-Μα γιάντα μπρε Κωνσταντή άμα είμαι μοναχός και τρώγω και πίνω 3-4 κρασά στο σπίτι δεν κάνω όρεξη ούτε τραγουδώ, ούτε πράμα και άμα είμαι με παρέα με το ίδιο φαί και το ίδιο πιοτό λαλιούμαστε σαν τσι μεθυσμένους; Λες και βγαίνει το κρασί στην κεφαλή και κάνομε κέφι και τραγουδούμε και χορεύουμε όλη νύχτα! Δεν το παθαίνεις και του λόγου σου.
-Όλοι το παθαίνουμε Διογένη. Αυτό τι σημαίνει; Σημαίνει ότι πιοτό και μοναχός… πηγαίνεις και κοιμάσαι. Όμως πιοτό και με παρέα χορεύεις και γλεντάς μέχρι πρωίας.
Και όσο η παρέα είναι πιο καλή τόσο το κέφι κι η χαρά ανεβαίνει πιο πολύ. Ο άνθρωπος δεν κάνει μοναχός είτε μεθυσμένος, είτε αξεμέθυστος.
-Ναι κιόλας μαθές. Ντα δε θωρείς το μεθυσμένο που άμα πηγαίνει μοναχός και παρασκανταλίζει απούνε σαν τον κακομοίρη!
-Γι’ αυτό Διογένη αυτός που θέλει να πιεί γυρεύει παρέα για να βρει, γιατί με την παρέα το κρασί θα του ανέβει το κέφι στην κορυφή και θα του ευφραίνει την καρδιά και την ψυχή.
-Παλιά εδά που λες Κωνσταντή παρ’ όλο τη φτώχεια μας και τη σκληρή ζωή μας επερνούσαμε ωραία κι είμαστε ευτυχισμένοι, γιατί εκάναμε παρέες ε;
-Ο άνθρωπος Διογένη είναι κοινωνικό ον και μόνο με άλλους μαζί μπορεί να επιβιώσει.
-Ντα τα ωζά μπρε απούνε ωζά δεν ζούνε μοναχά μόνο κάνουνε χωριά κι αυτά σαν τα δικά μας.
Δεν είδες τσι μέλισσες, τσι μελιτάκους; Δεν είδες το πρόβατο άμα ξωμείνει μοναχό απού ούτε τρώει ούτε πράμα μόνο φωνιάζει και κλαίει μέχρι να βρει το κοπάδι του, τη μάνα του, τα αδέλφια του, τσι… φίλους του, γιατί έχουνε κι αυτά την παρέα τους…
-Πόσο μάλλον οι άνθρωποι Διογένη που έχουνε και μυαλό!
Αλλά δυστυχώς αυτό το μυαλό τους απομονώνει κιόλας. Ο εγωισμός, η κακία, το μίσος, η αντιζηλία, οι παραξενιές, οι ιδιοτροπίες, οι ιδιαιτερότητες και πολλά άλλα τους κάνουν να είναι επιφυλακτικοί με όλους.
Φοβούνται να κάνουν φιλίες. Σου λένε να μου γίνει κολλητός και αν μετά δεν ταιριάζουμε πως θα τονέ… ξεκολλήσω;
-Κιονάνε μαθές το κακό! Μα παλιά όμως εταίριαζα γιατί είμαστε όλοι το ίδιο σαν το κοπάδι τα πρόβατα. Την ίδια δουλειά την ίδια μόρφωση, το ίδιο ντύσιμο με τα μπαλώματα, όλοι το ίδιο σε όλα και γι’ αυτό όλοι μαζί εκάναμε παρέα και γλεντούσαμε κάθε τόσο. Κάθε Αγίου κι ένα πανηγύρι, κι Άγιος δε εποκάνανε! Ύστερα κάθε βράδυ σχεδόν εγροίκας τραγούδια και φωνές στα σοκάκια με τα μαντολινάκια.
Και εμπέναμε σειρά-σειρά στα σπίτια απού το ένα εβγαίναμε και εμπαίναμε στο άλλο. Κιαμιά πόρτα δεν ήταν σφαλιστή. Όλοι μας υποδεχούντανε με ρακές, χαρές και λιχουδιές και τα πρόσωπά τους ελάμπανε από χαρά και ευτυχία, όπως και τα δικά μας.
-Τότε Διογένη είμαστε φτωχοί με πολλές στερήσεις αλλά κι ευτυχισμένοι, γιατί είμαστε προκομένοι στη γη μας, καλά στερεωμένοι και δεμένοι με τη φύση. Το μυαλό το ‘χαμε κοντά μας.
Δεν ήτανε στον ουρανό να κάνει όνειρα τρελά και άπιαστα και να μη βλέπει χαμηλά τις πολλές μικροχαρές της καθημερινότητας, της παρέας της κοινωνικότητας, της αλληλεγγύης. Τη συμπαράσταση του συνόλου στις χαρές κι στις λύπες.
Το θάρρος να συναναστρέφεσαι με όλους ήταν πολύ σπουδαίο, διότι δίνεις και παίρνεις χαρές και νιώθεις γεμάτος μέσα σου. Νιώθεις μια πληρότητα, μια ευτυχία!
-Ναι-ναι και άμα ταιριάσεις και με την κερά σου ίντα τα θές τα πλούτη.