Βαρυστομαχιασμένος ήθεκε1 στο κρεβάτι του αποβραδίς, το ίδιο και σηκώθηκε την επαύριο Καθαροδευτέρα ο Σήφης τ’ Ανεγνώστη. Μεγάλες Αποκρές ήτανε μαθές οψές και «ίντα λογάται δα» να μη φάνε ένα πιάτο ζυμένια μακαρούνια σκιουφιχτά.

Μόνο που αυτός δεν έφαγε μόνο ένα! Τους βάλανε και μπόλικο τυρί αορείτικο2  από τα χορθιάτικα3  που τους φέρνανε οι βοσκοί από τον Εντίχτη, τ’ Αρμίχια και την Έργανο. Είχεν αυτός και δικά του τυροζουλάκια, μα γι’ αυτή τη δουλειά ήθελε αορείτικο και με καλό βότυρο καβουρντισμένο να τσιτσιρίζει πάνω στο τυρί στην κορφή του πιάτου. Είχε πιει και τα κρασάκια του, είχε πιει και τις ρακές του αποβραδίς.

Αντέτι τό ‘χανε στο χωριό και κάνανε παρέες παρέες και περνούσανε απ’ όλα τα σπίτια – που λέει ο λόγος – ν’ αποτυρώσουνε. Κρέας δεν έμπαινε στο τσικάλι εκείνη τη μέρα, γι’ αυτό εξάλλου τη λέγανε και Τυρινή. Οι πιο πολλοί ζυμένια μακαρούνια τρώγανε το μεσημέρι και αργά αργά αρχίζανε τσι μυζηθρόπιτες.

Κάνανε κι έναν άτυπο διαγωνισμό γεύσης της ξινομυζήθρας αφού συχνά πυκνά εγροίκας να ρωτάει ο ένας κι ο άλλος από ποιο βοσκό την είχε παρμένη τη μυζήθρα ο κάθε νοικοκύρης. Του ενός ήταν από του Ζερβού στο Στύλο, του άλλου ήτανε από τ’ Αρμίχια ή την Έργανο ή την Κούπα. Όλες καλές και νόστιμες μα του Δοξαθεού του φαινόταν πως η εδική του ήταν πια καλή.

Όσο έπρεπε ξινή χωρίς μπουχάγρα4  και αψάδα5. Του την είχε φέρει ο Κρασανός από τον Εντίχτη προ ημερών και ήτανε σάικα6 καλή. Τα μυζηθροπιτάκια είπενε της Πραξίας να τα κάμει φακελάκια έτσι για να ξεχωρίζουνε από τις πίτες της υπόλοιπης χρονιάς. Αντέτι7 κι αυτό και το είχανε οι πιο πολλοί.

Ξημέρωσε λοιπόν η Καθαροδευτέρα και οι νοικοκεράδες βγάλανε τα τραπέζια έξω στον ήλιο, βρέξανε την επιφάνειά τους και τα σκονίσανε με άθο8  για να τα καθαρίσουν αργότερα τρίβοντάς τα φύγει ακόμη και η μυρωδιά των φαγητών των προηγούμενων ημερών της κρεοφαγίας. Καθαρή Δευτέρα τη λέγανε κι έπρεπε να ‘ναι καθαρή σε όλα της!

Οι άντρες πάλι είχανε βγει στους δρόμους και στα πλαταιάκια περιμένοντας να φανούν οι λουμπουνάδες. Κάθε τέτοια μέρα πρωί πρωί κατέφταναν οι λουμπουνάδες από το Λασίθι και αντάλλασσαν τα νηστίσιμά τους με προϊόντα του τόπου, συνήθως λάδι ή φαγώσιμες ελιές. Ήξεραν εκεί την τέχνη να  ξεπικρίζουν τα λουμπούνια στις στέρνες του κάμπου. Κατέβηκε κι ο Δοξαθεός ίσαμε τη μικρή πλατέα να πει μια κουβέντα να δει τι γίνεται.

-Καλημέρα χωριανοί! Καλή Σαρακοστή να ‘χουμε!

-Καλημέρα και τσ’ αφεντιάς σου Σήφη! Μπας κι είδες του λόγου σου, που ‘σαι πια ανάδια9 , ανε φάνηκεν ο λουμπουνάς στο Μαντράκι;

Ο Σήφης ούτε είχε δει ούτε και τον πολυένοιαζε. Εκείνος είχε πει στην Πραξία τη γυναίκα του να βράσει ξερά κουκιά να τα κάμει παπούδια 10, θα έβαζε και δυο τρεις πατάτες οφτές στην παραστιά, ένα πιάτο ελιές αλατσολιές ή κολυμπάδες και σταρένιο παξιμάδι από το πιθάρι, ήτανε αρκετά για τη ξεροφαγία της μέρας. Για λιχουδιά υπήρχανε σύκα πιταρίδες11  φουρνιστές και καρύδια από τον Γέρο Κόλυμπο και δόξα τω Θεώ μια χαρά θα περνούσανε και χωρίς λουμπούνια.

Ήτανε όμως το σήμα κατατεθέν της Καθαρής Δευτέρας και «ίντα λογάται δα» πως δε θα ‘παιρνε κι αυτός μισή οκά για το σπίτι του. Θα ‘παιρνε και κάμποσο «χαλιβά», πάλι για το έθιμο. Η Ερήνη είχε φροντίσει να φέρει έγκαιρα δυο κουβάδες στο ντουκιάνι12  και κάθε τόσο έρχονταν παρέες παρέες τα κοπέλια να τους βάλει στο χασαπόχαρτο μια χουφτιά, να τρώνε να λερώνουνε τα …μουστάκια τους.

Κι όσο οι χωριανοί κουβέντιαζαν μεταξύ τους το ένα και τ’ άλλο και το πού ήσαν τέτοια ώρα οι λουμπουνάδες, ακούστηκε μεγάλη χλαλοή από τη κορφή του χωριού. Ντενέκες και ντενεκεδάκια να καταχτυπούν στο καλντιρίμι σάμπως κατεβαίνανε χίλιοι διαβόλοι. Τα κοπέλια άρχισαν να σκληρίζουν και να χώνονται13  κι οι γυναίκες μαντάλωναν τσι πόρτες και φώναζαν «μίστητί μου Κύριε κι ίντά ‘ναι τούτοσες ο χαλασμός»!

Αλαφιάστηκαν κι οι άντρες κι ήταν έτοιμοι ν’ αρχίξουν κι αυτοί να τρέχουν ζερβόδεξα. Εκείνη τη στιγμή είδαν το Χαραλάμπη, έναν μοσχοκούζουλο νεαρό, να κατεβαίνει τρέχοντας και πηδώντας με μουζωμένη μαύρη μούρη και ξεσκισμένα παλιόρουχα κι είχε δεμένες δυο ντενέκες με σκοινιά στη μέση του κι είχε κρεμασμένα στο λαιμό του κολαΐνα άλλα πιο μικρά ντενεκάκια. Αρχίσανε τα χάχανα οι άντρες, ξεμανταλώσανε οι γυναίκες και βγήκαν, ξεφοβηθήκανε και τα κοπέλια κι αρχίξανε να τονε ζυγώνουνε14. Εκείνος πέρασε με ουρλιαχτά τη μεσοστενιά, κατέβηκε στον ποταμό και ντίντιρε15  κατά τον Ξερόκαμπο. Ήταν ο πρώτος μασκαράς της μέρας μα θα ακολουθούσαν κι άλλοι αργότερα γιατί κι αυτό αντέτι πάππου προσπάππου ήτανε. Τη Κυριακή της Τυρινής μασκαρεύονταν τα παιδιά μα η Καθαροδευτέρα ήταν για τους μεγάλους.Είχανε με τούτα ξεχαστεί οι χωριανοί και χασκογελούσαν όταν ακούστηκε εκείνο το ελπιδοφόρο: «Σεέ! Ίσα κακομοίρη κι εφτάξαμε»! Γύρισαν και είδαν τον σύντεκνο το Φουκαραντώνη από το Λασίθι να ‘χει δυο μιγομάκια16  φορτωμένα στο γαϊδουράκι και να ‘ναι μεσοσώμαρα κι αυτός να καταφτάνει.

Χαιρετισμοί και καλωσορίσματα και «γιάντα μπρε ήργησες» και «πόσο τά ‘χεις τα λουμπούνια». Ψέλιζε διάφορες δικαιολογίες για την καθυστέρηση, πως τάχα δεν ήτονε και πολύ καλά οψές και πως έφταιγε και το κτηματάκι17  που δε προπατούσε γιατί ήτονε κακό πράμα. Η αλήθεια όμως ήτανε πως όταν κατέβαινε στ’ Αχλαδάκι  βγήκε από τη μάντρα ο αξάδερφός του ο Μπισκαδούρος και τονε προσκάλεσε κι αυτός άλλο που δεν ήθελε κάτσενε και ήπιανε δυο κρασάκια με το κατιτίς του αξαδέρφου. Ξεφόρτωσε στην αυλή του μαγαζού την πραμάτεια του, έδεσε και το ζώο παραπέρα κι ύστερα άνοιξε τα τσουβαλάκια και σιμώσανε οι χωριανοί να δουν τους κίτρινους καρπούς που ήρθαν από το Λασίθι.

Δεν ήταν και πολλά μεγάλα μα φταίει κι η ανυδριά η περυσινή, που δεν τα βοήθησε να μεγαλώσουν, ήτονε και κόπος να μαζευτούνε, να φυλαχτούνε χωρίς να σκουληκιάσουνε, να βράσουν , να ξεπικρίσουν δυο βδομάδες στη στέρνα, άρχισε να λέει ο λουμπουνάς για να φτάσει πως εζήτα μια οκά λουμπούνια μια οκά λάδι. Ακριβά τους φανήκανε, πισωγυρίσανε, σουσουρίσανε. Ύστερα έκανε την αρχή ο Ζαχάρης, εσίμωσε ξανά ο Μηνάς, ο Γιώργης, ο Μιχαήλος, σε μια ώρα είχε ξεπουλήσει. Ξενιάκο το λέγανε το χωριό τους, τζάμπα είχε το νάμι18  τση φιλοξενίας; «Κι ίντα λογάται δα σύντεκνε πως θα φύγεις! Ούτε να το συζητάς! Θα πεταχτούμε ίσαμε το σπίτι μα κιανείς δε σου πειράζει πράμα!».

Την ώρα που συνορίζονταν ποιος θα πρωτοπάρει τον σύντεκνο τον Φουκαραντώνη στο σπίτι του, φάνηκε μια πατούλια 19 από την κάτω γειτονιά. Άλλος είχε μουζωμένη τη μούρη του, άλλος φορούσε τσεμπέρι για να μη φαίνεται το πρόσωπό του. Άντρες ντυμένοι γυναίκες με τριχωτά πόδια ή γέροι ή γριές. Όλοι ντυμένοι λοήσιμα20.

Κάποιος είχε έναν τσούκο προσαρμοσμένο στη μούρη του αντί άλλης μάσκας κι ήταν το στένεμά του σαν μια τεράστια μύτη κι ένας άλλος πιο ζωηρός τον είχε βάλει μέσα στη κρητική τη βράκα που εφόριε κι έπαιρνε δήθεν παράπαντα για να ουρήσει και τον έβγαζε! Και «γειε τον καταραμένο ίντα κάνει» λέγανε οι γυναίκες που είχαν βγει ωστόσο κι αυτές στον δρόμο και χασκογελούσανε μα εξανοίγανε κιόλας να δούνε τι ήτανε αυτό που έβγαινε από τη βράκα μέσα!

-Χαρούμενη κι η γιαποδέλοιπη21  σαρακοστή χωριανοί! Ακούστηκε η φωνάρα του Νικόλαου από την ταράτσα του σπιτιού του.

Κι όλοι ανταποδώσανε:

-Καλή και βλοημένη! Και του χρόνου πάλι όλοι μαζί!

  1. ήθεκε = ξάπλωσε
  2. αορείτικο τυρί =τυρί που έκαναν οι βοσκοι στο βουνό και ωρίμαζε σε τρύπες και σπηλιές
  3. χορθιάτικα= πληρωμή με τυρί για την ενοικίαση των βοσκοτόπων
  4. μπουχάγρα= η μυρωδιά της μούχλας
  5. αψάδα = η λεγόμενη πικάντικη γεύση
  6. σάικα= πραγματικά, σίγουρα
  7. αντέτι= συνήθεια
  8. άθος = στάχτη
  9. ανάδια= μέρος με θέα
  10. παπούδια= κουκιά βραστά τόσο ώστε να μασηθούν
  11. πιταρίδες = αποξηραμένα ανοιχτά σύκα
  12. ντουκιάνι=καφενείο και παντοπωλείο
  13. χώνονται= κρύβονται
  14. ζυγώνω= κυνηγώ
  15. ντιντίρω= περνώ απέναντι
  16. μιγόμι=μισόγεμο τσουβάλι
  17. κτήμα= το γαϊδούρι
  18. νάμι= όνομα, φήμη
  19. πατούλια= παρέα
  20. λοήσιμα= λογής λογής
  21. αποδέλοιπη= υπόλοιπη

* Ο Εμμανουήλ Χετζογιαννάκης είναι μέλος του Συλλόγου Λογοτεχνών Ηρακλείου «ΚΡΗΤΩΝ ΛΟΓΟΣ».