Τις προάλλες επισκεφθήκαμε την κυρία Μάρω. Η Μάρω είναι παράξενη γυναίκα, πολύ προληπτική. Δεν πολυήθελα επίσκεψη στο σπίτι της. Όμως η γυναίκα μου επέμενε. Γιατί την κόρη της, την Κατινούλα, την χτύπησε κάποιος στο πόδι με το ποδήλατο, και ήτανε στο νοσοκομείο. Επισκεφτήκαμε την Μάρω απόγευμα Παρασκευής.

-Καλώς τους, καλώς τους, μας άνοιξε την πόρτα χαμογελαστή. Μας κοίταζε στα πόδια, καθώς μπαίναμε.

Σαλόνι καθαρό, ευρύχωρο, περιποιημένο, όμορφα στολισμένο. Οι γυναίκες αγκαλιάστηκαν και φιληθήκανε. Καθίσαμε στον καναπέ.

-Ο Βασίλης πού είναι; ρώτησε η δική μου.

-Καλέ, στη δουλειά. Πού θα είναι τέτοια ώρα;

Ήτανε τέσσερις το απόγευμα. Βασίλης είναι ο άντρας της.

-Μα τι ήτανε πάλι αυτό! Με το ποδήλατο χτύπησε κάποιος την Κατινούλα και της έσπασε το πόδι! Με το ποδήλατο!

-Καλέ, κατέβαινε με φόρα τον κατήφορο ο μαντράχαλος. Και έπεσε επάνω στο παιδί με μεγάλη δύναμη. Καλά που δεν έπαθε κάτι σοβαρότερο… Περνούσε απέναντι εκείνη την στιγμή το παιδί. Τώρα είναι καλά. Πήγε να μείνει στο σπίτι της γιαγιάς της σήμερα.

-Όλο κακά σας βρίσκουν τελευταία: πέθανε ο πεθερός σου από κορονοϊό, τράκαρε ο Βασίλης, άρπαξε φωτιά η αποθήκη σας στο χωριό… Και τώρα η Κατινούλα…

Έσπρωξα κρυφά με τον αγκώνα μου την γυναίκα μου. Τι ήθελε και τα έλεγε αυτά σε μια προληπτική;

-Φταίει εκείνη η γουρσούζα η Χαρίκλεια… απάντησε η Μάρω.

Ας σημειωθεί ότι η Μάρω συχνά εμπιστεύεται τα μυστικά της στην γυναίκα μου. Συχνά τα λένε και από το τηλέφωνο.

-Τι εννοείς; την ρώτησα, έτσι, για να πω κι εγώ κάτι.

-Καλέ, αυτή είναι πολύ γουρσούζα… Α, πα, πα, πα! Αυτή μας έκανε φέτος ποδαρικό. Ήρθε πρωτοχρονιάτικα, στις έντεκα το πρωί, για επίσκεψη. Χτύπησε το κουδούνι και, όταν της άνοιξα, εγώ της είπα «Δεν μας επισκέφθηκε ακόμα κανείς!» Και αυτή μου απάντησε χαμογελώντας «Δεν πειράζει. Εγώ θα σας κάνω ποδαρικό». Τι να έκανα; Την δέχτηκα. Και από τότε άρχισε το κακό. Δεν είναι μόνο αυτά που είπε η γυναίκα σου. Είναι και άλλα.

Πριν από δυο εβδομάδες που ο Βασίλης πήγε στην Αθήνα, σε γιατρό, για τον προστάτη του, στο λεωφορείο, μέσα στο στριμωξίδι, του κλέψανε το πορτοφόλι. Όταν κατέβηκε το αντιλήφθηκε. «Αμάν, το πορτοφόλι μου!» φώναζε ψάχνοντας τις τσέπες του. Όμως το λεωφορείο είχε φύγει.

Ο κόσμος τον έβλεπε και γελούσε. Κι έμεινε χωρίς λεφτά! Είχε μέσα και την κάρτα αναλήψεως χρημάτων από τα ΑΤΜ! Τηλεφώνησε (ευτυχώς το κινητό του δεν του το πήρανε), τηλεφώνησε στον ξάδερφό μου – μένει στην Αθήνα – να πάει να τον πάρει και να του δανείσει και χρήματα, για να γυρίσει εδώ, στο σπίτι του… Καλέ, αυτός (εννοούσε τον άντρα της) είναι τόσο αφελής. Όρθιος κοιμάται. Καλά που δεν τον κλέψανε ολόκληρο…

-Μα πιστεύεις στο ποδαρικό; Έχεις τέτοιες προλήψεις;

-Καλέ, τι λες τώρα; Ασφαλώς! Και στο μάτιασμα, και στα κακά όνειρα… Όλα βγαίνουν. Να! Π.χ. εσείς, σήμερα. Η γυναίκα σου μπήκε μέσα με το δεξί. Το πρόσεξα. Εσύ όμως μπήκες στο σπίτι μου με το αριστερό σου πόδι…

-Τι σχέση έχει αυτό;

-Έχει! Όταν μπαίνουμε σε καινούργιο σπίτι ή την Πρωτοχρονιά ή σε πρώτη επίσκεψη μετά από την Πρωτοχρονιά σε φιλικό σπίτι, προσέχουμε «να μπούμε με το δεξί» για γούρι… Να πάει καλά ο χρόνος. Αλλιώς έχουμε γουρσουζιά. Να, εγώ έχω χάσει τη βέρα μου. Φαίνεται, μου έπεσε όταν τίναζα το σεντόνι από το μπαλκόνι. Έψαξα κάτω, αλλά δεν την βρήκα. Και τώρα φοβάμαι για το γάμο μας… Κακό σημάδι…

Και συνέχιζε, ενώ εγώ δεν πρόσεχα πια. Είχα στενοχωρηθεί πολύ. Και έσπρωχνα την γυναίκα μου στα κρυφά, να τελειώνουμε με την επίσκεψη και να φύγουμε. Σηκωθήκαμε.

-Καλέ, καθίστε ακόμη. Σε λίγο θα έρθει ο Βασίλης. Στις πέντε σχολάει…

-Θα είναι κουρασμένος. Καλύτερα να πηγαίνομε. Πείτε του χαιρετίσματα, απάντησα εγώ.

Στον δρόμο, μέσα στο αυτοκίνητο, η γυναίκα μου μουρμούριζε..

-Δεν φέρθηκες σωστά. Τι απότομο ήταν αυτό;