Η «Κυρά της Κάντια» είναι ένα αφηγηματικό και ιστορικό έργο, καρπός ερευνητικής ακρίβειας και βαθιάς αγάπης, μιας θαυματουργής εικόνας, ενός σημαντικού προσκυνήματος, γραμμένο από τον οικονομικό και εμπορικό διπλωμάτη Μιχάλη Βρεττάκη.
Με λόγο λυρικό και συναρπαστικό, αναδεικνύει τον πολιτισμικό διάλογο ανατολής και δύσης, αποκαλύπτοντας πώς μια εικόνα μπορεί να γίνει πνευματικό σύμβολο και διαχρονικός ταξιδιώτης της πίστης και της τέχνης.
Το βιβλίο «Η Κυρά της Κάντια – Μια ξενιτεμένη εικόνα της Παναγίας από την Κρήτη στη Βιέννη», ξετυλίγει μια ιστορία βγαλμένη από τα βάθη του χρόνου, εκεί όπου η τέχνη συναντά την πίστη και η μνήμη μεταμορφώνεται σε φως.
Η εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας, γεννημένη στο νησί μας και σμιλεμένη από την τέχνη της Κρητικής Σχολής του 15ου αιώνα, έζησε μια διαδρομή θρυλική: από τον Χάνδακα των Βενετών έως τη μεγαλοπρεπή Βιέννη, όπου σήμερα στέκει επιβλητική στον υψηλό βωμό της ιστορικής Michaelerkirche, σαν γέφυρα ανάμεσα σε κόσμους και αιώνες.
Ο Μιχάλης Βρεττάκης, διπλωμάτης και ερευνητής, με την καρδιά στραμμένη στον τόπο του και το βλέμμα του στο φως της αλήθειας, ακολουθεί με πάθος και σχολαστικότητα αυτό το συναρπαστικό ταξίδι, φωτίζοντας άγνωστες πτυχές μέσα από αρχειακά τεκμήρια της Αυστρίας – τα περισσότερα από τα οποία δημοσιεύονται για πρώτη φορά στα ελληνικά. Μέσα από τις σελίδες ζωντανεύουν οι ήχοι του Χάνδακα, τα χρώματα των ζωγράφων, η πίστη που ανυψώνει τον άνθρωπο.
Η έκδοση, που πραγματοποιήθηκε με τη στήριξη της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης και της Ενορίας Αγίου Δημητρίου Λιμένος Ηρακλείου, ξεχωρίζει για την καλαισθησία της και το πλούσιο φωτογραφικό της υλικό.
Δεν αφηγείται απλώς μια ιστορία· υφαίνει έναν ιστό που ενώνει ανατολή και δύση, τέχνη και πίστη, λαούς και παραδόσεις – δείχνοντας ότι τα ιερά σύμβολα δεν γνωρίζουν σύνορα, παρά μόνο δρόμους προς την αιωνιότητα.
Στον εμπνευσμένο χαιρετισμό του στην έκδοση ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης κ. Ευγένιος υπογραμμίζει: «Η ιστορία και οι παραδόσεις γύρω από την εικόνα δεν είναι απλώς θρησκευτικά φαινόμενα, αλλά ζωντανές μαρτυρίες ενός πολιτισμού που διασχίζει τους αιώνες. Η καταγραφή και η έκδοση του βιβλίου ρίχνουν περισσότερο φως στην αδιάσπαστη σχέση του λαού της Κρήτης με την Μητέρα του Θεού, την Κερά του».
Επίσης, η ενορία του Αγ. Δημητρίου δια του προέδρου του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου Πρωτοπρεσβυτέρου Εμμανουήλ Ζερβάκη, προλογίζοντας το βιβλίο, ευχαριστεί θερμά τον συγγραφέα και όλους τους συντελεστές του σημειώνοντας:
«Οφειλετικώς αναπέμπω ευχαριστίες προς την Υπεραγία Θεοτόκο, την Παναγία Μητέρα του Θεού μας, τα ιερά και θαυμάσια της Οποίας αποκαλύφθηκαν στην Ενορία μας με την ιστορία της πάνσεπτης εικόνας Της στη Βιέννη…».
Αξίζει να σημειωθεί πως ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αυστριακές πηγές – αρχειακό και εκκλησιαστικό υλικό, αποκαλύπτοντας πώς η «Κυρά της Κάντια» απέκτησε νέα πατρίδα και νέο ρόλο στη Βιέννη. Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η δημοσίευση ενός οκτάστιχου ύμνου.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας: Στην εικόνα αυτή ήταν αφιερωμένος Θεομητορικός Ύμνος οκτώ στροφών του 17ου αιώνα, ο οποίος ψαλλόταν καθημερινά, πρωί και απόγευμα, και πριν από το κήρυγμα της εκκλησίας. Μεταφέρω σε μετάφραση την τρίτη στροφή από τις οκτώ:
«Εκεί που η Κρήτη ανυψώνεται περήφανα,
με τις λεπτές καμπύλες της από τα ελληνικά τα κύματα,
εκεί που ο αρχαίος Χριστιανισμός αγωνίστηκε για πολύ καιρό,
και με ιερή αφοσίωση για τη Δόξα Σου.
Μέχρις ότου οι άγριοι βάρβαροι
κατέστρεψαν τον τόπο κατοικίας Σου
και σ’ έφεραν σε μας εδώ στη Βιέννη».
Η εικόνα της «Παναγίας του Χάνδακα», είναι έργο της Κρητικής Σχολής Αγιογραφίας, πιστό αντίγραφο του τύπου της Οδηγήτριας του Ευαγγελιστή Λουκά, και βρισκόταν στην εκκλησία των Τσαγκάρηδων λίγο πιο κάτω από τον Ναό του Αγίου Δημητρίου, στη συμβολή των οδών Αγκαράθου και Μιτσοτάκη και σώθηκε καθώς εγκατέλειψε την Κρήτη μετά την πτώση του Χάνδακα από τους Οθωμανούς το 1669.
Το ταξίδι της ήταν ταυτόχρονα γεωγραφικό και πολιτισμικό· ρίζωσε στη Βιέννη, στον ναό του Αγίου Μιχαήλ, όπου μέχρι σήμερα τιμάται μέσα σε ένα εντυπωσιακό μπαρόκ σκηνικό με αγγέλους, Ευαγγελιστές και προστάτες κατά της πανώλης.
Με καθαρή γλώσσα και ζωντανό ύφος, ο συγγραφέας απευθύνεται όχι μόνο σε ιστορικούς και θεολόγους, αλλά και σε κάθε αναγνώστη που αγαπά την πνευματική κληρονομιά και ενδιαφέρεται για τον διάλογο των πολιτισμών.
Ιδιαίτερο βάθος αποκτά η αφήγηση γύρω από την περιπέτεια της εικόνας: η μεταφορά της από τον Χάνδακα στη Βιέννη, τα θαύματα που αποδόθηκαν στη χάρη της, η εκατονταετηρίδα από την έλευσή της στη Michaelerkirche που γιορτάστηκε με λαμπρότητα, ως ζωντανή μαρτυρία πίστης και ιστορίας, αλλά και η κλοπή και η θαυμαστή ανεύρεσή της όπως και η μεγαλοπρεπής επιστροφή της στον ναό του Αγίου Μιχαήλ, που σφράγισε τη σχέση της με την πόλη.
Παράλληλα, η φωτογραφική τεκμηρίωση που συνοδεύει το κείμενο, προσφέρει ένα οπτικό ταξίδι σε κειμήλια που κουβαλούν μνήμες και προσευχές.
Ακόμη η «Κυρά της Κάντια», αποτελεί σημαντική συμβολή στη μελέτη της κρητικής εικονογραφίας και της μετακίνησης ιερών εικόνων στην πρώιμη νεωτερικότητα. Με επιστημονική ακρίβεια αλλά και γλαφυρότητα, το έργο γεφυρώνει τον κρητικό βυζαντινισμό με το βιεννέζικο μπαρόκ και προσφέρει υπόδειγμα τοπικής ιστοριογραφίας με διεθνή ορίζοντα.
Πάνω απ’ όλα, όμως, η «Κυρά της Κάντια» παραμένει σημείο αναφοράς για την κρητική ψυχή, ακόμα κι αν βρέθηκε μακριά από την πατρίδα. Και χάρη στο βιβλίο του Μιχάλη Βρεττάκη, μπορούμε να παρακολουθήσουμε βήμα προς βήμα την πορεία της και να τη νιώσουμε πάλι δική μας.
Θερμά συγχαρητήρια στον συγγραφέα, με την ευχή το έργο αυτό να καρποφορήσει πνευματικά, αποτελώντας πολύτιμο οδηγό γνώσης και μνήμης, αλλά και στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Κρήτης και τον Ναό του Αγίου Δημητρίου για τη στήριξή τους, αφού με την ευγενή συμβολή τους πραγματοποιήθηκε η έκδοση που αναμένεται να παρουσιαστεί επίσημα προς το τέλος Οκτωβρίου!
(Εδώ θα ήθελα να σημειώσω ολοκληρώνοντας την αναφορά μου, ότι τα πρώτα ευρήματα από την έρευνα του Μιχάλη Βρεττάκη γύρω από την «Κυρά της Κάντια» δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα «Πατρίς» του Ηρακλείου, τον Δεκέμβριο του 2020, όταν εκείνος υπηρετούσε ως οικονομικός και εμπορικός σύμβουλος στην Ελληνική Πρεσβεία στη Βιέννη, γεγονός που αποτέλεσε το πρώτο βήμα για την ευρύτερη διάδοση και αναγνώριση της ιστορίας της ξενιτεμένης Παναγίας απ’ το Χάνδακα στη Βιέννη).