Στην προσπάθεια μου να φέρω το παρελθόν στο παρόν και να γίνει η ποθητή σύγκριση, θα ασχοληθώ σήμερα με τον τρόπο που καλλιεργούσαν τη γη οι άνθρωποι της εποχής των δεκαετιών 40, 50, 60 και μετέπειτα. Ο καθένας θα διαπιστώσει αμέσως και αβίαστα, ότι ουδεμία σχέση υπάρχει ανάμεσα στο χθες που βιώσαμε και στο σήμερα, που ευτυχώς, εξακολουθούμε να βιώνουμε.

Λοιπόν. Θα αναφερθώ πρώτα απ’ όλα, στον κήπο μας, που ήταν και ο κύριος τροφοδότης του τσικαλιού μας. Σκάβαμε τη γη με το σκαπέτι. Με τη γνωστή σκαλίδα. Η σκαλίδα, το σκαπέτι, ήθελαν πρώτα πρώτα μπράτσα. Ήθελαν δύναμη, ήθελαν κόπο, ήθελαν κάματο και ιδρώτα. Την ποτίζαμε τη γη με ιδρώτα και εκείνη φαίνεται το καταλάβαινε αυτό, της άρεσε και μας έδινε πίσω, μυρισμένα, νόστιμα, γεμάτα ουσία προϊόντα.

Σκάβαμε, διαλέγαμε χόρτα και ζιζάνια, δεν ξεχνώ ποτέ τους τριβόλους, που μας κάρφωναν και πονούσαμε. Τα καίγαμε τα ζιζάνια. Κάθε ζιζάνιο πρέπει να ρίπτεται στην πυρά, να καθαρίζει ο τόπος. Ξανασκάβαμε και στη συνέχεια, βολοκοπούσαμε και σέρνοντας ένα βαρύ ξύλο στρώναμε το χωράφι, χωρίζοντας το στα λεγόμενα σανίδια. Στη συνέχεια αυλακιάζαμε, ζωγραφίζοντας πάνω στην εύφορη γη  τα αυλάκια. Εύφορη γινότανε και με την πρόσμειξη της κοπριάς της χωνεμένης που βγάζαμε όταν καθαρίζαμε το στάβλο. Κάθε αγροτικό σπίτι στο χωριό τα χρόνια εκείνα, είχε στάβλο για να σταβλίζει τα ζώα που είχε.

Θα πούμε παρακάτω γι’ αυτό. Στη συνέχεια με ένα σκληρό ξύλο που ήταν ειδικά πελεκημένο, ώστε να έχει και χερούλι, τρυπούσαμε το χώμα και βάζαμε μέσα τους σπόρους τους ευλογημένους.  Κάναμε τους λεγόμενους καταπότες και αφήναμε το νερό από τη στέρνα να κυλήσει και να μπει μέσα στο αυλάκι, ενώ ο μύλος με τα οκτώ πανιά, γύριζε αδιάκοπα, βγάζοντας το κρύο νερό από το πηγάδι. Αφού γέμιζε το αυλάκι νερό, με τη σκαλίδα σέρνανε  το χώμα και το νερό πήγαινε στο άλλο αυλάκι.

Αυτό το λέγαμε κόψιμο. Φάρμακα, φυτοφάρμακα εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν, εκτός από το θειάφι και την μπλάβη πέτρα. Στη συνέχεια ακολουθούσε κι άλλο σκάψιμο το λεγόμενο καταβόλεμα. Η ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων άριστη. Τι μυρωδιά και τι ουσία ήταν εκείνες. Ανεπανάληπτες. Σήμερα είναι άγνωστες. Το πολύ πολύ να γινόταν ένα ραντισματάκι με μπλάβη πέτρα. Το χωριό μου, το Καστέλι Πεδιάδας ήταν μια περιοχή γεμάτη αμπέλια. Το αμπέλι είναι μια φυτεία, πολύ δύσκολη στην καλλιέργεια. Απαιτεί μεγάλη φροντίδα καθώς γνώση και τέχνη. Ξεκινώ από το σκάψιμο.

Το σκάψιμο είχε μεγάλη φασαρία. Ερχόταν στο χωριό εργάτες από άλλα χωριά. Καθότανε όλη νύχτα, στην πλατεία, στου Δοξαστάκη. Το πρωί πήγαιναν οι ενδιαφερόμενοι και έπαιρναν τόσους εργάτες, όσους ήσαν οι σειρές, τα λεγόμενα καρύκια. Καρύκι είναι η αναμεσάδα που ορίζουν δυο σειρές. Αρχίζει το σκάψιμο πρωί πρωί. Γύρω στις 10 η ώρα τους προσφέραμε το λεγόμενο κολατσιό. Το μεσημέρι το λεγόμενο μεσημεριανό, και το απόγευμα ακολουθούσε η λεγόμενη, μαρέντα. Η δουλειά άρχισε με την ανατολή του ήλιου και τελείωνε με τη Δύση. Είχε προηγηθεί το κλάδεμα. Το κλάδεμα απαιτούσε γνώση και τέχνη.

Οι κλαδευτάδες ήξεραν που θα κόψουν και που θα αφήσουν. Την άνοιξη οι οφθαλμοί άνοιγαν και πρόβαλαν τα πρώτα φυλλαράκια τρυφερά τρυφερά όμορφα και χαριτωμένα. Τώρα πρόβαλε ένας άλλος αδυσώπητος εχθρός, η λεγόμενη πάχνη. Τι ήταν η πάχνη; Μα ήταν η πτώση της θερμοκρασίας, κάτω από το μηδέν. Η παγωνιά αμέσως κατάστρεφε τα τρυφερά φιλαράκια γιατί πάγωναν οι χυμοί που κυκλοφορούσαν στα αγγεία του η διαστολή έσπαγε τα αγγεία και τα φυλλαράκια καταστρέφονταν.

Μεγάλη καταστροφή. Πως αντιδρούσε ο κόσμος μπροστά στον κίνδυνο αυτό; Ορίζονταν οι σκοποί που ξενυχτούσαν παρακολουθώντας την πορεία της θερμοκρασίας. Όταν η θερμοκρασία πλησίαζε το μηδέν, ώστε το υγρό να γίνει πάγος χτυπούσε σειρήνα που ήταν τοποθετημένη στο μεϊντάνι. Οι κάτοικοι  ξυπνούσαν και έτρεχαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν , έβαζαν φωτιά στα συσσωρευμένα υλικά κυρίως κλίματα και άχυρα, η πανιά εμποτισμένα με πετρέλαιο. Ο καπνός και η φωτιά εμπόδιζαν την θερμοκρασία να πέσει στο μηδέν και έτσι τα αμπέλια, την έβγαζαν καθαρή.

Ακολουθούσε το σκάψιμο, και στη συνέχεια το ξεφύλλισμα και το κουτσοκόρφισμα.  Ένας άλλος θανάσιμος εχθρός του αμπελιού ήταν ο περονόσπορος. Ένας μύκητας που καταστρέφει τα φύλλα αντιμετωπίζονταν με ράντισμα με μπλάβη πέτρα, ο γνωστός σήμερα ως χαλκός.

Δόξα τω Θεώ έχω ρίξει αμέτρητες ραντιστήρες πλάτης, που ήσαν σε βάρος γύρω στα 20 κιλά. Τα λουριά της ραντιστήρας πλήγωναν τους ώμους που πονούσαν για μέρες. Κάποτε και μετά την γιορτή της Παναγίας τον Αύγουστο, ερχόταν η ώρα επιτέλους της συγκομιδής. Ο περιβόητος τρύγος. Γνωστό το «Θέρος, Τρύγος, πόλεμος». Εκατοντάδες γυναίκες και άντρες ξεχύνονταν στα αμπέλια.

Οι γυναίκες ήσαν οι κόφτρες και οι άντρες κουβαλούσαν τα σταφύλια έξω από το αμπέλι, και τα φόρτωναν στα γαϊδουράκια αφού είχαν προσθέσει το σαμάρι, τις λεγόμενες ξυλογάιδαρες. Τα σταφύλια μεταφέροντας το λεγόμενο οψιγιά. Το έδαφος στρωμένο και πάνω σ’ αυτό ένα χοντρό ειδικό χαρτί, το σταφιδόχαρτο. Τα σταφύλια μέσα στα τρυπητά η τσιγγάκια βαφτίζονταν μέσα σε ποτάσα και κατόπιν απλωνόταν στο χαρτί για να ξεραθούν από τον αυγουστιάτικο ήλιο και να γίνουν σταφίδες. Ένα παραδοσιακό ποιηματάκι σχετικό έλεγε:

«-Όντε(ν) ήμουνε κοπέλι, φύλαγα έναν αμπέλι, κι ήρθανε τρεις αδερφίδες, να μου κλέψουν τις σταφίδες. Πρώτα ήρθε η μεγάλη να με βάλει στο τσουβάλι, ήρθε και η μεσακή να με βάλει στο σακί. Έρχεται κι η πιο μικρή και μου δίνει ένα φιλί!»…

Ραντίζαμε με ποτάσα τις σταφίδες και τις γυρίζαμε. Την κάτω πλευρά φέραμε απάνω ώστε να την ψήσει ο ήλιος κι αυτός και να ολοκληρωθεί η σταφιδοποίηση. Ακολουθούσε η περισυλλογή. Αφού λιχνίζαμε την σταφίδα για να καθαριστεί από τα ξύλα τη βάζαμε στα τσουβάλια και την κουβαλούσαμε στο σπίτι.

Αρκετές ήταν οι φορές που καιρός μας έπαιζε άσχημα παιχνίδια. Με άλλα λόγια, μας έβρεχε την σταφίδα, χαμηλώνοντας έτσι την αξία της. Κάποια χρονιά μάλιστα, που την είχαμε απλώσει στο αεροδρόμιο έβρεξε τόσο πολύ ώστε παρέσυρε όλη τη σταφίδα και η σοδειά χάθηκε. Το ερώτημα που τίθεται είναι: σήμερα υπάρχει παραγωγή της σταφίδας;

Εύκολα κανείς μπορεί να απαντήσει. Η παραγωγή της σταφίδας σήμερα είναι μηδαμινή σχεδόν ανύπαρκτη. Οι συμπαθείς σταφιδεργάτες εξαφανίστηκαν και τα σταφιδεργοστάσια έκλεισαν. Στη χώρα μας σήμερα κυκλοφορεί δυστυχώς η σταφίδα Τουρκίας. Μια σύντομη εξήγηση που πολλοί αποφεύγουν να δώσουν είναι, ότι η σταφίδα για να παραχθεί απαιτεί τεράστιο κόπο και οι σημερινοί άνθρωποι απεχθάνονται τον κόπο, τον κάματο, τον ιδρώτα. Ύστερα από σκέψη και βασανιστικό προβληματισμό καταλήγω στο συμπέρασμα, που σίγουρα δεν θα αρέσει σε πολλούς. Η δημιουργία δεν είναι πίτα που πέφτει από τον ουρανό.

Η δημιουργία δεν είναι ενασχόληση για να περάσει η ώρα, είναι κόπος, μόχθος, αγώνας, στέρηση, προσπάθεια συνεχής, και οπωσδήποτε αποτέλεσμα ανάγκης. Ας σκεφτούμε την φτώχεια της εποχής εκείνης και βασάνων και ας αναλογιστούμε το σήμερα. Θα βρούμε τεράστιες διαφορές. Βρίσκω σκόπιμο να γράψω ένα ποιηματάκι για το αμπέλι του Κώστα Κρυστάλλη:

«-Aμπέλι μου πλατύφυλλο

και κοντοκλαδεμένο,

για δεν ανθείς, για δεν καρπείς,

σταφύλια για δεν βγάνεις;

Mε χάλασες, παλιάμπελο,

κι εγώ θα σε πουλήσω.

― Mη με πουλάς αφέντη μου

κι εγώ σε ξεχρεώνω.

Για βάλε νιους και σκάψε με,

γέρους και κλάδεψέ με.

Bάλε γριές, μεσόκοπες,

να με βλαστολογήσουν.

Bάλ’ και κορίτσια ανύπαντρα

να με κορφολογήσουν»

Αυτό που πρέπει να αναφέρω είναι το παρακάτω: μια μέρα, άνοιξη του 1961 θα ήταν καθώς σχόλασα από το σχολείο, γυμνάσιο Καστελλίου και πήγαινα στο σπίτι. Στο δρόμο ξαφνικά, είδα μαζεμένους πολλούς ανθρώπους σε ένα αμπέλι. Ωχ σκέφτηκα, κάτι θα έπαθε κάποιος συνάνθρωπος και είχαν μαζευτεί εκεί. Ευτυχώς δεν είχε πάθει κανείς κάτι κακό.

Απλά είχε έρθει στο χωριό, η πρώτη σκαφτική μηχανή. Θυμάμαι ακριβώς. Μια γιαπωνέζικη «Άγκρια»,  με τροχούς που έσερνε την φρέζα. Έσκαβε τέλεια. Ούτε βώλοι, ούτε χόρτα, εντελώς επίπεδο το χωράφι. Αυτή η μηχανή κατάργησε το σκαπέτι και τα ανθρώπινα μπράτσα. Ο ιδιοκτήτης είχε ένα μπλοκάκι και έγραφε μόνο που θα πάει. Αυτή ήταν μια τεράστια μεταρρύθμιση. Αυτό ήταν εισαγωγή στην μηχανοκίνητη καλλιέργεια. Αλλαγή όχι ψέμματα.

*Ο Λεωνίδας Κανελλής  είναι συνταξιούχος δάσκαλος