Ήταν τόσο όμορφα! Εκεί στα βουνά του κοσμοπολίτικου νησιού, στις πανέμορφες και δεντροφυτεμένες, μέχρι το κυμοθάλασσο, ακρογιαλιές του, στα φαινομενικά αφιλόξενα, αλλά αγέρωχα από την εποχή των πειρατών ακρωτήριά του, τα οποία πολλές φορές δέρνει αλύπητα η μανιασμένη και ανταριασμένη θάλασσα, έτσι που να σου θυμίζει ότι βρίσκεσαι στο βόρειο Αιγαίο!
Στο «μπουγάζι», που λένε οι παλιοί ναυτικοί, που τους βαρείς χειμώνες τούς βλέπεις να είναι καθισμένοι αμέτρητες ώρες στα διάφορα καφενεία του νησιού και να διηγούνται πολλές ιστορίες και περιπέτειές τους, από το συχνό αυτό περάσμά τους.
Στο βάθος, κάπως μακριά βέβαια, η πόλη της Σαλονίκης. Απέναντι ακριβώς, η χερσόνησος της Μαγνησίας, με τα γραφικά αλλά και φιλόξενα χωριά του Πηλίου, και λίγο πιο κάτω το καταπράσινο νησί της Εύβοιας.
Λες και επέλεξε αυτό τον τόπο ο μεγάλος μας διηγηματογράφος, αφήνοντάς μας καταπληκτικά αριστουργήματα. Τα χριστουγεννιάτικα κείμενα του Παπαδιαμάντη, κάθε φορά και ειδικά αυτές τις άγιες ημέρες, γοητεύουν τον αναγνώστη!
Σε ποιο από τα χριστουγεννιάτικα έργα του να σταθεί κανείς; Ποιο να πρωτοεπιλέξει; Τη σταχτομαζώχτρα; Στο Χριστό στο κάστρο; Τον Αμερικάνο; Τα φώτα-ολόφωτα ή την υπηρέτρα; Το καθένα έχει την ξεχωριστή του ομορφιά και χάρη και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του.
«Ήταν περίπου δεκαοχτοέτιδα η Ουρανιώ, κόρη του μπάρμπα-Διόμα, ενός παλιού καπετάνιου, που πτώχευσε κι έγινε βαρκάρης στα γηρατειά του, κουβαλώντας, όπως συνηθιζόταν, προμήθειες σε διαφόρους.
Έτσι συνέβη και την παραμονή των Χριστουγέννων, όπου ο γέρο-ναυτικός έφυγε γύρω στο μεσημέρι, αφήνοντας μόνη στο σπίτι την ορφανή από μητέρα κόρη του, Ουρανιώ. Γρήγορα περνούσαν οι ώρες κι εκείνη δίπλα στο αναμμένο τζάκι, ολομόναχη, περίμενε τον ηλικιωμένο πατέρα της!
Το βαθύ σκοτάδι, μαζί με το τσουχτερό κρύο, την έκαναν να απογοητεύεται ολοένα και περισσότερο. Είχαν, βλέπετε, περάσει αρκετές ώρες και ο μπάρμπα-Διόμας, φορώντας μέχρι τ’ αυτιά του το παμπάλαιο φέσι του και το αμπαδίστικο βρακί του, κατέβηκε στο γιαλό, όπως έλεγε, και αφού μπήκε στην κακοποδωμένη βάρκα του, κωπηλατώντας, πήγαινε στο κοντινό μικρό νησάκι που λέγεται Τσουγκριά και είναι δίπλα στη Σκιάθο.
Ήξερε καλά τη δουλειά του, από δώδεκα χρονών ήταν στα καΐκια και στη θάλασσα, αλλά ατύχησε στη ζωή του. Όλα τα βάσανά του τα θυμόταν και τα διηγούταν στους ανέμους και στα κύματα. Πολλές φορές συμβαίνουν αυτά. Σύνταξη δεν είχε πάρει και προσπαθούσε με την «υπηρέτρα» του (ήταν το όνομα της βάρκας του) να βγάλει το ψωμί του.
Τη φόρτωσε λοιπόν, με πέντε έως έξι ζευγάρι ορνίθων, με αυγά, με τυρί, με γαλοπούλες και ετοιμαζόταν να αποπλεύσει. Εκείνη τη στιγμή φθάνει ο κουμπάρος του, ο Σταθαρός. Τον παρακαλεί να του μεταφέρει μαζί με το προαναφερόμενο φορτίο και τον γάιδαρό του στο νησάκι.
Μία δραχμή ήταν ο ναύλος, σημαντικό ποσό για τον μπάρμπα-Διόμα, που του εξασφάλιζε τα τσιγάρα και το κρασί των τριών σχολάσιμων ημερών των Χριστουγέννων. Τόσο βέβαια ευχαριστήθηκε ο κουμπάρος του, που τον φίλεψε μία μυζήθρα και λίγα αυγά.
Ξαφνικά, «εν πλώ», το συμπαθές τετράποδο μ’ ένα λάκτισμα σπάει τα σανίδια της βάρκας και όλο μαζί το φορτίο, όρνιθες, ινδιάνοι, αυγά, τυριά φυσικά και ο αίτιος της συμφοράς, βρέθηκαν στον πάτο της θάλασσας.
Ο γερο-ναυαγός, με φωνές και υπεράνθρωπες προσπάθειες, ζητούσε βοήθεια, με όση δύναμη τού είχε απομείνει. Ένα τρεχαντήρι τον αντιλαμβάνεται και πλησιάζει περισυλλέγοντάς τον, παγωμένο και μισοπεθαμένο.
Προσπαθούν με εισπνοές και εντριβές, αφού του άλλαξαν ρούχα, να τον επαναφέρουν στη ζωή. Ξαφνικά, ανοίγει τα μάτια του και τι να δει.
Το πλοίο που τον μεταφέρει είναι γεμάτο βαρέλια με κρασί. Άλλο που δεν ήθελε και άρχισε να το αναζητά. Οι ναύτες δεν του χαλούν χατίρι, δίνοντάς του ένα μπουκάλι με γλυκόπιοτο μαύρο κρασί, το οποίο και ρούφηξε, χωρίς να πάρει ανάσα.
Στο σπίτι του, ωστόσο, η κόρη του, το Ουρανιώ, τον περίμενε. Την ώρα εκείνη, κάποιοι γείτονές της την πλησιάζουν, λέγοντάς της ότι ο πατέρας της ναυάγησε, αλλά σώθηκε και είναι υγιής. Πράγματι! Ύστερα από λίγη ώρα, φτάνει το «οινοφόρο» τρεχαντήρι, με το οποίο αποβιβάζεται ο μπάρμπα-Διόμας.
Πηγαίνει στο σπίτι του. Δάκρυα από την κόρη του και από τον ίδιο, που γίνονται δάκρυα χαράς. Ο πατέρας της δεν έφερε ούτε αυγά, ούτε μυζήθρα, ούτε όρνιθα. Έφερε το πολύπαθο σκληραγωγημένο και θαλασσοδαρμένο κορμί του με τα ροζιασμένα χέρια του, τα οποία θα τον βοηθήσουν να εργάζεται, όσο μπορεί ακόμα, για τον εαυτό του, μα κυρίως για το παιδί του!».
Ημέρες χαράς, οι γιορτινές αυτές μέρες, οι «χρονιάρες», όπως ο λαός μας τις αποκαλεί. Ας δώσουμε αυτή τη χαρά στους συνανθρώπους μας, προπάντων όμως στα παιδιά μας. Ας μη λείψει ποτέ το χαμόγελο από τα χείλη τους.
Αυτές οι μικρές ή οι μεγάλες ιστορίες του Παπαδιαμάντη, οι γεμάτες από ζωντάνια αναμνήσεις του, τα διηγήματά του, οι περίτεχνες αφηγήσεις του, τα μυθιστορήματά του, μας μαρτυρούν το σπουδαίο του έργο! Ένας κόσμος ολόκληρος, που με πρόσχημα τη Σκιάθο σχηματίζει ένα Αρχιπέλαγος, που απλώνεται πολύ πιο πέρα από τα χωρικά μας ύδατα, στα ταραγμένα κύματα μιας Οικουμένης!
Εκεί που στα βαθυγάλανα αιγαιοπελαγίτικα νερά, λίγο πριν το νησί του Παπαδιαμάντη, βρίσκεται ο φάρος του «Λευτέρη», ο αρχαιότερος φάρος στον κόσμο, το αρχαιότερο κτίσμα ναυσιπλοΐας, 250 χρόνια πριν κτιστεί ο φάρος της Αλεξάνδρειας.
Εκεί όπου οι Πέρσες, κατεβαίνοντας το Αιγαίο κατά τη διάρκεια της δεύτερης αποτυχημένης περσικής εισβολής, στο σημείο αυτό έχασαν πολλές τριήρεις και πολεμιστές. Όλα αυτά γίνονται το 480 π.Χ. Σε ανάμνηση αυτού του γεγονότος, ο Ξέρξης έκτισε αλεώριο (ψηλό Πύργο), που θεωρείται το αρχαιότερο στον κόσμο, παρέχοντας ασφάλεια στους ναυτιλομένους.
Λέγεται, βέβαια, ότι χρησιμοποιήθηκε το ορυκτό δολομίτης (μείγμα μαγνησίου και ασβεστίου) από τα νταμάρια του Νοτίου Πηλίου (της Σηπιάδας), όπως αναφέρεται. Όπως αναφέρει και ο Ηρόδοτος, ο φάρος, ο «Λευτέρης», στήθηκε πάνω στον ύφαλο που έφερε το όνομα «Μύρμηξη».
Ο φάρος του Λευθέρη δεν θα μπορούσε να λείψει από τις αναφορές του Μεγάλου Σκιαθίτη των Γραμμάτων, του μοναδικού Έλληνα μυθιστοριογράφου, Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Ο κυρ Αλέξανδρος, στο έργο του «Ο φτωχός Άγιος», αναφέρεται στον «αντικρύ κείμενο Λευθέρη!».
Κείμενο, που ανέσυρα από τα Άπαντά του, τόμος Β΄, σελίδες 217-218, των οποίων επιμελείται ο συνεργάτης -χρόνια τώρα- της Βικελαίας Βιβλιοθήκης και σεβάσμιος φίλος, ένας από τους κορυφαίους φιλολόγους, λογοτέχνες και κριτικούς εκδότες, ο Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος.
Από καρδιάς, θα ήθελα να του απευθύνω έναν χαιρετισμό και όλες μου τις ευχαριστίες για την μακροχρόνια και εποικοδομητική συνεργασία μας!