΄Οταν ανταμώνεις τους στίχους ενός φίλου, νιώθεις πως ο δείκτης της ζωής υφαίνει τους παλμούς μιας διαφορετικής οπτικής κι ας είναι οι λέξεις που σηματοδοτούν τη συνάντηση, οικείες στο άκουσμα και προσηλωμένες στο αλφαβητάρι μιας ψυχής ρομαντικής, απόμακρης από την κατήφεια των καιρών.
Όταν το συναίσθημα ξεδιπλώνεται ατόφιο, ο στίχος γίνεται αντιπροσωπευτικός και μιλάει στον αποδέκτη κατευθείαν στην καρδιά, θυμίζοντας τους άγνωστους βάρδους της δημοτικής μας ποίησης, συγκεκριμένα: (αναφερόμενη στο ποίημα με τίτλο: «Ο κλέφτης της καρδιάς»), δε μπορώ να μη σταθώ ιδιαίτερα τόσο στο άνοιγμα όσο και στο κλείσιμο του, καθότι οι στίχοι αποτελούν ένα ύμνο ερωτικό στο αγαπώμενο πρόσωπο, μεταφέρω τους στίχους: «Στο κέντημα του μαστιχιού/ κέντησα τα φιλιά σου,/να τα κρεμάσω φυλακτό/ πάνω από την καρδιά σου/…Πήρα του ήλιου τον ανθό/ γιορντάνι να σου πλέξω./ Να στο κρεμάσω στο λαιμό/ σαν θάρθω να σε κλέψω.»
Εδώ ο ποιητής μας μεταφέρει τη μεταμορφωτική μαγεία του έρωτα που υμνείται διαχρονικά και αναδύει «από τα κοραλλένια βάθη» των πελάγων το μυστήριο της αναζωογόνησης του σύμπαντος, καθώς μικρές Αφροδίτες ταξιδεύουν παρέα με τους γλάρους στου έρωτα τα πάθη.
Θα περίμενε κανείς ότι αυτά τα πάθη θα αποκόβανε τον ποιητή από την πορεία μιας ζωής με προβλήματα, στερημένης από την αναγκαία ανάταση και τον ιδεολογικό προβληματισμό που καταδεικνύουν ότι νους και καρδιά συμπορεύονται αρμονικά, όμως κάτι τέτοιο δεν υφίσταται για τους «εραστές του ονείρου της ψυχής», που αναγνωρίζουν πως η εξουσία επιδιώκει να είναι άφαντη και μακριά από το κακό, είτε πρόκειται για την πυρπολημένη Ηλεία τον Αύγουστο του 2007, είτε για το φονικό του Αλέξη, το Δεκέμβρη του 2008 που «ήτανε η αφορμή μες στις ψυχές ξεσηκωμό να φέρει».
Σειρά έχει και η διαπίστωση στους Αρουραίους του χρηματιστηρίου, ότι : «Εβραϊκή πλεκτάνη έστησαν, με τα μνημόνια την χώρα ξεπούλησαν… Παράσημο υποταγής τους δώσανε/ για να υμνήσουνε αυτούς που μας προδώσανε»
Στο ίδιο μοτίβο, στα ποιήματα του δεύτερου μέρους, ο λόγος γίνεται σύνθημα που προσπαθεί να αφυπνίσει: « Ξεκινήστε τώρα τις πορείες/ σηκωθείτε από τις μπυραρίες… Αυτοί μας ζητάνε συναίνεση/ εμείς απαντάμε με εξέγερση» « Στου μνημόνιου την μπόρα αντισταθείτε/ σε σταθμούς και πορείες κατεβείτε», «ξεσηκωμού όρκος βαρύς , /να βάψει την χαράδρα της σιωπής/ στο κόκκινο φιλί της αστραπής», «να πάψει η Ελλάδα να μας πληγώνει».
Ωστόσο ο ποιητικός λόγος φεύγοντας από την επιστράτευση της «θολερής» πολιτικής ζωής , στο τρίτο μέρος της συλλογής ξαναβρίσκει το ρυθμό του στην απόδοση του ονειρικού και μαγικού συνάμα βηματισμού της λυρικής έκφρασης του αμόλυντου συναισθήματος: « … και σαν θα πω τ’ άχραντα και της αγάπης λόγια./ Εκεί θα σταματήσουνε / του κόσμου τα ρολόγια.» αποδίδοντας σε αυτό το τετράστιχο την λυτρωτική αυτοπραγμάτωση, νοηματοδοτώντας παράλληλα μια πορεία ποιητικής γραφής και βίωσης.
Αυτή η πορεία γραφής που ξεδιπλώνεται πότε ποιητικά και πότε σε πεζό λόγο και που είχε την απαρχή της στην επίσκεψη στη μαγευτική λίμνη Κερκίνη με την καθοριστική αγάπη που το φεγγάρι καλείται «λυγερόστρατο», να φωτίσει το δρόμο της, τους ερωτευμένους κορμοράνους που προοιωνίζονταν και την έκβαση της passegiata (βόλτας), μας δίνει και το στίγμα του ταξιδιώτη ποιητή που μπαίνει στη ζωή δυναμικά, τολμά να ορθώνει το συναίσθημα σε όλες του τις εκφάνσεις και κυματίζει σαν πορφυρή σημαία στους προμαχώνες της ζωής.