- Η ιστορία που θα διαβάσετε πιο κάτω είναι αληθινή. Συνέβη σε 2θέσιο δημοτικό σχολείο, οικείο σε μένα στο οποίο όμως δεν υπηρέτησα. Πότε; Δε θυμάμαι να σας πω. Τοποθετείται πάντως στα τέλη της δεκαετίας του ‘50 ή εντός της δεκαετίας του ‘60, όταν στο σχολείο αυτό υπηρετούσε ένας δάσκαλος δραστήριος και μερακλής, που έπαιζε και ωραίο βιολί και γι’ αυτό είχε αναλάβει το μάθημα της Ωδικής. Ήταν δε και καλός χορευτής.
Κάποτε βάλθηκε να μάθει στα παιδιά και εθνικούς χορούς. Ξεκίνησε με τον εύκολο κρητικό χορό, τον σιγανό, όπως τον λέμε. Καθώς γνωρίζουμε ότι η μουσική αυτού του χορού είναι σε λεγόμενες κοντυλιές και οι μαντινάδες τους τραγουδούνται σε δύο δεκαπεντασύλλαβους στίχους και όχι στους τέσσερις στίχους του χανιώτικου χορού.
Ο δάσκαλος είχε μάθει στα παιδιά, παίζοντας αυτός τις κοντυλιές στο βιολί, αυτά να τραγουδούν ένα ένα τη μαντινάδα του, τους στίχους της οποίας επανάλαμβανε όλη η τάξη χορεύοντας. Να πούμε εδώ ότι αυτά γινόντουσαν στις τέσσερις ανώτερες τάξεις του σχολείου.
Μια μέρα, ο δάσκαλος ζήτησε από τα παιδιά να μάθει το καθένα τους από τους γονείς ή τους παππούδες του μια μαντινάδα και να τις πουν στο σχολείο για να διαλέξουν τις πιο όμορφες και να τις τραγουδούν στην τάξη ή στο χορό.
Ένας μαθητής, με πολλές δυσκολίες στη μάθηση, είχε πατέρα έναν άνθρωπο φοβερά αστείο και πειραχτήρι. Όταν στην τάξη ήρθε η σειρά αυτού του παιδιού να πει τη μαντινάδα του, αυτό χαμήλωσε τα μάτια κι έμεινε αμίλητο. Ο δάσκαλος τού είπε: “Δεν πειράζει, ας πούμε, Μιχάλη.
Στο άλλο μάθημα θα μας πεις και συ τη δική σου. Αλλ’ ούτε στο δεύτερο μάθήμα μπόρεσε ο Μιχάλης να μιλήσει. Γύρισε στο σπίτι του κλαίγοντας. Και τότε ο πατέρας του, για να τον παρηγορήσει, αλλά και να πειράξει τον “τύραννο” δάσκαλο, έμαθε στο παιδί, ύστερα από μεγάλη προσπάθεια, μια μαντινάδα που ο ίδιος επινόησε.
Στο τρίτο ή τέταρτο μάθημα Ωδικής που ο δάσκαλος ξαναρώτησε τον Μιχάλη, αυτός χαρούμενος του έγνεψε καταφατικά. Του ζήτησε τότε να σηκωθεί όρθιος στο θρανίο του και να πει τη μαντινάδα του. Σηκώθηκε ο Μιχάλης και κοιτάζοντας τον δάσκαλο στα μάτια άρχισε να απαγγέλλει, ενώ στην τάξη επικρατούσε άκρα σιγή: “Πάνω στα όρη, στα βουνά, γυρίζει ‘να γαϊδούρι.
Δεν το εκαλοξάνοιξα, μα μοιάζεις σου στη μούρη!”. Βρόντηξε η τάξη από τα γέλια. Γέλασε και ο δάσκαλος που παρατήρησε: ”Μπράβο Μιχάλη, ωραία η μαντινάδα σου. Μας έκαμες να γελάσουμε όλοι! Θα την λέμε πότε πότε, για να σπάμε πλάκα. Συμφωνείτε παιδιά;”. “Ναι!” απάντησαν εκείνα.
Ύστερα, απευθυνόμενος ξανά στον Μιχάλη του είπε: “Το μεσημέρι Μιχάλη που θα πας στο σπίτι σου, να πεις στον πατέρα σου πως σου είπα ότι το μεσημέρι που θα πάω κι εγώ στο σπίτι μου, θα καλοκοιτάξω στον καθρέπτη μου, για να βεβαιωθώ! Εντάξει, Μιχάλη” Μ’ αυτά τέλειωσε ο δάσκαλος και χαμογέλασε πάλι για το αστείο του αθεόφοβου γονέα. Τα δε παιδιά του σχολείου, σαν σχόλασαν το μεσημέρι, έκαμαν τη μαντινάδα του Μιχάλη βούκινο σ’ όλο το χωριό, όπως ήταν επόμενο.
- Και τώρα ας έρθουμε στο Πεκίνο. Το εύθυμο γεγονός που ακολουθεί συνέβη σε 1θέσιο σχολείο που υπηρέτησα, όχι επί των ημερών μου αλλά των διαδόχων μου. Πρωταγωνιστής, ένας μαθητής της πέμπτης τάξης. Ας τον ονομάσουμε Γιάννη, για να μην παρεξηγηθούμε. Καλό και ήσυχο παιδί, αλλά κι αυτός με πολλές μαθησιακές δυσκολίες. Σπάνια, λέει, σήκωνε το χέρι στις απρόσωπες γνωστικές ερωτήσεις των δασκάλων του και σε κάποια μαθήματα σχεδόν ποτέ.
Μια μέρα, στο μάθημα της γεωγραφίας, τα παιδιά έμαθαν για την Κίνα. Είπαν πολλά για τη χώρα αυτή, μεταξύ των οποίων ότι οι Κινέζοι διατρέφονται κυρίως με ρύζι, ότι πρωτεύουσα της χώρας είναι το Πεκίνο κ.λπ. Ο Γιάννης ήταν παρών και άκουσε τα όσα ειπώθηκαν με ενδιαφέρον, όπως φάνηκε.
Ύστερα από επτά μέρες, πριν τα παιδιά προχωρήσουν στην επόμενη γεωγραφική ενότητα, η δασκάλα προκειμένου να ελέγξει τι έμαθαν και αφομοίωσαν οι μαθητές από το προηγούμενο μάθημα, τους έκαμε διάφορες ερωτήσεις για την Κίνα. Ο Γιάννης, αν και παρών, ήταν αμέτοχος και απών.
Κάποια στιγμή η δασκάλα ρώτησε τι είναι το Πεκίνο. Αναπάντεχα ο Γιάννης ξύπνησε και όρθιος στο θρανίο του φώναξε δυνατά: “Κυρία, κυρία” σηκώνοντας συγχρόνως και το χέρι του. Η δασκάλα παραξενεύτηκε αλλά θέλοντας να τον ικανοποιήσει, φώναξε: “Ο Γιάννης!”.
Αυτός έριξε πρώτα μια ματιά στους συμμαθητές του, σαν να ‘θελε να τους φωνάξει: “Κατέχω, μωρέ, κι εγώ”! και ύστερα απάντησε κοιτάζοντας τη δασκάλα στα μάτια: “Το Πεκίνο κυρία είναι ένα φαΐ που το τρώνε οι Κινέζοι”.
Η τάξη τράνταξε από τα γέλια, μα ο Γιάννης κοίταζε γύρω γύρω απορημένος, γιατί πίστευε πως απάντησε σωστά! Η δασκάλα διέκοψε τα γέλια λέγοντας΄”Γιατί γελάτε; Ο Γιάννης έκαμε ένα μικρό λάθος, όπως μπορεί να κάνουμε όλοι μας. Αντί να πει “πρωτεύουσα”, είπε “φαΐ”. Εντάξει παιδιά;” και το μάθημα συνεχίστηκε.
Ο Γιάννης όμως έχασε από τότε το βαφτιστικό του όνομα αλλά και το επώνυμό του. Όλοι τα ξέχασαν ακόμη και όταν μεγάλωσαν. Τον βάφτισαν “Πεκίνο”! Έτσι τον λένε και έτσι τον βρίσκεις και σήμερα αν θελήσεις να τον αναζητήσεις.
* Ο Μανώλης Ροδιτάκης είναι τ. εκπαιδευτικός και ειδικός πάρεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, πτυχιούχος Πολιτικών Επιστημών