Το παρόν πόνημα πρόκειται για αναθεωρημένη προσέγγιση όσον αφορά την ετυμολογία του αρχοντορωμαϊκού ονόματος Μουρτζανός και την πρότερη του 961 μ.Χ. προέλευση της οικογενείας. Αποτελεί προσθήκη στην μελέτη «Η ΑΡΧΟΝΤΟΡΩΜΑΪΚΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΟΥΡΤΖΑΝΟΣ» των εκδόσεων «Κρητολογικά γράμματα» του πατέρα μου και πρωτεργάτη της έρευνας, Μάρκου Μ. Μουρτζανάκη, για την οικογένεια. Ο λόγος για τον οποίο η εν λόγω έρευνα προστίθεται στο αρχειακό ιστορικό του κλάδου την δεδομένη χρονική στιγμή, δηλαδή 18 χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου, είναι ότι μας δόθηκε η δυνατότητα μέσω των νέων τεχνολογικών δυνατοτήτων και της ψηφιοποίησης παλαιών εγγράφων, διαθέσιμων στο διαδίκτυο, να αναπροσανατολίσουμε με περίσσεια κριτική σκέψη την έρευνα και να καταλήξουμε σε πάγια συμπεράσματα. Κατά συνέπεια, σ’ αυτό το ερευνητικό άρθρο δεν θα επαναδιατυπώσουμε τα ήδη δημοσιευμένα στοιχεία, τα οποία γνωστοποιήθηκαν με την μελέτη του πατέρα μου, αλλά θα παραθέσουμε ως επί το πλείστον νέα και καίρια δεδομένα.
Έτος-σταθμός η προαναφερθείσα ημερομηνία, οπότε ανακτήθηκε από τους Ρωμιούς, υπό τον στρατηγό και μετέπειτα αυτοκράτορα Ν. Φωκά, η Κρήτη, που εβρίσκετο στα χέρια των Αγαρηνών. Επακόλουθη κίνηση ήταν η εγκατάσταση βυζαντινών οικογενειών στην Κρήτη, επρόκειτο δηλαδή για τους συντελεστές της νίκης, των οποίων οι αρχοντικές λάμβαναν τιμάρια, που έφεραν τα οικογενειακά τους επώνυμα.1 ,2 Παραδείγματος χάρη Μουρτζανά-Μουρτζανός, Απλαδιανά-Απλαδάς και Μουσουριανά-Μουσούρος.
Η οικογένεια Μουρτζανός όπως όλοι οι μεσαιωνικοί και αρχοντικοί βυζαντινοί οίκοι της νήσου, αναφέρεται στα Κρητικά Χρονικά «Τα παλαιότερα κατάστιχα του αρχείου του Δούκα της Κρήτης» της ιστορικού Μαρίας Χαιρέτη και εντοπίζεται άρρηκτα συνδεδεμένη με το χωριό Μουρτζανά στην επαρχία Μυλοποτάμου3.
Έκτοτε το όνομα ανά τους αιώνες, στην ενετοκρατία και στην τουρκοκρατία, αναφύεται πολλάκις στην συγκεκριμένη τοποθεσία. Αξιόλογο εδώ να σημειωθεί ότι η παράδοση «Των δώδεκα αρχοντόπουλων» καταδεικνύει ακριβώς το ίδιο «μοτίβο» εγκατάστασης και διοίκησης μιας βυζαντινής άρχουσας τάξης στο νησί και την επιβίωσή της ακόμα και στα χρόνια της ενετοκρατίας, καθώς όμως πολλοί ιστορικοί έχουν επικρίνει το σχετιζόμενο με τον μύθο παλαιό έγγραφο ως «μη αυθεντικό». Άλλωστε, τα πολλαπλά τοπωνύμια βυζαντινών αρχοντικών/φεουδαλικών οικογενειών που υπάρχουν στην Κρήτη, για τα οποία γίνεται λόγος και στο βιβλίο της οικογένειάς μας, αποδεικνύουν τουναντίον, ότι δηλαδή οι αρχοντικές οικογένειες ήταν πολύ περισσότερες από δώδεκα βάσει του αριθμού των χωριών. Εξάλλου, ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός ήταν δεκατεσσάρων χρόνων το 1181. Συνεπώς είναι αδύνατο να συνέταξε ο ίδιος το χρυσόβουλο4,5. Εντούτοις, ο Ν. Φωκάς αδιαμφισβήτητα – ο ίδιος ακολούθησε βέβαια την στρατηγική των αρχαίων Ρωμαίων, έχρισε την νέα τότε τάξη πραγμάτων της νήσου ως υπεύθυνη για τον εξελληνισμό και την ασφάλειά της. Επιπροσθέτως, θα μπορούσε κάποιος εύλογα να ισχυριστεί πως η ακριβής τοποθεσία του οικισμού επί του παλαιού άξονα διασύνδεσης της πόλης του Ρεθύμνου με το «Μεγάλο Κάστρο», το Ηράκλειο, η εγγύτητά του και στα δύο αυτά αστικά κέντρα και η γεωμορφολογία της περιοχής, πίσω από το όρος «Κουλούκωνα» πάνω στην εύφορη πεδιάδα του Μυλοποτάμου, τον καθιστά υψηλής στρατηγικής σημασίας τιμάριο και οχυρό και άρα θα απεδίδετο σε «εύρωστο» και διακεκριμένο μεταξύ άλλων στοιχείο του στρατεύματος.
Η ερμηνεία του επιθέτου είναι πλέον διακριτή και διαυγής. Βάσει της «ανακάλυψης» αυτής, τα ιστορικά στοιχεία συμφωνούν με την ροή και αλληλουχία των γεγονότων. Όλα δηλαδή «βγάζουν νόημα» και με βεβαιότητα «συμπληρώνεται το πάζλ». Ειδικότερα, ως προς την προέλευση, το όνομα Μουρτζανός, έλκει την καταγωγή του από το χωριό Μουρτζανή της επαρχίας Χαλδίας, εν προκειμένω στην λεγόμενη Μεσοχαλδία, του Πόντου κοντά στην Αργυρούπολη (σημ. Γκιουμούσχανε). Σύμφωνα με τον κορυφαίο λόγιο των τελών του 19ου αιώνα ονόματι Αθανάσιος Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, τα χωριά της επαρχίας της Χαλδίας είναι «πανάρχαια και ιστορικά», πράγμα που το αποδεικνύουν τα «σωζόμενα οικογενειακά αυτών επώνυμα», δηλαδή των εντόπιων οικογενειών6. Αναλυτικότερα, η Μουρτζανή εβρίσκετο επί του ποταμού Ρυακίου/Χαρσιώτη (σημ. harsit) στην περιφέρεια Αρδάσας (σημ. Τορούλ), στον ίδιο δηλαδή ποταμό που βρίσκονται μέχρι σήμερα δύο εκκλησίες και ένα παλαιό κάστρο της επίδοξης οικογενείας των Τζανιχιτών στην περιοχή Τζανίχα ή Τζαντζάκον (σημ. Canca), αριστοκρατικής οικογένειας που διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στην πολιτική-στρατιωτική σκηνή της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας7.
Άλλες αριστοκρατικές οικογένειες της περιοχής υπήρξαν οι Αμυντζαντάριοι (ή Αμυντζανταράνται), οι οποίοι ενεπλάκησαν δραστικά στους εμφυλίους πολέμους της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας ως φατρία8, οι Μουρούζοι από το ομώνυμο χωριό Μουρουζάντων στην περιφέρεια Λερίου, βορειοδυτικά της Αργυρουπόλεως9 και οι γνωστοί Γαβράδες10.
Αξιοσημείωτο ότι τα επώνυμα Μουρτζανός, Τζανιχίτης και Αμυντζαντάριος ενέχουν μία χαρακτηριστική μεταξύ τους ομοιότητα, το συνθετικό μέρος «Τζαν», χαρακτηριστικό της περιοχής, για το οποίο θα αναφερθούμε εκτενώς παρακάτω.
Ο απλούστατος λόγος που καταδεικνύει ευπειθώς την σχέση μεταξύ του κλάδου Μουρτζανός και του χωριού Μουρτζανή – πέρα από την ολοφάνερη ετυμολογική σχέση- είναι ακριβώς ότι το στράτευμα του Ν. Φωκά αποτελείτο και από τα τάγματα της Ανατολής11.
Έτσι λοιπόν, οι κοσμοξάκουστοι γαιοκτήμονες, η βυζαντινή στρατιωτική αριστοκρατία της επαρχίας, των θεμάτων της Καππαδοκίας, της Παφλαγονίας κ.α. συμπεριλαμβάνονταν στην πανστρατιά του Ν. Φωκά. Φοβερό εδώ να υπογραμμιστεί– και ποιος θα το φανταζόταν- πως το χωριό Φουρφουράς απαντάει και αυτό σε τοπωνύμιο στην επαρχία της Χαλδίας12.
Στον Φουρφουρά εδράζουν σήμερα οι Μουρτζανοί έχοντας εγκαταλείψει προ γενεών την πατρογονική τους γη στον Μυλοπόταμο, όταν σύμφωνα με εντόπιες μαρτυρίες, τέσσερα αδέρφια Μουρτζανοί απέκοψαν το κεφάλι Τούρκου αξιωματούχου ονόματι «Ζουμπατάκαλα», που ερωτοτροπούσε με την αδερφή τους. Υποχρεώθηκαν λοιπόν με το άκουσμα της αφίξεως τουρκικών δυνάμεων επιβολής της τάξης, να μετοικίσουν στο Αμάρι με τις οικογένειές τους. Άλλωστε και ο Φουρφουράς ήτο αξιωματούχος ευγενής στον στρατό του Ν. Φωκά, ο οποίος έλαβε εύλογα τιμάριο13. Ίσως τελικά η μετεγκατάσταση των Μουρτζανών στο εν λόγω χωριό να μην ήταν τυχαία. Πολύ πιθανόν να υπήρχαν δεσμοί φιλίας και οικειότητας στον διάβα των αιώνων ανάμεσα στους κατοίκους των δύο χωριών, οι οποίοι προ χιλιετίας ήταν πάλι συντοπίτες. Γιατί εξάλλου να είχε επιλεχθεί αυτό το συγκεκριμένο χωριό για μετεγκατάσταση;
1 Νίκος Οικονομίδης «Οι Αυθένται των Κρητικών», Πεπραγμένα του Δ’ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Ηράκλειο 29.8-3.9. 1976, σ. 310.
2 Βασίλης Ψυλλάκης, Ιστορία της Κρήτης, τομ. Β’.
3 Μαρία Χαιρέτη, «Τα Παλαιότερα Κατάστιχα του Δούκα της Κρήτης», Κρητικά Χρονικά, έκδοση Καλοκαιρινός, Ηράκλειο 1969, σ. 513.
4 Νικόλας Τωμαδάκης (1928). Το χρυσόβουλο των Κομνηνών. Περιοδικόν δελτίον βιβλιοθήκης Κρητικού φιλολογικού Συλλόγου εν Χανίοις, Α, τεύχος β-γ, σελ. 65-85.
5 Δημήτριος Τσουγκαράκης(1998). Κρήτη – Ιστορία και Πολιτισμός. Εκδότης: Σύνδεσμος Δήμων και Κοινοτήτων Κρήτης, σ. 363.
6 Αθανάσιος Παπαδόπουλος-Κεραμεύς. Ελληνικού φιλολογικού Συλλόγου Κων/πόλης περιοδικόν. Τόμ. ΙΣΤ’. Δελτίον Παλαιογραφικόν, σελ. 41.
7 Antony Bryer & David Winfield (1985). The byzantine monuments and topography of the Pontos, τεύχος 1-2, σ. 309-310.
8 William Miller, Trebizond: The last Greek Empire. Λονδίνο 1926, επανατύπωση Άμστερνταμ, 1968. σ. 51.
9 Γεώργιος Θ. Κανδηλάπτου-Κάνεως (1931). Γεωγραφικόν και Ιστορικόν λεξικόν της επαρχίας Χαλδίας μετά χάρτου. Αισύμη.
10 Kazhdan Alexander, Cutler Anthony (1991). The oxford dictionary of Byzantinum. σ. 812.
11 G. Shluberger (1890), Φωκάς. Παρίσι. σ. 59-65.
12 Θεοφύλακτος Θεοφυλάκτου (1948). Αρχείον Πόντου, τόμ. 13, Επιτροπή Ποντιακών Μελετών.
13 Στέργιος Γ. Σπανάκης (1991). Πόλεις και Χωριά της Κρήτης στο πέρασμα των αιώνων. Εκδότης: Δετοράκης.
Αύριο η συνέχεια