Φέτος είναι τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Μίκη Θεοδωράκη και γιορτάζονται με εκδηλώσεις σε όλη την Ελλάδα. Εκδηλώσεις θαυμασμού και ευγνωμοσύνης για τα όσα μας πρόσφερε. Ευφυής και μεγάλος σε όλα του ο Μίκης, ακαταπόνητος και ακαταμάχητος με τη μουσική του, τον λόγο του, την πένα του, την αγωνιστική του ορμή, δεν άφησε ανεπηρέαστο κανέναν Έλληνα, ούτε εχθρό ούτε φίλο.
Στις εκδηλώσεις που γίνονται παντού αυτό τον χρόνο, πολλά και δίκαια λέγονται για τη μεγαλοσύνη του. Αν έπρεπε να το πω με δυο λόγια, θα έλεγα: «Μας ανέβασε πιο ψηλά!».
Σήμερα όμως, στο σημείωμα αυτό, θέλω να σταθώ σε μια κορυφαία του προσφορά, την οποία σήμερα θεωρούμε περίπου αυτονόητη και ότι έτσι συνέβαινε από πάντα, χωρίς όμως αυτό να είναι αλήθεια. Στο «κοσμογονικό» πάντρεμα της μεγάλης ποίησης με τη μεγάλη μουσική, που τον καρπό του ρούφηξε -σαν το νερό η διψασμένη γη- η ψυχή και το μυαλό του κάθε Έλληνα, αλλά κι έξω από τα σύνορα, η ψυχή του παγκόσμιου ανθρώπου.
Ακόμα, και κυρίως, να σταθώ στην αποκάλυψη που έκαμε στον κάθε απλό άνθρωπο -σε όλους εμάς- ότι αυτά τα υψηλά και ωραία δημιουργήματα δεν προορίζονται αποκλειστικά για μια ελίτ «μεμυημένων» ανθρώπων, αλλά ότι μπορούμε κι εμείς να τα κατανοήσουμε, να τα απολαύσουμε και να εμπνευστούμε από αυτά.
Από το 1962 που, με το δημιούργημά του, τη Μικρή Ορχήστρα Αθηνών, ξεκίνησε το εγχείρημα αυτό, νομίζω η κάθε μέρα τον δικαιώνει. Άλλαξε ο τρόπος που σκεφτόμαστε, ο τρόπος που τραγουδάμε, ο τρόπος που συγκεντρωνόμαστε για να γιορτάσουμε ή να διαμαρτυρηθούμε.
Τείνω να αποδώσω ακόμα και την ακατάσχετη τάση του Νεοέλληνα να γράφει ποίηση, σ’ αυτή τη «μαγική» πρωτοβουλία του Μίκη! Και άραγε γιατί να μην είναι έτσι; Ο φιλόσοφος και κοινωνιολόγος Χέρμπερτ Μαρκούζε, έλεγε ότι η κυρίαρχη σκέψη και η κυρίαρχη κουλτούρα, τοποθετούν ένα χωροφύλακα μέσα στη συνείδηση του κάθε πολίτη. Αλήθεια, πόσοι και πόσες φορές, μπροστά στη μεγάλη ποίηση ή στην κλασική μουσική, δεν σκεφτήκαμε ενδόμυχα, σαν πρώτη αντίδραση: «άστο, δεν είναι αυτό για ‘μένα».
Αυτόν ακριβώς τον φυτευτό χωροφύλακα, που μας λέει μέχρι πού μπορούμε ή μας επιτρέπεται, ήρθε κι έδιωξε ο Θεοδωράκης, όταν με τη θεσπέσια μουσική του έβαλε στο στόμα μας και στην καρδιά μας την ποίηση του Ρίτσου, του Ελύτη, του Σεφέρη, του Σικελιανού, του Κάλβου και τόσων άλλων μεγάλων ποιητών μας. Νοιώθουμε μια ανάταση ψυχής. Είναι αυτό που είπα και πριν: «Μας ανέβασε πιο ψηλά»!
Ας παρακολουθήσουμε τη σκέψη του Μίκη για το θέμα, μέσα από γραπτά και ομιλίες του. Μιλάει το 1982, εν όψει πρωτοβουλιών για τα πολιτιστικά που είχαν πάρει ο Ανδρέας Παπανδρέου ως πρωθυπουργός και η Μελίνα Μερκούρη ως υπουργός Πολιτισμού: «Στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα, η αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων είχε πάρει εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα.
Οι συζητήσεις δεν γίνονταν στα πρωθυπουργικά γραφεία, αλλά σε χώρους που δούλευε και μορφωνόταν ο λαός και η νεολαία. Το ερώτημα που έμπαινε τότε επιτακτικά από όλους ήταν: Υπάρχει σύγχρονος ελληνικός λαϊκός πολιτισμός; Μπορούμε να στηριχτούμε απάνω του; Τι θέλει από εμάς; Ποιο ρόλο μπορεί να παίξει στον αγώνα μας;».
Σχετικά με την τέχνη, την κουλτούρα και την κοινωνική διαστρωμάτωση, λέει: «Ο λαός -σε αντίθεση με την ιστορική του πείρα και τις κατακτήσεις του- παραμένει αδαής απαίδευτος πρωτόγονος μπροστά στα κυρίαρχα έργα της σύγχρονης συμφωνικής τέχνης, που μόνο οι μεγαλοαστοί την κατανοούν και γι’ αυτό την προωθούν και τη φιλοξενούν στα μέσα της πολιτιστικής πολιτικής που εξακολουθούν να μονοπωλούν».
Και συνεχίζει, λέγοντας ότι η μεγαλοαστική τάξη καταφέρνει να χρησιμοποιήσει την υψηλή τέχνη και κουλτούρα σαν όπλα κατά του λαού. «Όπλα αποπροσανατολισμού, πνευματικής και αισθητικής καταπίεσης με τη δημιουργία ομαδικού δέους, δηλαδή τεχνικά ομαδικού αισθήματος κατωτερότητας. Έτσι ο λαός δεν έχει παρά να προσποιείται ότι κατανοεί και θαυμάζει. Να μαϊμουδίζει μιμούμενος το κυρίαρχο ρεύμα όπως το δημιουργεί ο ελεγχόμενος αστικός τύπος και όλα τα ελεγχόμενα μαζικά μέσα διάδοσης.
Βέβαια η κυρίαρχη τάξη δεν ξεχνά τον λαό. Γι’ αυτό και του προσφέρει τη “δική του” πνευματική και καλλιτεχνική τροφή. Η μεγάλη και υψηλή τέχνη είναι για τους ελάχιστους (που και αυτοί φυσικά δεν καταλαβαίνουν τίποτα). Όμως καταλαβαίνουν καλά ένα πράγμα: ότι ο λαός θα πρέπει να χωνέψει καλά ότι υπάρχει τέχνη αλλά όχι γι’ αυτόν -έτσι ώστε να κωδικοποιείται η ταξική υποβάθμισή του και ακόμα ότι γι’ αυτόν υπάρχουν τα υποπροϊόντα της υποκουλτούρας για να θεμελιώνεται και να δικαιώνεται η πνευματική του κατωτερότητα, και επομένως η πολιτική του ικανότητα για αυτοδιάθεση και αυτοδιαχείριση να τίθεται συνεχώς εν αμφιβόλω».
Τι χρειάζεται και πώς μπορεί, λοιπόν, ο λαός να ξεπεράσει τα εμπόδια που του βάζει η κυρίαρχη τάξη; Λέει: «Η ευαισθησία και η πνευματική συνείδηση του λαού τρέφονται με “αίμα”. Και το αίμα αυτό είναι το πνευματικό έργο». Και εξηγεί παρακάτω: «Πού θα βρει λοιπόν το αίμα το πραγματικό ο λαός για να θρέψει τη σκέψη και την ψυχή του; Να λοιπόν ποιος είναι ο διπλός χαρακτήρας του λαϊκού αναγεννητικού κινήματος.
Αυτός που δίνει τροφή και αίμα στο λαό. Ο ένας είναι ο πολιτικός – ιδεολογικός. Αυτός που τον διαφωτίζει -τον εμπνέει- τον οργανώνει και τον κινητοποιεί. Ο άλλος είναι ο πολιτιστικός. Αυτός που τον θεμελιώνει, τον χτίζει, του δίνει πρόσωπο, συνείδηση και μέσα έκφρασης.
Αυτός που τον ολοκληρώνει και τον καταξιώνει σαν προσωπικότητα, άξια να κινεί τη ζωή προς τα εμπρός, άξια να δημιουργεί ιστορία. Η μελοποίηση λοιπόν της ζωντανής, της μεγάλης ποίησης έτσι ώστε να γίνεται “αίμα” για τις φλέβες του λαού, δεν είναι υπόθεση τεχνολογική αλλά πράξη ιστορική».
Διαβάζοντας αυτά, το όραμα δηλαδή του Μίκη για την κουλτούρα, που ωστόσο -όσον αφορά στην ποίηση και στη μουσική- δεν έμεινε όραμα, αλλά έγινε και παραμένει απτή πραγματικότητα, αναλογίζομαι πόσα πρέπει να γίνουν ακόμα. Πόσους Θεοδωράκηδες χρειαζόμαστε ακόμα!
Για να μας εμπνεύσουν και να μας πείσουν ότι και στη ζωγραφική και στο βιβλίο και στο θέαμα (θέατρο, κινηματογράφο, τηλεόραση) και σε κάθε έκφανση της κουλτούρας μπορούμε να βρούμε το ποιοτικό, το ωραίο, το υψηλό. Να μας πείσουν ότι κι εμείς όλοι είμαστε καθ’ όλα ικανοί να απολαύσουμε και να επωφεληθούμε από την πολιτιστική δημιουργία, η οποία (για να επαναλάβω τα λόγια του)
«Μας ολοκληρώνει, μας καταξιώνει σαν προσωπικότητες και μας κάνει άξιους να κινούμε τη ζωή προς τα εμπρός, άξιους να δημιουργούμε ιστορία». Αυτό είναι που ο μεγάλος Μίκης ονόμασε «Μαχόμενη κουλτούρα» και το οποίο παραμένει προ των οφθαλμών μας ως πεδίον δόξης λαμπρόν!
Ο Μανώλης Κουφάκης είναι δρ. μηχανικός, π. δ/ντής ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε.