Με λαχτάρα οι κοπελιές του χωριού περίμεναν να έρθει η 24η Ιουνίου που είναι η γιορτή του  Αι Γιαννιού του Προδρόμου για να γιορτάσουνε μαζί και το έθιμο του “Κλήδονα”.

Πλησιάζει η μέρα της γιορτής και τα κορίτσια στην Απάνω Γειτονιά έχουν αποφασίσει να συγκεντρωθούν στο σπίτι της Μαρίνας του Επιτροπάκη.

Έχουν βρεί και την  “πρωτογόνατη” που θα βουτίξει αποβραδίς στο κιούπι με το αμίλητο νερό του κλήδονα, τα αυτοσχέδια από φρούτα της εποχής περασμένα σε χοντρή κλωστή “κολιέ” των κοριτσιών και θα τα ανασύρει την επομένη.

Και αρχίζουν οι προετοιμασίες και η αγωνία κορυφώνεται, μέχρι να έρθει η ώρα να πιούνε το αμίλητο νερό του κλήδονα,    ή να το ρίξουν στο πηγάδι να δούν όπως λένε τον εκλεκτό της καρδιάς τους. Αποβραδίς θα γίνει μεγάλο πανηγύρι στους δρόμους σε όλες τις γειτονιές του χωριού, και θα ανάψουν οι φωτιές του Αι Γιαννιού. Θα ρίξουν μέσα να καεί το στεφάνι του Μάη που είχαν κρεμάσει την Πρωτομαγιά στο μπαλκόνι τους και έτσι θα καεί “ο κακός ο χρόνος για να έρθει ο

καλύτερος”, όπως λένε.

Επί τέλους έφτασε η παραμονή που όλοι περίμεναν. Οι φωτιές έχουν ανάψει στους δρόμους από

δεμάτια με ξερά κλήματα. Έχουν ρίξει να καούν και τα στεφάνια του Μάη, και η φλόγα από τη φωτιά “φουνάρα”, όπως την λένε όλο και δυναμώνει.

Και αρχίζουν ένας ένας οι παρευρισκόμενοι να πηδούν πάνω από τις φλόγες να τις ξεπεράσουν κατά το έθιμο. Σε κάθε πήδημα φωνάζουν δυνατά τη σχετική ευχή, “πηδώ να ξεπεράσω τον κακό το χρόνο να πάω στον καλύτερο”.

Μιά δυνατή οσμή σκορπίζεται στην ατμόσφαιρα από τα ξύλα και τους Μάηδες που καίγονται, αλλά και από τις τρίχες των ποδιών των αγοριών, ή ,τα φορέματα των κοριτσιών που καμιά φορά

καίγονται όταν η φωτιά φουντώσει τη στιγμή που την ξεπερνούν.

Από νωρίς τρέχουν τα κορίτσια ένα ένα με τις στάμνες τους, να κουβαλήσουν το αμίλητο νερό από τη βρύση της γειτονιάς, που θα το ρίξουν μέσα στο κιούπι που θα γίνει ο κλήδονας.

Τα παλικάρια στήνονται λίγο πιό μακριά από τη βρύση, σε σημείο που θα περάσουν τα κορίτσια με τις γεμάτες στάμνες τους, και με διάφορα πειράγματα,    ή, και χειρονομίες ακόμη, θα τα αναγκάσουν να μιλήσουν. Έτσι θα γυρίσουν δυό και τρείς φορές πίσω στη βρύση μέχρι να τα καταφέρουν να μην μιλήσουν και να πάνε έτσι το αμίλητο νερό.

Τελικά η Μαριάννα,    μιά έξυπνη και χαριτωμένη κοπελίτσα, με τις τσαχπινιές της τα κατάφερε να περάσει μπροστά από τα αγόρια χωρίς να μιλήσει, και έτσι η ίδια να μεταφέρει το αμίλητο νερό με τη στάμνα της.

Τα άλλα κορίτσια στο μεταξύ, ύστερα από πολλές προσπάθειες γύρισαν άπρακτα, αλλά το αμίλητο νερό που έφερε η Μαριάννα με τη στάμνα της,    είναι αρκετό για τον κλήδονα.

Η “Πρωτογόνατη”, μιά κοπέλα άγαμη, το πρώτο παιδί της οικογένειάς της, η Μαρία, έχει έρθει και έτσι αρχίζει η διαδικασία του κλήδονα.

Κι αρχίζει το πανηγύρι. Όλες μαζί λένε μιά ερωτική μαντινάδα και η πρώτη κοπέλα ,η Μαρίνα η σπιτονοικοκυρά, ξεκρεμάει το κολιέ από το λαιμό της και το δίνει στην πρωτογόνατη να το βουτήξει αφίνοντας το μέσα στο κιούπι με το αμίλητο νερό .Η ίδια διαδικασία γίνεται για κάθε κοπέλα μέχρι να τελειώσουν όλες.

Ύστερα σκεπάζουν το κιούπι με μιά καθαρή “μπόλια¨. Το κλειδώνουν δήθεν με το μεγάλο κλειδί που έχουν μαζί τους και βάζουν το κλειδί πάνω στο σκέπασμα.

Όπως είναι το παραδίδουν στη Μαρίνα να το ανεβάσει στην ταράτσα, να το αφίσει όλη τη νύχτα να το δεί το φεγγάρι, ¨να φεγγαριαστεί”, όπως λένε. Έτσι το νερό θα αποκτήσει με τη δύναμη του φεγγαριού μαγικές ιδιότητες,    όπως πιστεύουν,για να μπορούν με τη βοήθειά του να μαντέψουν το τυχερό τους.

Την επομένη μαζεύονται πάλι στο σπίτι της Μαρίνας για να ανοίξουν τον κλήδονα.

Γιά το άνοιγμα,    η Μαρία η πρωτογόνατη πέρνει το κλειδί πάνω από το κιούπι, και κάνει τη σχετική κίνηση του ξεκλειδώματος με τη συνοδεία της καθιερωμένης μαντινάδας. “Ανοίξετε τον κλήδονα στου Άι Γιαννιού τη χάρη κι όποια έχει μήλο κόκκινο να έρθει να το πάρει”. Στη συνέχεια βουτάει

το χέρι της μέσα στο κιούπι και ανασύρει το πρώτο κολιέ,    αφού έχει προηγηθεί σχετική μαντινάδα, και το παραδίδει στην κοπελιά που της ανήκει. Και συνεχίζει ύστερα να ανασύρει ένα ένα τα κολιέ με την ίδια διαδικασία.

Πολλές φορές όμως κάποιοι ασυνείδητοι νεαροί,    όταν δεν φυλάγεται η ταράτσα, ανεβαίνουν τη νύκτα και αφαιρούν τα κολιέ,  και οι πιο ασυνείδητοι ακόμη, αφοδεύουν κιόλας μέσα στο κιούπι.

Μεγάλη έκπληξη και αηδία προκαλεί αυτή η ενέργεια όταν βουτήξει μέσα στο κιούπι το χέρι της η πρωτογόνατη για να ανασύρει τα κολιέ.

Αυτό έγινε πολλές φορές αιτία να γίνουν σοβαροί καβγάδες, και έτσι οι πατεράδες ανεβαίνουν στην ταράτσα και παραμένουν όλη τη νύχτα με το δίκανο για να φυλάξουν τον κλήδονα.

Σαν τελειώσει με μαντινάδες και πειράγματα όλη η διαδικασία του κλήδονα οι κοπελιές νίβονται με το αμίλητο νερό, ή, και πίνουν απ’ αυτό, και βγαίνουν έξω στο δρόμο και αυτός που θα πρωτοπεράσει,  ή  κάποιος με το όνομά του,  θεωρούν ότι θα είναι το τυχερό τους.

Ένας καλαμπουρτζής νεαρός γείτονας ο Δημήτρης, παρακολουθούσε από το σπίτι του την όλη διαδικασία, και μόλις τα κορίτσια άνοιξαν την πόρτα για να βγούν στο δρόμο, ο πρώτος που συνάντησαν ήταν ο γάιδαρος του Δημήτρη που τον είχε αφίσει ελεύθερο να βγεί από το σπίτι του, λίγο νωρίτερα.

Μερικά κορίτσια από την παρέα,    πέρνουν το κιούπι με το νερό του κλήδονα και πηγαίνουν στο γειτονικό πηγάδι να το ρίξουν μέσα για να δούνε στο καθρέπτισμα του νερού του πηγαδιού τη φιγούρα του νέου που έχουν μέσα στην καρδιά τους.

Όπως όμως πέφτει το νερό του κλήδονα από ψηλά, ταράζεται το νερό του πηγαδιού και κυματίζει και σπάει έτσι η εικόνα που καθρεπτίζεται στην επιφάνεια του. Έτσι αυτοί που είναι από πάνω βλέπουν την ίδια τους την εικόνα όπως είναι παραμορφωμένη.  Με τη φαντασία τους όπως είναι επιρρεασμένη από τις δήθεν μαγικές ιδιότητες του νερού του κλήδονα βλέποντας το ίδιο το πρόσωπο τους στο νερό, νομίζουν ότι βλέπουν το πρόσωπο εκείνου που έχουν στο μυαλό τους.

Έτσι τελειώνει ακόμη μιά γιορτή του κλήδονα στην Απάνω Γειτονιά του χωριού. Τα κορίτσια αναχωρούν ένα ένα,    ευχαριστούν τη Μαρίνα που τα δέχτηκε στο σπιτικό της,    τη Μαρία την πρωτογόνατη που έβαλε και έβγαλε τα κολιέ τους στο νερό του κλήδονα,    και εύχονται η μιά στην άλλη,    του χρόνου ο κλήδονας να τις βρεί με ένα καλό παλικάρι δίπλα τους.

*Ο Θανάσης Τουτουδάκης είναι συν/χος διευθυντής  Οικον. Εφοριών