Οι Ιταλοί αρχικά είχαν ενεργή συμμετοχή στην κατοχή της Κρήτης (1896) στα πλαίσια της επεκτατικής πολιτικής του ιταλικού ιμπεριαλισμού, καθώς ήδη από τον 19ο αιώνα είχαν καταλάβει τμήμα της Αιθιοπίας και της Σομαλίας (1882) και κυρίως τον 20ο αιώνα με την κατάληψη στη Λιβύη (1911), στα Δωδεκάνησα (1912) και στα Ιωάννινα (1916).

Η διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ο διαμελισμός των εδαφών της πρώην μεγαλοκρατορίας μετέτρεπε τη Μεσόγειο σε ένα χώρο ευδόκιμης στρατιωτικής δράσης και για την Ιταλία.

Ένα χρόνο μετά από τη Μικρασιατική Καταστροφή και μόλις ένα μήνα μετά τη δύσκολη υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης, όπου η Ελλάδα δεν κέρδισε όσα ευαγγελιζόταν η Μεγάλη Ιδέα, αλλά ευτυχώς δεν έχασε τα πάντα, κι ενώ η ανταλλαγή των πληθυσμών είχε ήδη συμφωνηθεί από τις 17 Ιανουαρίου 1923, η Ιταλία κάνει επίδειξη ισχύος.

Στον απόηχο της προκατασκευασμένης δολοφονίας των απεσταλμένων εκπροσώπων τους από τους Αλβανούς-όπως ένας τοπικός ληστής ομολόγησε-οι Ιταλοί επιτίθενται στην Ελλάδα.

Η Διεθνής Επιτροπή Διαχαράξεως των ελληνοαλβανικών συνόρων με αποστολές από την Αλβανία, από την Ιταλία και από την Ελλάδα και υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών εργαζόταν με αγαστή συνεργασία ήδη από το φθινόπωρο του 1922. Η Διεθνής Επιτροπή είχε ως αποτέλεσμα την επιτόπια έρευνα των πληθυσμών, ώστε τα σύνορα με τη Βόρεια Ήπειρο να χαραχθούν με ακρίβεια, βάσει εθνότητας.

Από την Ελλάδα επικεφαλής ήταν ο Δημήτριος Νότη Μπότσαρης και για την Ιταλία ο στρατηγός Tellini ο οποίος ήταν πολέμιος του φασισμού του Μουσολίνι στην Ιταλία.

Ο ιταλικός φασισμός είναι η πρώτη δεξιά «λαϊκή» δικτατορία στην Ευρώπη, που επιβλήθηκε το μεσοπόλεμο, με τις επίσημες ευλογίες της βασιλικής εξουσίας στην Ιταλία και της οικονομικής νομενκλατούρας των Ιταλών βιομηχάνων.

Την ίδια ημέρα που η Πρεσβευτική διάσκεψη κατοχυρώνει τη Βόρεια Ήπειρο στην Αλβανία, τότε στις 9 Νοεμβρίου 1921, ο Μουσολίνι ιδρύει στην Ιταλία το Εθνικό Φασιστικό Κόμμα. Τη Βόρεια Ήπειρο διεκδικούν άλλωστε τρεις χώρες: η νέα Αλβανία, η Ελλάδα, αλλά και η Ιταλία που την είχε καταλάβει πρόσκαιρα την εποχή του Εθνικού Διχασμού.

Στις 27 Αυγούστου 1923 οι πέντε εκπρόσωποι της ιταλικής πλευράς εντοπίζονται νεκροί έξω από την Κακαβιά. Νεκροί βρέθηκαν από τους Έλληνες που έπονταν ο Ιταλός στρατηγός Tellini, ο γιατρός ταγματάρχης Corti, ο υπασπιστής λοχαγός Bonaccini, ο Βορειοηπειρώτης διερμηνέας Αθανάσιος Κράβαρης και ο οδηγός του αυτοκινήτου.

Η ελληνική κυβέρνηση άμεσα ανταποκρίθηκε στο αίτημα της απόδοσης τιμών, επίσης ζήτησε συγγνώμη από την Ιταλία και τέλεσε μνημόσυνο για τους θανόντες. Ωστόσο, οι Έλληνες δεν ανταποκρίθηκαν στα έτερα αιτήματα του τελεσίγραφου των Ιταλών για ανακρίσεις με παρουσία Ιταλού εκπροσώπου, τη θανατική καταδίκη των υπαιτίων και την αποζημίωση ύψους πενήντα εκατομμυρίων λιρών!

Στις 31 Αυγούστου 1923, νωρίς το πρωί, ο ιταλικός στόλος βομβαρδίζει το λιμάνι της Κέρκυρας, ώστε να προασπίσει το γόητρο της γειτονικής χώρας, με αρχηγό εδώ και δέκα μήνες τον Μουσολίνι.

Τα προσφυγικά κύματα από τη Μικρά Ασία βρίσκονται ακόμα στο κάστρο της Κέρκυρας και σε καταυλισμούς ανά τη χώρα όταν η κυβέρνηση του εθνικιστή Μουσολίνι άφησε αιχμές για δόλο της ελληνικής πλευράς στη συμπλοκή επί αλβανικού εδάφους. Η Ιταλία έγινε απειλή ακαριαία, αν και πρωτύτερα είχε στηρίξει την Ελλάδα έναντι της Τουρκίας, μετά τη Μικρασία.

Σύμφωνα με τη συνθήκη προσχώρησης των Ιονίων Νήσων στην Ελλάδα, οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) ήταν ταυτόχρονα και προστάτιδες χώρες της ουδέτερης ζώνης της Κέρκυρας και των Παξών. Επομένως, έως το 1923, όταν η Ιταλία επιτίθεται αυτό γίνεται σε ουδέτερη περιοχή.

Εναντίον της Κέρκυρας, οι Ιταλοί απέστειλαν ανιχνευτικά ζέπελιν και πολεμικά θωρηκτά πλοία (4), καταδρομικά (5), ελαφρά καταδρομικά (5) και μεταγωγικά (8), με άλλα λόγια μια ολόκληρη αρμάδα. Ιταλοί στρατιώτες αποβιβάστηκαν στην προκυμαία, έφτιαξαν οχυρώματα μέσα στην πόλη κι έστησαν κανόνια στην παραλία.

Μετά την κατάληψη, και παρά τις αποτυχημένες εκκλήσεις του Μητροπολίτη Αθηναγόρα (μετέπειτα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως) για κατάπαυση του πυρός, οι κάτοικοι κλείστηκαν στα σπίτια τους και η ιταλική σημαία υψώθηκε στο φρούριο.00

Οι απώλειες στην ελληνική πλευρά ήταν τριάντα-πέντε τραυματίες και δεκαπέντε νεκροί, μάλιστα ανάμεσά τους ήταν πολλοί πρόσφυγες οι οποίοι διέμεναν στο παλαιό φρούριο.

Η Κοινωνία των Εθνών, γέννημα του μεσοπολέμου επίσης (1919), στάθηκε παρατηρητής, αμέτοχη των διαπραγματεύσεων, μολονότι τα άρθρα 10, 12, 13 και 15 της ιδρυτικής διακήρυξης προέβλεπαν τη διαιτησία από την Κοινωνία των Εθνών.

Με την εισβολή των Ιταλών από 31 Αυγούστου έως 27 Σεπτεμβρίου 1923, η φασίζουσα πολιτική της ιταλικής επιθετικότητας εκτοξεύεται στο γεωδυναμικό χάρτη της Βαλκανικής. Η κατάληψη στην Κέρκυρα θα λήξει υπό τη δαμόκλειο σπάθη της Χάγης και μετά τη διαμεσολάβηση της αγγλικής διπλωματίας –alea jacta est.

*Η Γεωργία Τσατσάνη είναι φιλόλογος-συγκριτολόγος