Γνωρίζουμε όλοι πόσο μας απατούν οι λέξεις, όταν η σημασία τους αλλοιώνεται απ’ την κακή χρήση. Έτσι π.χ. στην Ελλάδα δεν έχουμε Υπουργείο Παιδείας, αλλά Εκπαίδευσης. Η διαφορά του νοήματος των λέξεων είναι εμφανής.
Την παιδεία έχουν αναλάβει άλλοι ιδιωτικοί θεσμοί, όπως ορισμένοι εκδοτικοί οίκοι που με αφοσίωση και κόστος αγωνίζονται για να αναβαθμίσουν την καλλιέργειά μας. Αυτό ακριβώς έκανε πρόσφατα ο εκδοτικός οίκος ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, με την έκδοση του κλασικού μυθιστορήματος της Βιρτζίνιας Γουλφ «Η Κυρία Νταλογουέι», με τη συμπλήρωση εκατό χρόνων από την έκδοσή του στις 14/5/1925.
Είναι ένα κόσμημα αισθητικής ποιότητας με άριστη μετάφραση της Κωνσταντίνας Τριανταφυλλοπούλου και πρόλογο της συγγραφέως από τη δεύτερη έκδοση του έργου. Η ανάγνωσή του είναι μια πραγματική απόλαυση. Αυτό σε τελευταία ανάλυση είναι και ο ρόλος της τέχνης.
Το έργο άρχισε να γράφεται το 1922 με νωπά τα τραύματα από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που άφησε έναν κόσμο πληγωμένο χωρίς ελπίδα και προοπτική.
Τα ίδια περίπου χρόνια κυκλοφορούν ο «Οδυσσέας» του Τζέιμς Τζόυς και το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Μαρσέλ Προυστ, έργα διαφορετικά και σε περιεχόμενο και σε μορφή, που ανατρέπουν τους -μέχρι τότε- κανόνες και δημιουργούν έναν νέο τρόπο γραφής.
Επίσης, κυκλοφόρησε τότε και η «Έρημη Χώρα» του Τ.Σ. Έλιοτ. Ο Έλιοτ βέβαια και η Βιρτζίνια Γουλφ μαζί με άλλους πνευματικούς δημιουργούς συνδέονται με στενή φιλία και αποπνέουν στα έργα τους το ίδιο κλίμα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ακριβώς το κυρίαρχο συναίσθημα της «Έρημης Χώρας» υποκρύπτεται και στο μυθιστόρημα της Γουλφ. Παραθέτω τέσσερις στίχους από το ποίημα «Οι Κούφιοι Άνθρωποι» του Έλιοτ:
Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Όχι με ένα βρόντο, μα μ’ ένα λυγμό
Αυτή ακριβώς είναι η εντύπωση των αναγνωστών με το τέλος της ανάγνωσης του μυθιστορήματος. Η όλη αφήγηση επικεντρώνεται σε μια μέρα στο Λονδίνο και καταλήγει με το τέλος της δεξίωσης το βράδυ στο σπίτι της κυρίας Νταλογουέι.
Ο λόγος λειτουργεί συνειρμικά, όπως είναι η ροή της συνείδησης. Ο χρόνος δεν είναι γραμμικός, αλλά εξελίσσεται μπρος-πίσω. Ο πραγματικός χρόνος επισημαίνεται από το δημόσιο ρολόι που χτυπά κάθε μισή ώρα. Άνθρωποι κυκλοφορούν αδιάφοροι, αγοράζουν, παρατηρούν, σχολιάζουν, αναλογίζονται λες και είναι απλές φιγούρες.
Καθένας με τις εμπειρίες του και τις ψυχικές αγωνίες. Η αφήγηση αρχίζει με την επίσκεψη, στο σπίτι της κυρίας Νταλογουέι, ενός παλιού φίλου από την Ινδία, του Πίτερ Γουόλς, για να συμβουλευτεί κάποιους δικηγόρους. Τους συνδέει μια ερωτική προδιάθεση που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Η αμηχανία του εκφράζεται με ένα σουγιά που κρατά στο χέρι του και συνεχώς ανοιγοκλείνει.
Καθώς υποτίθεται συνομιλεί με την Κλαρίσα, που ετοιμάζεται να βγει για να αγοράσει λουλούδια για τη βραδινή δεξίωση. Τα συναισθήματα καταπιέζονται και πνίγονται. Εκείνη επέλεξε να παντρευτεί έναν όχι ιδιαίτερα χαρισματικό πολιτικό και έχει μια κόρη. Η αφήγηση προχωρεί σαν να παρατηρούμε φαντάσματα μιας αριστοκρατίας που παρακμάζει, με τις μνήμες που εναλλάσσονται και τα μικροκουτσομπολιά.
Κυριαρχεί η μορφή του Σέπτιμους, που επέστρεψε από τον πόλεμο με διαταραγμένο ψυχισμό παντρεμένος με μια Ιταλίδα. Η μορφή του και η προσπάθειά του να θεραπευτεί με ειρωνικό τρόπο παρεμβάλλεται σε διάφορα σημεία για να γίνει γνωστή η αυτοκτονία του την ώρα της βραδινής δεξίωσης.
Ο τρόπος που μας περιγράφεται η δεξίωση είναι συγκλονιστικός, με τα πρόσωπα της αριστοκρατίας και τον πρωθυπουργό που περιφέρονται στα διάφορα δωμάτια με φιλοφρονήσεις και τυπικούς χαιρετισμούς. Χαρακτηριστική είναι μια σκηνή:
O σερ Γουίλιαμ Μπράντσο σταμάτησε στην πόρτα να κοιτάξει τον πίνακα. Αναζήτησε το όνομα του χαράκτη στη γωνία. Κοίταξε και η γυναίκα του. Ο σερ Γουίλιαμ Μπράντσο ενδιαφερόταν τόσο πολύ για την τέχνη.
Παραθέτω τυχαία ορισμένα αποσπάσματα:
Ακόμη και το φύλο του ατόμου είχε γίνει τώρα αντικείμενο διένεξης. Αλλά δεν μπορούσε να υπάρξει αμφιβολία ότι κάποια σημαντική προσωπικότητα καθόταν στο εσωτερικό του.
Μια προσωπικότητα κατέβαινε, κρυμμένη, την οδό Μποντ, σε απόσταση αναπνοής από τους απλούς ανθρώπους, που μπορεί τώρα, για πρώτη και τελευταία φορά, να βρίσκονταν τόσο κοντά στην Αυτής Μεγαλειότητα, τη βασίλισσα της Αγγλίας, αυτό το παντοτινό σύμβολο του κράτους που θα γίνει γνωστό από περίεργους αρχαιοδίφες που θα κοσκινίζουν του χρόνου τα χαλάσματα, όταν το Λονδίνο θα είναι χορταριασμένο μονοπάτι και όλοι όσοι περπατούν βιαστικά στο πεζοδρόμιο αυτό το πρωινό της Τετάρτης δε θα ‘ναι παρά κόκαλα με λιγοστές βέρες ανακατεμένες με τη στάχτη τους και τα χρυσά σφραγίσματα αμέτρητων σαπισμένων δοντιών. Τότε θα γίνει γνωστό ποιο ήταν το πρόσωπο στο αυτοκίνητο.
Μετά την Ινδία, φυσικά, ερωτευόσουν κάθε γυναίκα που συναντούσες. Είχαν μια φρεσκάδα πάνω τους ακόμη κι οι πιο φτωχιές ντύνονταν σίγουρα καλύτερα απ’ ό,τι πριν από πέντε χρόνια κατά τη γνώμη του, η μόδα ποτέ πριν δεν κολάκευε τόσο πολύ. Οι μακριές μαύρες κάπες, οι λεπτές σιλουέτες, η κομψότητα και αυτή η υπέροχη και προφανώς γενικευμένη σχέση των γυναικών με το χρώμα.
Κάθε γυναίκα, ακόμα και η πιο αξιοσέβαστη, είχε τριαντάφυλλα στα μάγουλα, χείλη χαραγμένα με μαχαίρι, μπούκλες από σινική μελάνη. Το σχέδιο, η τέχνη υπήρξαν παντού, αναμφίβολα είχε σημειωθεί κάποια αλλαγή. Τι απασχολεί τους νέους; Αναρωτήθηκε ο Πίτερ Γουόλς. Αυτά τα πέντε χρόνια –από το 1918-1923– υποψιαζόταν πως ήταν πολύ σημαντικά. Οι άνθρωποι φαίνονταν διαφορετικοί.
Αναγκάστηκε να αγοράσει τα τριαντάφυλλα, είπε η Ρέζια, από ένα φτωχό δρόμο. Αλλά ήδη είναι σχεδόν μαραμένα, είπε τακτοποιώντας τα. Ώστε υπήρχε ένας άντρας έξω. Ο Έβανς προφανώς.
Και τα τριαντάφυλλα που η Ρέζια είπε πως ήταν ήδη μισομαραμένα τα είχε μαζέψει εκείνος στους αγρούς της Ελλάδας. «Η επικοινωνία είναι υγεία, η επικοινωνία είναι ευτυχία, η επικοινωνία…» μουρμούρισε ο Σέπτιμους.
Ο Έβανς που φαντάζεται ο Σέπτιμους και ανακαλεί στη μνήμη του είναι ο σύντροφός του στον στρατό που σκοτώθηκε στην Ιταλία.
Γνωρίζοντας το τέλος της Βιρτζίνιας Γουλφ (γεννήθηκε το 1882 και αυτοκτόνησε το 1941) μπορούμε να πούμε το έργο αυτό είναι προφητικό μόνο που εδώ αυτοκτονεί ένας ήρωας αντί για τη συγγραφέα. Παραμένει πάντα η δύναμη της μεγάλης τέχνης που φυσικά αποτυπώνει μια συγκεκριμένη εποχή, αλλά διατηρεί τη δύναμη να μας ερεθίζει και να κατανοούμε την ανθρώπινη ψυχή σε βάθος.
Έχω την αίσθηση ότι το ψυχικό κενό που αποτυπώνεται στο μυθιστόρημα αυτό διακρίνεται και στον σημερινό άνθρωπο που αναζητά με αγωνία μια αχτίνα φωτός σε έναν κόσμο που παραπαίει και αγωνιά να συγκροτήσει ένα νέο νόημα ζωής.
Ο Ζαχαρίας Καραταράκης είναι φιλόλογος