Η καλλίγραμμη νέα, ονόματι Πανώρια, με τις κλασικές καμπύλες, σαν αρχαιοελληνικό άγαλμα, λούζεται –γυμνή όπως πάντα- στα πεντακάθαρα νερά του ποταμού. Όταν η διαδικασία τελειώνει, ανεβαίνει πάνω σ’ ένα επίπεδο βράχο, στη μέση του ποταμού για να στεγνώσει και να σκουπιστεί. Ξαφνικά, από τη δυτική όχθη ακούγεται μια κλασική μελωδία, με συνοδεία κιθάρας. Είναι ο εκ δυσμών γείτονας, o Σιλάτο· πονηρούλης μεν, αλλά μορφωμένος, με κλασικές σπουδές και μεγάλη μουσική παιδεία. Φαίνεται να κάνει το ρομαντικό περίπατό του, τραγουδώντας μέσα στο δάσος…
Αμέσως, η νέα βάζει βιαστικά το μπουρνούζι μπροστά της, για να προφυλαχτεί, στην περίπτωση που η ματιά του Σιλάτο μπορεί να την εντοπίσει, έχοντας όμως εντελώς ακάλυπτη την πλάτη και τα οπίσθιά της… την ίδια στιγμή ακούγεται ο ήχος του αγροτικού, του γείτονα από την ανατολική όχθη, του Γκαντορέ.
Μαρσάρει μανιωδώς, φρενάρει και κάνει τετακέ, αφήνοντας να προεξέχει από τη θέση του συνοδηγού το κυνηγετικό του δίκανο, καθώς επιδιώκει να εντυπωσιάσει ή και να τρομοκρατήσει τη νέα μας.
Εκείνη, επιχειρεί να καλυφθεί με το μπουρνούζι της, έτσι ώστε να καλύψει όλόκληρο το σώμα της. Όμως, ο εξ ανατολών μυστακοφόρος γείτονας, ακινητοποιεί το όχημά του και κινεί απαγορευτικά το δάκτυλο προς τη νέα, φωνάζοντας δυνατά: «Αυτό που θέλεις να κάμεις, απαγορεύεται ρητά από τη Συμφωνία που έχουμε κάμει!
Οφείλεις να έχεις τα οπίσθιά σου αφύλακτα, λέει η Συμφωνία, με το νι και με το σίγμα. Εμείς οι δύο, πρέπει να βρεθούμε να συζητήσουμε, γι’ αυτό και για πολλά άλλα. Πάντως, ένα είναι βέβαιο.
Τίποτε δεν μπορεί να γίνει στην περιοχή, αν δεν είμαι σύμφωνος»… και με αυτά τα λόγια, έβαλε πάλι μπρος, κάνοντας επικίνδυνους ελιγμούς, και συνέχισε τις βόλτες στην ανατολική όχθη του ποταμού, ακόμη και σε σημεία που γνώριζε ότι ανήκουν στην οικογένεια της νέας…
Εννοείται ότι η κοπέλα αντιμετώπισε με ψυχραιμία και αξιοπρέπεια –σταθερά, όπως πάντα- την προκλητική στάση και τις ωμές απειλές του απρόβλεπτου, ανατολικού γείτονά της. Αφού γύρισε σπίτι και ανέφερε το συμβάν στους δικούς της, επισκέφτηκε τους κοντινούς της γείτονες και τους ενημέρωσε για την παρενόχληση που είχε από το συγχωριανό της. Οι γείτονες έδειξαν κατανόηση, την καθησύχασαν, αλλά σ’ αυτές τις περιπτώσεις, οι προϋπάρχουσες γνωριμίες και οι σχέσεις καθώς και τα συμφέροντα που έχουν δημιουργηθεί μεταξύ των συγχωριανών αμβλύνουν την ένταση των ενεργειών που πρέπει να ληφθούν…
Ο εξ ανατολών γείτονας Γκαντορέ, μέτριας μόρφωσης, αλλά με μεγάλη οικογένεια και περιουσία είναι δικτυωμένος με πολλούς από τους συγχωριανούς του. Για να καλλιεργεί τη μεγάλη περιουσία του, έχει αναπτύξει οικονομικές σχέσεις με πολλούς εμπόρους και επαγγελματίες στο χωριό, αλλά και σε γειτονικά χωριά και αρκετοί από αυτούς έχουν την αίσθηση ότι ένα μέρος της οικονομίας τους έχει σχέση και με τις προμήθειες και τις παραγγελίες, που κάνει ο Γκαντορέ.
Έτσι, αν και η συμπεριφορά του μυστακοφόρου γείτονα δεν είναι η πρέπουσα, αναγκάζονται να την παραβλέπουν, προκειμένου να μην διαταραχθούν οι πολλαπλές οικονομικές τους δοσοληψίες. Με λίγα λόγια, ο Γκαντορέ είναι το «κακό παιδί» του χωριού, που όμως οι συγχωριανοί του αναγκάζονται να τον ανέχονται, όσο δύστροπος ή απρόβλεπτος και αν είναι, προκειμένου να μην δημιουργηθούν δυσάρεστες καταστάσεις και διαταραχθούν οι οικονομικές τους σχέσεις.
Η οικογένεια της Πανώριας έχει και άλλους λόγους να είναι δυσαρεστημένη με τα λεγόμενα και τις ενέργειες του Γκαντορέ. Πέραν της παράλογης απαίτησής του, να επιμένει ότι η νέα πρέπει να έχει τα οπίσθιά της ακάλυπτα, επικαλούμενος μια παλιότερη συμφωνία, που είχαν κάμει οι δύο οικογένειες, πρόσφατα έχει προμηθευτεί και μια σειρά από μηχανήματα αιχμής, με τη βοήθεια των οποίων κάνει έρευνες για τον εντοπισμό νερού, για την άρδευση των εκτάσεών του (όπως ισχυρίζεται) ακόμα και μέσα στις εκτάσεις που ανήκουν στην οικογένεια της νέας.
Η Πανώρια και οι δικοί της, έπραξαν εκείνο που επιβάλλεται, δηλ. ανέφεραν τα περιστατικά σε φίλους και γνωστούς συγχωριανούς, ως και στον πρόεδρο του χωριού, διαμαρτυρόμενοι για την ανάρμοστη και παράνομη συμπεριφορά του Γκαντορέ και των συνεργείων του, ενώ κράτησαν μια ψύχραιμη και αξιοπρεπή στάση απέναντί του, καταγράφοντας λεπτομερώς τις παράνομες διελεύσεις των συνεργείων, του εξ ανατολών γείτονα, μέσα από την περιουσία τους.
Εννοείται ότι μέσα σ’ ένα πολιτισμένο κόσμο, όπως αυτόν που ζούμε, δεν ισχύει το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού»… αλλά και αν ίσχυε, η οικογένεια της Πανώριας δεν θα μπορούσε να αντιπαραταχθεί στον Γκαντορέ και στους μπράβους του, που εκτός των άλλων είναι οπλισμένοι «ως τα δόντια» και ζητούν αφορμή για να δημιουργήσουν επεισόδια…
Μάλιστα, με μια εξόχως αλλοπρόσαλλη ενέργεια, ο Γκαντορέ αγόρασε, πρόσφατα, (υποτίθεται, για τη διαφύλαξη της περιουσίας του) και αγέλη από 400 σκυλιά, που τους έδωσε το συνθηματικό όνομα Σ-400 (Σ=σκυλιά).
Ειδικά, αυτή η κίνηση εξόργισε τον πρόεδρο ενός άλλου μεγάλου, φιλικού χωριού, επειδή ο υποτιθέμενος «κολλητός» Γκαντορέ, αγόρασε τα 400 Σκυλιά (Σ-400), όχι από τα κυνοτροφεία του μεγάλου χωριού του (συμφέροντα, βλέπετε…), αλλά από εκτροφεία ενός μεγάλου ανταγωνιστή του. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει τον αλλοπρόσαλλο και αναξιόπιστο χαρακτήρα του Γκαντορέ και γι’ αυτό, το Δημοτικό Συμβούλιο του Μεγάλου Χωριού επέβαλε κάποιες οικονομικές κυρώσεις στον αμετανόητο ανατολίτη γείτονα…
Το μέλλον θα δείξει την πορεία των γειτονικών σχέσεων, αφού τα γεγονότα «τελούν εν εξελίξει»… και αναμένονται οι επόμενες κινήσεις του Γκαντορέ, στη γεωπολιτική σκακιέρα της περιοχής!