Μέσα σε μια μόλις εβδομάδα είχα την ανέλπιστη τύχη να παρακολουθήσω δύο παραστάσεις όπερας του Λυρικού Θεάτρου Κρήτης, πνευματικού τέκνου του Μάνου Χριστοφακάκη, συναδέλφου Νομικού, που κυνηγά και υλοποιεί τα καλλιτεχνικά του οράματα, επίσης, πέρα από τα επαγγελματικά.

Το Λυρικό Θέατρο Κρήτης, αν κρίνω από τις δύο άψογες παραγωγές, που βίωσα, αξίζει την προσοχή μας ως ένα πολύ δημιουργικό και πολύ ζωντανό πολιτιστικό κύτταρο της περιφέρειας, που μάλλον θα το ζήλευε και η Αθήνα, για την καλλιτεχνική του ανησυχία και τις φρέσκες ιδέες.

‘Η παράσταση COSI FAN TUTTE, η πρώτη που παρακολούθησα, ευτύχησε με ένα ανέβασμα μοντέρνο και ελκυστικό, ανάλαφρο και σύγχρονο, αλλά όχι ανορθόγραφα και αναιδώς νεωτερικό, όπως το συνηθίζουν κάποιοι επαναστάτες χωρίς αιτία.

Από την άλλη πλευρά, σε μια τολμηρή κίνηση, το Λυρικό Θέατρο Κρήτης παρήγγειλε στον νεαρό συνθέτη Διονύση Παπαμήτσο την ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ, ένα πρωτότυπο έργο, βουκολικό δράμα, λίγο-πολύ κλασικής πλοκής, το οποίο ανέβηκε στο Κηποθέατρο Μάνος Χατζιδάκις την Τρίτη, 31/8/2021.

Η πολιτιστική προσφορά του Λυρικού Θεάτρου Κρήτης μέσα από την ματιά ενός Αθηναίου
Την σκηνοθεσία ανέλαβε τώρα ο ίδιος ο Μάνος Χριστοφακάκης, μαζί με τον ανδρικό πρωταγωνιστικό ρόλο. Όσο με είχε αιχμαλωτίσει η στέρεα φωνή και η επιβλητική σκηνική παρουσία του στην κωμική όπερα του Mozart, άλλο τόσο με εντυπωσίασε στην ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ με τους πιο απαιτητικούς δραματικούς τόνους της υποκριτικής του, αλλά και με την σκηνοθεσία του. Η σκηνοθεσία του Μάνου Χριστοφακάκη στην ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ σοφά πάτησε σε κλασικά και δοκιμασμένα χνάρια.

Το θέμα δεν σήκωνε νεωτερισμούς αδόκιμους, αλλά, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, έπρεπε να υιοθετηθούν ευρήματα, τα οποία και θα υποστήριζαν τις αλλεπάλληλες δραματικές κορυφώσεις και θα βοηθούσαν την αβίαστη ροή της παράστασης, κατά τρόπον ώστε ακόμη και ο πιο αρχάριος θεατής θα απολάμβανε και την δραματική πλοκή και τον βουκολικό χαρακτήρα ως τεκμήριο μιας άλλης Κρητικής ιστορικής περιόδου και νοοτροπίας ή τρόπου ζωής και την λυρική τέχνη καθ’ εαυτήν.

Κρίνοντας όχι μόνο με βάση το δικό μου κριτήριο, αλλά και με βάση το κατάμεστο θέατρο, που χειροκροτούσε όρθιο και ενθουσιασμένο στο τέλος, ο Χριστοφακάκης πέτυχε αυτό που ήθελε και αυτό που χρειαζόταν η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ για να κάνει το γκελ στο κοινό.

Υποστηρίχθηκε, βέβαια – για να το πούμε εντίμως κι αυτό – από τον πάντα εμπνευσμένο και ρηξικέλευθο θεατρικό φωτιστή, τον Αλέξανδρο Πολιτάκη που εδώ ξεπέρασε τον εαυτό του, αναλαμβάνοντας και την σκηνογραφία και υπηρετώντας δημιουργικά το σκηνοθετικό όραμα. Μινιμαλιστικό, αλλά λειτουργικό το περιβάλλον που έστησε, πολυχρωματικοί και έντονοι οι φωτισμοί του, που υπογράμμιζαν με τον τρόπο τους την πλοκή.

Δεν είναι μικρό κατόρθωμα να στήνεις ένα σκηνικό δράμα με μόνο τρεις ρόλους – γιατί τόσους είχε μόνον η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ. Με τον σπαρακτικό και συναρπαστικού ερμηνευτικού βάθους πατέρα, Γιώργο Ψαρουδάκη, όμως, και την αέρινη Ιουλία Νικίτινα, το καταφέρνεις κι αυτό ακόμα – όταν ξέρεις την τέχνη σου και όταν ξέρεις να επιλέγεις συνεργάτες!

Για τους Μουσικούς, που σήκωσαν ζωντανά τα μελωδικά βάρη της όπερας, δεν έχω δυστυχώς τα φόντα να μιλήσω, αλλά είμαι βέβαιος ότι για να επιτύχει τόσο πολλά το Λυρικό Θέατρο Κρήτης και για να έχει την απήχηση, που έχει, έχουμε να κάνουμε με μια συλλογική προσπάθεια των πιο άξιων στον τομέα τους συντελεστών.

Δικαίως, νομίζω, περιμένουμε ακόμα πολλά από τον Φορέα αυτό. Καλή αντάμωση ξανά!

* Ο Γιάννης Καρνεσιώτης είναι νομικός