Όταν μιλάμε για την Πράσινη ανάπτυξη, εννοούμε την ανάπτυξη που στηρίζεται στην αειφορία και όχι στην κατασπαταληση των πρώτων υλών του πλανήτη μας, που ούτως ή άλλως οδεύουν προς εξάντληση, με ταυτόχρονη προστασία του περιβάλλοντος, που ασφυκτιά και από το φαινόμενο του θερμοκηπίου με δυσμενέστατες επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής των πολιτών.
Στο πλαίσιο λοιπόν της Πράσινης Ανάπτυξης, κυρίαρχο ρόλο θα διαδραματίσουν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (Ηλιακή, Αιολική, Βιομάζα) κ.λπ.
Ιδιαίτερα η Ηλιακή Ενέργεια, που βασίζεται στην αξιοποίηση της εκπεμπόμενης, από την γέννηση του συμπαντος, ζωοφόρου ακτινοβολίας του Ηλιου, με στόχο την υποκατάσταση του ρυπογόνου πετρελαίου ως κινητήριας δυναμης για τη λειτουργία των οχημάτων και της βιομηχανίας.
Είναι γνωστό, βεβαια, ότι η ενέργεια, σε όλες της τις μορφές, από την εποχή του ανεμόμυλου μέχρι τους σύγχρονους κινητήρες «WANKEL», από τους μοχλούς των πυραμίδων μέχρι τις γιγάντιες γερανογέφυρες και από τα πρωτόγονα καμίνια μέχρι τις υπερμεγέθεις υψικαμίνους, υπήρξε η κινητήρια δύναμη της παραγωγικής μηχανής.
Η βιομηχανική επανάσταση του 19ου αιώνα ήταν γέννημα της αφθονίας της παροχής της και έργο της η αλλαγή της μορφής του κόσμου τον 20ο αιώνα.
Σήμερα όμως η φάση αυτή αγγίζει το οριακό της σημείο. Κρίση ενεργειακή, περιβαλλοντική, κρίση οικονομική και κρίση δομών κατανάλωσης μαστίζουν τη σύγχρονη ανθρωπότητα.
Η διέξοδος από το φαύλο κύκλο αναγκαστικά μας οδηγεί στην αμφισβήτηση της λογικής και του μοντέλου ανάπτυξης.
Η τεχνολογία άλλωστε αυτή καθ’ αυτή δεν είναι παρά ένα εργαλείο που εξυπηρετεί την κοινωνική ανάγκη που το γέννησε.
Σήμερα, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, απαιτείται η έρευνα των δυνατοτήτων επέμβασης της «ηλιακής τεχνολογίας» σε ένα τομέα θεμελιακό και συνάμα νευραλγικό, τη Βιομηχανία.
Η μεταπολεμική πολιτική της στήριξης των ενεργειακών μας αναγκών στην εισαγωγή πετρελαίου, ενώ αφέθησαν οι ντόπιες πηγές ενέργειας ανεκμετάλλευτες, δεν είναι άσχετη με την επιρροή των εταιρειών πετρελαίου στη διαμόρφωση της ενεργειακής πολιτικής της χώρας μας.
Η συνολική κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας στην Ελλάδα έφθασε ετησια πανω από τα 26,4 εκατ. τόνους ισοδύναμου πετρελαίου, με μέσο ρυθμό αύξησης το 5,8%.
Με τις διαρκείς αυξήσεις στις τιμές των υγρών καυσίμων από τον ΟΠΕΚ, την παρατεινόμενη ασταθεια στη Μέση Ανατολή, αλλά και του Πολέμου στην Ουκρανία κλπ. καθίσταται επιτακτική η ανάγκη αναζήτησης ανεκμετάλλευτων πηγών ενέργειας, ιδιαίτερα των ανανεώσιμων.
Η ηλιακή ενέργεια, παρά τα σημαντικά εμπόδια που συναντά η εφαρμογή της, μπορεί να καλύψει σημαντικό ποσοστό των απαιτούμενων αναγκών μας σε ενέργεια, ιδιαίτερα δε ενδιαφέρουσα θεωρείται η συμβολή της στην ικανοποίηση αναγκών του βιομηχανικού τομέα.
Η βιομηχανία συμμετέχει με τη μερίδα του λέοντος σε ολόκληρο το φάσμα των ενεργειακών καταναλώσεων.
Το ποσοστό στην Ελλάδα κυμαίνεται από 45 – 50% και είναι από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης.
Για να μπορέσουμε να υποκαταστήσουμε τις συμβατικές ενεργειακές πηγές με την ηλιακή ενέργεια πρέπει να γνωρίζουμε τη μορφή και τον τρόπο που η ενέργεια καταναλώνεται τελικά. Κατανάλωση, τα ποσοστά των διαφόρων μορφών ενέργειας (ηλεκτρισμός, κίνηση, θερμότητα). Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στην υφαντουργία, τη χημική βιομηχανία, τις βιομηχανίες ειδών διατροφής και επεξεργασίας γεωργικών προϊόντων, το 60-70% καταναλώνεται με τη μορφή θερμικής ενέργειας και μάλιστα σχετικά χαμηλής θερμοκρασίας μικρότερης από 300 βαθμούς Κελσίου.
Αυτές τις απαιτήσεις η σημερινή τεχνολογία για την εκμετάλλευση της ΗΛΙΑΚΗΣ ενέργειας είναι δυνατόν να τις καλύψει εξ ολοκλήρου, αρκεί να μελετηθούν σωστά τα συστήματα συλλογής διανομής της ενέργειας και να προσαρμοσθούν στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της κάθε εγκατάστασης.
Για την κατηγορία αυτή μπορούν να χρησιμοποιηθούν:
α) Επίπεδοι συλλέκτες σαν κι αυτούς που κυκλοφορούν στο ελληνικό εμπόριο καθώς και μοντέλα βελτιωμένα που υπάρχουν στη διεθνή αγορά. Οι θερμοκρασίες που αναπτύσσονται κυμαίνονται από 60 – 120 ο C.
β) Συγκεντρωτικοί συλλέκτες όπου η προσπίπτουσα ηλιακή ακτινοβολία μετά την ανάκλαση σε κατάλληλη κατοπτρική επιφάνεια εστιάζεται σε ένα θερμολέβητα. Εκεί το ρευστό που χρησιμεύει για τη μεταφορά θερμότητας, θερμαίνεται σε 200 – 400 ο C.
Συλλέκτες τέτοιου είδους κατασκευάζονται στο εξωτερικό σε μεγάλη ποικιλία, δεν είναι ίσως ακόμη διαθέσιμοι στην ελληνική αγορά.
Συγκεντρωτικά συστήματα συλλεκτών ηλιακής ενέργειας μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας αν ο υπέρθερμος ατμός εκτονωθεί σε μια στροβιλογεννήτρια.
Ο συνολικός βαθμός απόδοσης που προκύπτει από τις διαδοχικές μετατροπές φωτεινή ενέργεια – θερμική ενέργεια – μηχανική ενέργεια – ηλεκτρική ενέργεια είναι της τάξεως του 15-25% και θεωρείται αρκετά ικανοποιητικός.
Μελλοντικά προβλέπεται να λειτουργήσουν (υπάρχει μεγάλη καθυστέρηση) ηλιοθερμικές μονάδες ισχύος μερικών εκατοντάδων KW, όπου παράλληλα με την παραγωγή μηχανικής ή ηλεκτρικής ενέργειας, η συλλεγόμενη ηλιακή ενέργεια θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί με τη μορφή θερμότητας, για πολλές βιομηχανικές χρήσεις, όπως:
-Παραγωγή ατμού κάτω από πίεση για τις βιομηχανίες τροφίμων.
-Θερμική τροφοδότηση των ψυκτικών μονάδων που λειτουργούν με απορρόφηση
-Παροχή θερμότητας σε εγκαταστάσεις αφαλάτωσης θαλάσσιου νερού
Για την αυτόνομη όμως και συνεχή λειτουργία αυτών των εγκαταστάσεων απαιτούνται αρκετά μεγάλες επιφάνειες διαθέσιμες για την τοποθέτηση των συλλεκτών και των δεξαμενών αποθήκευσης θερμότητας.
Το ενεργειακό δυναμικό που προέρχεται από τον ήλιο, δεν θα μπορέσει να αξιοποιηθεί στις βιομηχανικές χρήσεις, εάν κατ’ αρχήν η «ηλιακή θερμίδα» δεν γίνει συναγωνιστική στην αγορά ενέργειας.
Η «ηλιακή θερμίδα» έχει φθηνότερη τιμή όταν καταναλώνεται άμεσα τη στιγμή της παραγωγής της και ακριβότερη όταν χρειάζεται να αποθηκευτεί για να χρησιμοποιηθεί αργότερα, καθότι συνυπολογίζεται και το κόστος του συστήματος αποθήκευσης, όπως και οι πρόσθετες απώλειες. Υπάρχουν όμως παραγωγικές διαδικασίες όπου το μέγιστο της ηλιακής παροχής συμπίπτει με την περίοδο της έντονης ενεργειακής ζήτησης. Τέτοιες είναι π.χ. οι βιομηχανίες επεξεργασίας αγροτικών προϊόντων, τα γεωργικά ξηραντήρια, τα οινοποιεία κ.λπ.
Αυτές οι κατηγορίες αποτελούν το πιο πρόσφορο έδαφος που ταιριάζει στις ελληνικές και ιδιαίτερα στις κρητικές κλιματολογικές συνθήκες.
Το ερώτημα που τίθεται τώρα είναι:
Έχει σήμερα συμφέρον η βιομηχανία μας να επενδύσει κεφάλαια σε τεχνολογία;
Η απάντηση είναι ανεπιφύλακτα ναι, ιδιαίτερα τώρα που το κόστος του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία είναι ανεξέλεγκτο.
Απαιτείται λοιπόν η χάραξη μιας νέας ενεργειακής πολιτικής, που θα προτάσσει τα συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου και θα προωθεί την εφαρμογή της ηλιακής ενέργειας στη βιομηχανία, ιδιαίτερα στην αγροτική, για την οποία υπάρχουν σημαντικές δυνατότητες αξιοποίησης της στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στο νησί μας την Κρήτη, προς όφελος της ελληνικής οικονομίσς.
*Ο Δημήτρης Κ. Σαρρής είναι πρώην υφυπουργός, πρώην νομάρχης Ηρακλείου