Η «Ημέρα Χημείας» στις 11 Μαρτίου τιμάται στο Ηράκλειο με εκδηλώσεις του Τμήματος Χημείας του Πανεπιστημίου Κρήτης και του τοπικού Τμήματος Ένωσης Ελλήνων Χημικών.

Αλλά από πού κατάγεται η λέξη Χημεία;

Η προέλευση της λέξης υπήρξε αντικείμενο πολλών συζητήσεων και σχολίων. Αλλά και γύρω από το όνομα και την ορθογραφία αυτής της επιστήμης υπήρξαν διαφορές. Άλλοι την ήθελαν Χημική (κατά το Φυσική, Ιατρική, κ.τλ.) επιστήμη και άλλοι απλώς Χημεία, όνομα που τελικά επικράτησε ως ορθό και αρχαϊκό. Και ως προς την ορθογραφία επικράτησε ο τύπος  Χημεία, αντί του  Χυμεία  που έγραφαν μερικοί παλαιότερα.

Ο αείμνηστος καθηγητής της Οργανικής Χημείας Γ.Θ. Ματθαιόπουλος σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε το 1921 αναφέρει: “ο σπουδαιότερος ίσως λόγος ίνα παραδεχθώμεν την γραφήν  Χημεία και την ρίζαν αυτής ξενικήν, είναι ότι υπήρξαν οι πραγματικώς εξελληνίσαντες την λέξιν ταύτην, ονομάσαντες την νέαν τέχνην Μέλαινα, διότι χημεία τούτο σημαίνει”.

Η ρίζα της λέξης χημεία είναι σημιτική.

Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι ονόμαζαν την Αίγυπτον Χ έ μ ι, δηλαδή ‘χώρα της μελαίνης γης’, λόγω του μαύρου εδάφους της κοιλάδας του Νείλου και των μεταλλείων και μάλιστα άφθονα του χρυσού από όπου πλουτιζόταν ο θησαυρός των βασιλιάδων”. Επισημαίνεται ότι  σημιτική είναι και η ρίζα της λέξης χρυσός.

Άλλη αμφίβολη ετυμολογία είναι ότι παράγεται εκ της χώρας του Χημ  ή  Χαμ, νεώτερου γιού του Νώε, ο οποίος εθεωρείτο ως ο εφευρέτης της μαγείας. Άλλες ετυμολογικές ερμηνείες δεν ευσταθούν, ότι δηλαδή προέρχεται από το όνομα μυθικού Αιγυπτίου προφήτη Χήμη, ή ότι είναι ελληνική και προέρχεται από το χέω, ή εκ του  χήμη, είδος καμίνου, που ονομάστηκε χήμη  διότι ‘έχει στόμιον ανοικτόν και κεχηνός’, όπως το όστρακον, είδος αχηβάδας: ‘χήμη πόθεν ανεμίχθη τη των Ελλήνων φωνή άδηλον` οι γαρ αρχαίοι κογχύλην λέγουσι τούτο» (Φρύνιχος 180 μ.Χ). «Το όνομα άρα χημεία προήλθεν εκ του ρήματος χημεύω του σχηματισθέντος αναλόγως προς το καμινεύω»,  συμπεραίνει ο Ματθαιόπουλος.

Ο τύπος Χυμία  που απαντά στους Βυζαντινούς κατά τον Εμμ. Ι. Εμμανουήλ οφείλεται πιθανώς «εις ημαρτημένην ετυμολογίαν εκ του χύμα  ή  χυμός»  ενώ ο τύπος Χυμεία  από «το ειδικόν της χρυσοποιίας σύνθεμα εκ του χυτού (των αρχικών ουσιών) συναποτελούμενον χύμα», είναι κατά Ματθαιόπουλον τουλάχιστον πολύ εξεζητημένη.

Ο Πλούταρχος (Ηθ. 364c) μνημονεύει τη λέξη Χημία ως όνομα Chemi της Αιγύπτου και επεξηγεί: «την Αίγυπτον εν τοις μάλιστα μελάγγειον ούσαν, ώσπερ το μέλαν του οφθαλμού, Χημίαν καλούσι και καρδίαν παρεικάζουσιν». Εκ της σημασίας της λέξεως αυτής διαπλάστηκε και η Kemi, τέχνη  μέλαινα,  την οποίαν ασκούσαν οι Αιγύπτιοι, δηλαδή μαύρη, σκοτεινή, μυστηριώδης και δυσεξακρίβωτη.

Σημειωτέον ότι κατά τη σύντηξη των μετάλλων το αρχικό στάδιο,  προ της εμφανίσεως του κίτρινου για το χρυσό και του λευκού για τον άργυρο, το τήγμα ήταν μαύρο.

Οι Άραβες παρέλαβαν τη λέξη χημεία από την Ελληνική, πρόταξαν σύμφωνα με τη γραμματική τους, το άρθρο al και σύναρθρη  alchemia  την μετέδωσαν στους Ευρωπαίους, στην τότε επιστημονική γλώσσα, τη λατινική. Η λέξη alchemia απαντά στην αστρολογική πραγματεία Mathesis που γράφτηκε το 336 μ.Χ.

Η  αλχημεία,  υπό την επίδραση των μυστικών επιστημών της Ανατολής, της μαγείας και της αστρολογίας, ήταν η απόκρυφη επιστήμη, το μυστηριώδες έργο της Χημείας του Μεσαίωνος (476 – 1453 μ.Χ).

Ως γνωστόν, σκοπός των αλχημιστών ήταν η εξεύρεση της χρυσοποιού                      φιλοσοφικής  λίθου (lapis philosophorum) και του  ελιξηρίου  της ζωής (elixirium vitae), δηλαδή μιας ουσίας με δύναμη ανανέωσης του ανθρώπου – το ελιξήριο της νεότητας,  που αναζητεί σήμερα και η Γηραιά Ηπειρος ενόψει του δημογραφικού κινδύνου.

Τα διάφορα ελιξήρια (el – iksir = λίθος της γνώσεως) μπορούσαν να θεραπεύσουν κάθε ασθένεια, να προσδώσουν μακροβιότητα και πλούτο στους φτωχούς, λόγω μετατροπής, με τη βοήθεια της φιλοσοφικής λίθου, των ευτελών μετάλλων σε χρυσό και υπό την επίδραση θρησκευτικών ιδεών να προσπορίσουν φρόνηση και αρετή!

Πλην των αλχημιστών και φιλόσοφοι πίστευαν στη φιλοσοφική λίθο και απόδωσαν σ’ αυτήν τη μακροβιότητα του Νώε, και των πατριαρχών της Παλαιάς Διαθήκης.

Βέβαια, οι αλχημιστές μέσα στα απόκρυφα εργαστήριά τους διακοσμημένα με διάφορα ζώα, δεν κατόρθωσαν ότι ζητούσαν, αλλά στην εποχή μας η μεταστοιχείωση μετάλλων είναι γεγονός.

Σήμερα η λέξη αλχημεία χρησιμοποιείται μεταφορικώς με τη σημασία της εξαπατήσεως κατά τρόπο μυστηριώδη, «μαγειρεύματος εν κρυπτώ» και πραγματοποιήσεως επιδιώξεων με απόκρυφες, ανεξιχνίαστες ενέργειες νοθείας και αλλοίωσης κατάστασης ή αποτελέσματος.

Τέλος, κατά την παράδοση την αλχημεία εφεύρε ο Θωθ, ο Ερμής  ο  Τρισμέγιστος των Αιγυπτίων.

Γι’ αυτό οι νεότεροι αλχημιστές  αποκαλούσαν το έργο τους «ερμητική  τέχνη» και σφράγιζαν τα δοχεία που χρησιμοποιούσαν με τη σφραγίδα του Ερμή, εξού και η φράση «ερμητικώς κλειστόν» και «ερμητικώς σφραγισμένο» .

Πηγές:

Αρχεία της Φαρμακευτικής  – Αθήναι 1921.

Εμμ. Ι. Εμμανουήλ: Ιστορία της Φαρμακευτικής – Αθήναι 1948

Γ.Κ. Φωκά: Ιστορία της Φαρμακευτικής – Θεσσαλονίκη 1977

Μιχ.Κ. Ιατρού : Πόθεν και Διατί  – Αθήναι  1972.