Σφοδρή κριτική έχει ασκήσει σύσσωμη η κατακερματισμένη αντιπολίτευση στην Κυβέρνηση το τελευταίο διάστημα και όπως φαίνεται, υπάρχει οργανωμένο σχέδιο φθοράς της μέχρι τις εκλογές, προκειμένου αποφευχθεί πάση θυσία το ενδεχόμενο η Νέα Δημοκρατία να κερδίσει την πλειοψηφία για μια τρίτη θητεία στην διακυβέρνηση της χώρας.

Σε αυτή την προσπάθεια δεν είναι μόνο η αντιπολίτευση· είναι και τρεις πρώην πρωθυπουργοί: ο Κώστας Καραμανλής, ο Αντώνης Σαμαράς, ο Αλέξης Τσίπρας, αλλά και ο Ευάγγελος Βενιζέλος.

Μέσα σε αυτή την πολιτική αναστάτωση, που επικρατεί, συνεπικουρούν τα θέματα που έχουν προκύψει από την παρατεταμένη αναβίωση του τραγικού δυστυχήματος των Τεμπών, οι συνεχιζόμενες επιθέσεις στη Δικαιοσύνη και το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ.

Ο Κώστας Καραμανλής αποφάσισε να σταματήσει τη θέση της ουδετερότητας, που τηρούσε μέχρι σήμερα και με υπερβολικές αναφορές στην ομιλία του στην παλαιά Βουλή, μίλησε για πολιτική, θεσμική και εθνική κρίση.

Ο Αντώνης Σαμαράς, μετά την διαγραφή του από τη Νέα Δημοκρατία για την συστηματική ρητορική διαφοροποιήσεων και σκληρής κριτικής στην εθνική πολιτική που ακολουθεί η Κυβέρνηση, συνεχίζει σταθερά την ίδια πολιτική, με διαφαινόμενη την απόφασή του να προχωρήσει στην δημιουργία νέου κόμματος για δεύτερη φορά, μετά την Πολιτική Άνοιξη, που ιδρύθηκε το έτος 1993.

Ο Αλέξης Τσίπρας ετοιμάζεται να ιδρύσει ένα νέο κόμμα, παραιτούμενος από βουλευτής του Σύριζα, μετά την αποτυχία του εγχειρήματος «πρώτη φορά αριστερά» το 2015 και χωρίς ίχνος αυτοκριτικής γι’ αυτά που επιχείρησε να κάνει, καλεί τον εαυτό του να επανεμφανιστεί ως σωτήρας της χώρας.

Όλοι οι πρώην πρωθυπουργοί έχουν δικαίωμα να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους και μπορούν να πουν και μια κουβέντα παραπάνω, γιατί κυβέρνησαν τη χώρα, απέκτησαν εμπειρίες, που μπορούν να φανούν χρήσιμες στην εκάστοτε Κυβέρνηση της χώρας.

Ο λόγος τους έχει βαρύτητα, είναι σημαντικός, αλλά ακόμη πιο σημαντικό είναι να συνειδητοποιήσουν ότι είναι πρώην πρωθυπουργοί, να αλλάξουν την ψυχολογία τους και να μην συμπεριφέρονται σαν να είναι ακόμα… νυν.

Δεν είναι σωστό να παρεμβαίνουν κακοπροαίρετα, κουνώντας το δάκτυλο είτε προς τους πολιτικούς είτε προς την κοινωνία, με κάθε αφορμή σε διαλέξεις ή άλλες εκδηλώσεις σε κάθε ευκαιρία. Στη Βουλή σήμερα, έχουμε τέσσερις πρώην πρωθυπουργούς: Καραμανλή, Παπανδρέου, Σαμαρά και Τσίπρα.

Όλοι λίγο ή πολύ έχουν επιχειρήσει με κάποιο τρόπο να εμπλακούν, να ελέγξουν, να καθοδηγήσουν εν ενεργεία πρωθυπουργούς ή αρχηγούς κομμάτων, ασκώντας κριτική χωρίς οι ίδιοι ποτέ να έχουν κάνει τη δική τους αυτοκριτική. Η ιστορία γράφει τι έχει πράξει κάθε πρωθυπουργός όταν κυβερνούσε τη χώρα και όταν αργότερα από τις εξελίξεις απομακρυνθεί, οφείλει να έχει κατανοήσει ότι κατέχει πλέον διαφορετικό ρόλο. Μπορεί να δώσει τα φώτα του και την εμπειρία του καλοπροαίρετα και να μην έχει την απαίτηση να συγκυβερνήσει.

Αυτό πρέπει να ισχύει για όλους τους πρώην πρωθυπουργούς και το ίδιο θα ισχύσει και για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, όταν θα έρθει η ώρα να αποχωρήσει.

Είναι αλήθεια ότι ποτέ άλλοτε στο παρελθόν, κανένα κόμμα -ούτε η Νέα Δημοκρατία- κυριαρχούσε επί μία δεκαετία στο πολιτικό σκηνικό της χώρας. Το φαινόμενο αυτό είναι φυσικό να έχει ενοχλήσει τα κόμματα της αντιπολίτευσης, όμως δεν είναι φυσικό και θεωρείται κατακριτέο, να έχει ενοχλήσει πολιτικά πρόσωπα που ανήκουν στον χώρο της Νέας Δημοκρατίας.

Γιατί η κεντροδεξιά παράταξη προηγείται στα γκάλοπ από τις αρχές του 2016, έχει νικήσει σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις από το 2019 μέχρι το 2024 και τώρα, όπως όλα δείχνουν, θα κερδίσει στις κάλπες του 2027 και εκείνο που παίζεται είναι αν θα διαθέτει αυτοδυναμία.

Είναι δικαίωμα κάθε πολίτη, κάθε πολιτικού, πολύ περισσότερο πρώην πρωθυπουργού, να ασκεί κριτική στην Κυβέρνηση της χώρας και να χαράσσει την πορεία για το μέλλον του εαυτού του.

Το σημαντικότερο είναι η συμπεριφορά που εμφανίζουν συνήθως οι πρώην πρωθυπουργοί που κάποια στιγμή υπήρξαν νυν και οι πολίτες τούς έχουν κρίνει για όσα έκαναν ή δεν έκαναν όταν κυβερνούσαν.

Άρα, δεν δικαιούνται να ομιλούν, ασκώντας κριτική σε οποιαδήποτε Κυβέρνηση για εκείνα που κι αυτοί δεν έπραξαν, ξεχνώντας ότι κάποτε οι ίδιοι κρατούσαν τις τύχες της χώρας και των πολιτών στα χέρια τους.