Ο Κυπριακός Ελληνισμός έκανε με ηρωισμό το μεγάλο του άλμα ελευθερίας τη δεκαετία του ‘50, χωρίς να φτάσει στην πλειοψηφικά ποθούμενη ένωση. Η πρώτη δεκαπενταετία ανεξάρτητου βίου υπήρξε ατυχής, γιατί και οι ευκαιρίες για υλοποίηση της ένωσης με την Ελλάδα έμειναν -σκόπιμα ίσως- αναξιοποίητες, αλλά και οι βάσεις για ένα υγιές πολιτικά και πολιτειακά ανεξάρτητο κράτος με ισότιμη συμμετοχή των δύο κοινοτήτων δεν τέθηκαν.
Ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος στράφηκε σε μια πολιτική ακροβασιών μέσα στην καρδιά του ψυχροπολεμικού σκηνικού, που μάλλον υπήρξε αιτία αποξένωσης του Αμερικανικού παράγοντα. Φτάσαμε στον τραγικό και τραυματικό 1974, από το οποίο ακόμα και σήμερα, μετά από σχεδόν μισό αιώνα δεν μπορεί να ξεφύγει η βαθιά πληγωμένη Κύπρος.
Φαίνεται να επιβεβαιώνεται η ρήση, ότι κάθε φορά που επιστρέφουμε στο Κυπριακό, είναι πια άπιαστος στόχος όσα απορρίπταμε ως ανεπαρκή την προηγούμενη φορά. Όπως ξεθώριασαν και χάθηκαν, για όσους τα είχαν, τα όνειρα για μια ένωση Ελλάδας και Κύπρου στο πλαίσιο κοινού κρατικού κορμού, σήμερα πια βλέπουμε να ξεθωριάζουν οι προοπτικές για επίλυση του ζητήματος στη βάση μιας ενιαίας Κυπριακής Δημοκρατίας.
Μετά από πολλούς γύρους συνομιλιών, μετά την απόρριψη σχεδίων επίλυσης, σήμερα περισσότερο από ποτέ φαίνεται να εξασθενίζει η πιθανότητα μιας αμοιβαία συμβιβαστικής λύσης που θα άνοιγε τον δρόμο σε κάποιας μορφής δικοινοτική συμβίωση σε ένα ενιαίο κράτος.
Δεν πρέπει να δεχθούμε αβασάνιστα κάτι τέτοιο. Όχι μόνο για τα δίκαια και τα συμφέροντα του μείζονος Ελληνισμού, αλλά και για τον ίδιο τον ταλαιπωρημένο λαό της Κύπρου, Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους από κοινού. Οι δύο κοινότητες, παρά την χρόνια αμοιβαία επιφυλακτικότητα και τις μεγάλες περιπέτειες και αντιθέσεις, θέλουν κατά πλειοψηφία να ζήσουν σε ένα ενιαίο, σύγχρονο και θεσμικά θωρακισμένο ευρωπαϊκό κράτος με άξονα την κοινή προκοπή.
Ασφαλώς μπορεί αρκετοί να ελπίζουν ότι μια de jure διχοτομημένη Κύπρος είναι προτιμότερη. Για ποιον και με ποιους όρους; Μόνο μια επεκτατική Τουρκία θα είχε κέρδος. Οι ηγεσίες των δύο κοινοτήτων έχουν ιστορικές ευθύνες, στις οποίες διαχρονικά ως τώρα δεν έχουν αρθεί. Όλοι οι παράγοντες που έχουν λόγο θα παρακαθίσουν στο τραπέζι της άτυπης πενταμερούς διάσκεψης που επίκειται. Θέλουν όμως όλοι να λειτουργήσουν εποικοδομητικά;
Η διεθνής κοινότητα έχει λόγους να επιθυμεί την διεύρυνση του περιβάλλοντος ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο -που εγγυάται μια ενιαία Κυπριακή Δημοκρατία-μέλος της ΕΕ. Όσο όμως και αν ο διεθνής παράγοντας ασμένως θα υποδεχόταν μια τέτοια ιδεώδη λύση, είναι εξαιρετικά αμφίβολο πόσο προτίθεται να πιέσει ουσιαστικά προς αυτή την κατεύθυνση. Αυτό ισχύει εμφατικά για την εγγυήτρια Βρετανία, που στο κατώφλι της μετα-Brexit εποχής επιθυμεί διακαώς μια προνομιακή σχέση με την Τουρκία.
Η Ελλάδα έχει σταθερά προσανατολιστεί στην υποστήριξη της διαχείρισης που γίνεται από την κυπριακή κυβέρνηση, όχι χωρίς συγκυριακές δολιχοδρομίες στο παρελθόν. Είναι σαφές ότι υπάρχει ένα λειτουργικό πλαίσιο συνεργασίας, αμφότερες οι πλευρές προσπαθούν να διατηρούν συντονισμό στις τοποθετήσεις και τις κινήσεις τους. Η γεωπολιτική διεύρυνση που επιχειρεί η Ελλάδα προς το Ισραήλ και τον αραβικό κόσμο “κουμπώνει” με την πολιτική της Κύπρου στην ευρύτερη περιοχή της.
Η Αθήνα και η Λευκωσία πρέπει με ειλικρίνεια, ρεαλισμό και σαφήνεια να καταλήξουν σε μια κοινή στρατηγική επιδίωξη για το μέλλον της Κύπρου. Η Ελλάδα δείχνει να βρίσκεται σε φάση γεωπολιτικής αυτοπεποίθησης, η Κύπρος δείχνει να διέρχεται μια εσωτερική κρίση πολιτικής αξιοπιστίας. Η κυπριακή ηγεσία έχει την κεντρική ευθύνη να αξιοποιήσει στο έπακρο τη συγκυρία προκειμένου να κεφαλαιοποιήσει διάφορες εξελίξεις που δυνητικά μπορούν να φέρουν την Τουρκία σε θέση πίεσης.
Η Τουρκία παραμένει ο κρίσιμα ανασχετικός παράγοντας, συντονίζοντας την πολιτική της στο Κυπριακό με την ευρύτερη περιφερειακή στρατηγική της που την έχει φέρει σε ευθεία ρήξη όχι μόνο με την Ελλάδα, αλλά και σημαντικούς πυλώνες του διεθνούς συστήματος, όπως οι ΗΠΑ και η ΕΕ.
Η απροκάλυπτη υποστήριξη του σκληροπυρηνικού Ερσίν Τατάρ για την ηγεσία του τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους και οι προκλητικές ενέργειες στην περιφέρεια της κατεχόμενης Αμμοχώστου είναι μόνο οι πιο ενδεικτικές πρόσφατες ενέργειες που προκλητικά υποδαύλισε ο Ταγίπ Ερντογάν. Η Άγκυρα και η νέα ηγεσία του ψευδοκράτους μιλούν πλέον απροκάλυπτα για λύση δύο κρατών στην Κύπρο και θα επιχειρήσουν να θέσουν εκεί τη βάση της συζήτησης.
Εκεί οφείλουμε να υψώσομε ένα τείχος, συντονισμένα Κύπρος και Ελλάδα. Πρέπει να εξασφαλίσομε ότι η ΕΕ θα επιβεβαιώσει πως μόνο μία κρατική οντότητα αναγνωρίζει στην Κύπρο, απορρίπτοντας κάθε ενδεχόμενο εισδοχής για το όποιο τουρκοκυπριακό κρατικό μόρφωμα. Παράλληλα, πρέπει να πείσουμε τη διεθνή κοινότητα πως η περιφερειακή ταραχοποιός Τουρκία είναι υπεύθυνη και για το αδιέξοδο στην Κύπρο, ώστε να υπάρξει δομική πίεση στο σύστημα εξουσίας Ερντογάν, για να εγκαταλείψει την τυχοδιωκτική, επεκτατική και μαξιμαλιστική στρατηγική του σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο.
Συνολικά το τοπίο δεν είναι ανέφελο, ωστόσο η νέα αμερικανική διακυβέρνηση προδιαγράφεται μετριοπαθώς ευοίωνη και δεν πρέπει να αφεθεί ανεκμετάλλευτο το momentum. Η επερχόμενη πενταμερής διάσκεψη μπορεί και πρέπει να γίνει εφαλτήριο για μια τέτοια εξωστρεφή στρατηγική που συνάδει τόσο με την ευρύτερη διεθνή στρατηγική της Ελλάδος, όσο και με τις ανάγκες της Κύπρου.
* Ο Γρηγόρης Αλ. Πασπάτης είναι ιατρός, πρόεδρος ΔΣ Ηρακλείου