το νησί περιήλθε στην κυριαρχία του βρετανικού στέμματος. Τέλος, βάσει της Συνθήκης της Λωζάννης, η νήσος Κύπρος ανακηρύχθηκε επισήμως ως αποικία του βρετανικού στέμματος, ενώ ως αποικία παρέμεινε έως το 1960.

Σημαντική καμπή στην παγκόσμια ιστορία αποτελεί η περίοδος της αποαποικιοποίησης κατά την οποία οι αποικίες διεκδίκησαν την ανεξαρτησία τους έχοντας ως νομική βάση το Άρ. 1(2) του Καταστατικού Χάρτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών το οποίο προτάσσει την αυτοδιάθεση των λαών ως πρώτιστο μέλημα του ΟΗΕ. Εντός, λοιπόν, του κινήματος της αποαποικιοποίησης ο κυπριακός λαός διεκδίκησε την αυτοδιάθεσή του.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, το 1950 διενεργήθηκε ένα -απευθυνόμενο στην ελληνοκυπριακή κοινότητα- ανεπίσημο δημοψήφισμα του οποίου το αποτέλεσμα ήταν συντριπτικά υπέρ της ένωσης με το ελληνικό κράτος. Συμπερασματικά, είχε καταστεί σαφές πως η ελληνοκυπριακή πλευρά επιθυμούσε να ασκήσει το δικαίωμα αυτοδιάθεσής μέσω της ένωσης με το ελληνικό κράτος.

Την δεκαετία του ‘50 η εκκίνηση της δράσης της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ) και η διεκδίκηση της αυτοδιάθεσης από τον κυπριακό λαό συνέπεσαν με την έξαρση του Ψυχρού Πολέμου.

Εντός αυτών των δύσκολων συνθηκών, η βρετανική διοίκηση αντιτάχθηκε στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ ούτως ώστε να μην διαταραχθούν περαιτέρω οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας. Κινούμενη σε αυτό το πλαίσιο, η Αγγλία πρόκρινε τη λύση της κρατικής ανεξαρτησίας της Κύπρου.

Στη συνέχεια, η επιλογή της ανεξαρτησίας προχώρησε μέσω των Συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου το 1959. Την ανεξαρτησία του κυπριακού κράτους συνόδευσε ένα Σύνταγμα δοτό και δύσκαμπτο το οποίο δεν ήταν προσαρμοσμένο στις ανάγκες του κυπριακού λαού ενώ εγκαθίδρυε την ύπαρξη δύο κοινοτήτων, ήτοι την ελληνοκυπριακή και την τουρκοκυπριακή.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Κυπριακή Δημοκρατία ιδρύθηκε την 16η Αυγούστου του 1960. Την ίδια ημέρα με την ανεξαρτησία απέκτησαν συνταγματική ισχύ δύο συνθήκες οι οποίες διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο αναφορικά με την πορεία του κυπριακού ζητήματος.

Η πρώτη εξ αυτών ήταν η Συνθήκη Συμμαχίας ενώ η δεύτερη και καθοριστική ήταν η Συνθήκη Εγγυήσεως. Βάσει της Συνθήκης Εγγυήσεως, η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο ορίζονταν ως εγγυήτριες δυνάμεις αναφορικά με την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα και το σεβασμό στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η παραβίαση των προνοιών της Συνθήκης Εγγυήσεως γεννούσε την υποχρέωση των εγγυητριών δυνάμεων να διαβουλεύονται μεταξύ τους.

Η μη ευδοκίμηση, όμως, των διαβουλεύσεων έδιδε το δικαίωμα σε κάθε εγγυήτρια δύναμη να αναλάβει δράση με μοναδικό σκοπό τη διατήρηση της τάξης πραγμάτων που εγκαθίδρυσε το Σύνταγμα, ενώ το δικαίωμα ανάληψης δράσης δεν συνεπαγόταν δικαίωμα ανάληψης στρατιωτικής δράσης.

Προτού ολοκληρωθούν 14 χρόνια από την ανεξαρτησία και πιο συγκεκριμένα την 14η Αυγούστου 1974, επήλθε η δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής η οποία είχε ως αποτέλεσμα την τουρκική κατοχή του βόρειου τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. 47 χρόνια αργότερα, η κατοχή δεν έχει τερματιστεί ενώ αναζητείται βιώσιμη λύση του Κυπριακού ζητήματος.

* Ο Αριστείδης Κολετζάκης είναι (απόφοιτος του Τμήματος Νομικής του δημοσίου Πανεπιστημίου Κύπρου)