Τι είναι ύπαρξη; Ύπαρξη είναι κάτι που δίνει. Κάτι που μοιράζεται κάτι. Είναι όμως και κάτι που παίρνει. Που αρπάζει. Και κάτι που ηρεμεί. Και ηρεμεί εφόσον πορεύεται και είναι σε θέση να πορεύεται στην περισσότερο αρχέγονη κατάστασή της: εκείνη που επιτρέπει στο υποκείμενο ν’ αντλήσει το ερώτημα για το «μυστήριο του Εγώ».
Αυτό προϋποθέτει μια επίμονη ποιητική διαύγεια. Προϋποθέτει ένα καλό συναίσθημα. Αλλά ένα τέτοιο συναίσθημα απαιτεί ένα κάποιο χάρισμα για να μεταδοθεί, να μεταβιβαστεί μέσα από τη γλώσσα. Τι είναι ομορφιά, τι είναι κάλλος; Υπάρχει κάποια σαφής «πνευματικότητα» στο τοπίο; Ή απλώς το υποκείμενο αποτελεί ένα ακόμη κομμάτι του; Και τότε τι είναι «πνεύμα»;
Αυτό που με παροτρύνει προς τη δράση ή την αδράνεια είναι το έθος μου. Το διαμορφωμένο μου έθος, που βαθμιαία συγκροτεί μέσα στην πορεία της ζωής μου και τον χαρακτήρα μου. Κι αυτό έχει σαν αποτέλεσμα μια προσωπική ιστορία. Όμως συνυπάρχουμε. Δεν είμαι ο μοναδικός άνθρωπος στον κόσμο. Τότε προς τι «το μυστήριο του Εγώ»;
Συνιστούν άραγε αυτά τα ερωτήματα μια πράξη ατομική; Κατά κανένα τρόπο. Συνεισφέρουν σε μια έμμεση επαφή; Αυτό το τελευταίο παραμένει ανοιχτό. Στο ερώτημα τι είναι πνεύμα, ή μάλλον πάνω σε αυτό έχουν δοθεί απαντήσεις: «πνεύμα είναι αυτό που ρωτάει».
Μια απάντηση του υπαρξισμού. Συνδέεται με την έννοια της αγωνίας. Αλλά προς τι; Προς τι η αγωνία; Μήπως το ίδιο το ερωτάν επιδέχεται κάποια εκφόρτιση; Ή μήπως ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να ζει μονίμως εν απορία;
Δεν είναι δυνατόν να σχετίζομαι μονάχα με τον εαυτό μου: αυτό συνιστά μια απορρόφηση του Εγώ από το ίδιο. Πρόκειται για ακραία μορφή αλλοτρίωσης ίσως, της οποίας τα σπάργανα ενυπάρχουν ήδη από την παιδική ηλικία.
Όμως η γλώσσα είναι για να διαμοιράζεις στοιχεία του εαυτού. Του τρόπου δηλαδή, κατά τον οποίο και μέσα από τον οποίο, υπολαμβάνεσαι τον κόσμο. Αν παραιτηθώ από τα ερωτήματά μου, είμαι αναγκασμένος να καταφύγω στη δράση. Αλλά δεν μπορώ να δρω και να διερωτώμαι ταυτόχρονα. Δεν γίνεται.
Έτσι, οφείλω να απαντήσω: ερώτημα σημαίνει να διερωτώμαι επ’ άπειρον. Αλλά το άπειρο γίνεται πεπερασμένο μόλις δοθεί μία απάντηση. Και η απόπειρα απάντησης συνιστά αυτό που λέμε προσδοκία. Και η προσδοκία παράγει μέσα μου μία διάθεση: αυτή η τελευταία «εξίσωση» δομεί και την σχέση της πνευματικότητας του έξω κόσμου με τη δική μου, της οποίας συνιστά και μία προβολή.
Όμως ανήκω στην φύση. Και στο ανθρώπινο είδος. Και νομίζω ότι εσφαλμένα θεωρούσαμε ότι η φύση οφείλει να υποτάσσεται σ’ εμάς: στην πραγματικότητα πρόκειται για μια αμοιβαία και αδιατάρακτη εγκόλπωση της ανθρωπότητας από τη φύση και της φύσης από την ανθρωπότητα.
Αυτό συνιστά και την πνευματικότητα του ανθρώπινου είδους. Ένα αδιάλειπτο ανήκειν, ένα αδιάκοπο προσλαμβάνειν. Δρούμε κατανοώντας αδιάσπαστα αυτήν την τριπλή σχέση υποκειμένου, φύσης και ανθρωπότητας.
Αλλά ας κοιτάξουμε τον ουρανό για λίγο: ας σταματήσουμε για λίγο τη βιομέριμνα. Κι ας φέρουμε στο νου μας το Θεό, σαν κληροδότημα των προγενεστέρων μας.
Στο «…Ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος…» (Εκδόσεις Πλέθρον, 2008, μτφ. Ιωάννα Αβραμίδου), ο Martin Heidegger αναλύοντας έναν στίχο του Χαίντερλιν, καταλήγει: «ο άγνωστος θεός εμφανίζεται ως άγνωστος μέσω της φανέρωσης του ουρανού. Κι αυτή η εμφάνιση είναι το μέτρο με το οποίο ο άνθρωπος μετρά τον εαυτό του».
Ο Μπάμπης Λάσκαρις είναι κοινωνικός ανθρωπολόγος, μέλος της Ελληνικής Φιλοσοφικής Εταιρείας