Ζήσαμε στη χώρα μας τα δυο τελευταία χρόνια μια σειρά από απεχθείς  φόνους γυναικών από τους συντρόφους ή τους συζύγους των, φόνους που συντάραξαν την ελληνική κοινωνία και έδειξαν πως μια συγκεκριμένη στάση και συμπεριφορά έναντι των γυναικών είναι βαθιά ριζωμένη στο κοινωνικό σώμα, συμπεριφορά που αποκαλύπτεται συχνά με τον πιο βίαιο τρόπο. Πρόκειται για καταστάσεις και πράξεις που έχουν την αναφορά τους σε αντιλήψεις για την «κατωτερότητα» της γυναίκας και την, κατά συνέπεια, αναγκαστική υποταγή της στον άντρα.

Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, που έρχεται από το απώτερο παρελθόν, ο «φυσικός» χώρος της γυναίκας είναι ο «οίκος»: η γυναίκα, πρώτα από όλα, ήταν «οικοκυρά» (νοικοκυρά), δηλαδή «κυρία (κυρίαρχος, υπεύθυνη) του οίκου», ήτοι του σπιτιού, της οικογένειας. Στον «Οικονομικό» του Ξενοφώντα περιγράφεται καθαρά ο ρόλος της γυναίκας:  η γυναίκα πρέπει να φροντίζει το σπίτι, να ξέρει το γνέσιμο και την υφαντική, να είναι καλή διαχειρίστρια των αγαθών του συζύγου της, να κάνει παιδιά και να τα ανατρέφει καλά, να εποπτεύει τους δούλους και τις υπηρέτριες, να υπολογίζει τα έσοδα και τα έξοδα του σπιτιού. Εκτός του «οίκου» η γυναίκα δεν είχε ρόλο.

Αυτός ο παραδοσιακός ρόλος της γυναίκας συνεχίστηκε ανά τους αιώνες με μικρές παραλλαγές. Πάντα, όμως, η γυναίκα θεωρούνταν κατώτερη του άντρα και σε κάποιες κοινωνίες κτήμα του: πρώτα του πατέρα και των αδελφών κι έπειτα του άντρα της.  Γι’  αυτό η γυναίκα ήταν υποχρεωμένη να υπακούει στον άντρα-αφέντη σε όλα τα ζητήματα:  από το πώς θα ντυθεί μέχρι το ποιον θα παντρευτεί. Κάθε παρέκκλιση από αυτόν τον κανόνα τιμωρούνταν αυστηρά, διότι έθιγε την τιμή της οικογένειας. Αυτή η αντίληψη, όπως ήταν φυσικό, πέρασε και στα τραγούδια.

Πρόχειρα αναφέρω το τραγούδι των Τσιτσάνη-Βίρβου, με τον τίτλο «Θα κάνω ντου βρε πονηρή», όπου ακούμε ότι «αν θα σε κάνω τσακωτή, να ξέρεις η βραδιά σου αυτή θα ‘ναι η τελευταία»‧  ή το τραγούδι του Μανόλη Χιώτη «Εσύ ‘σαι η αιτία που υποφέρω», όπου ακούμε το «πρόσεξε γιατί μπορεί να σε σκοτώσω»‧ ή το σμυρναίικο τραγούδι, όπου ο άντρας προειδοποιεί τη γυναίκα να μη φύγει, αλλιώς, όπως λέει «με την κάμα μου στο χέρι θά  ‘ρθω πάλι να σε βρω» (κάμα=μεγάλο δίκοπο μαχαίρι). Σε ένα πιο σύγχρονο τραγούδι (δεκαετία του ’70) των Γιάννη Σπανού και Αλέκου Σακελλάριου η Δούκισσα λέει τραγουδώντας: «Θέλω τα χάδια μου και τη σφαλιάρα μου από τον άνθρωπο που αγαπώ».

Μπορεί το τραγούδι να είναι σατιρικό, αλλά η γυναίκα φαίνεται να έχει αποδεχθεί το ρόλο του «καρπαζοεισπράκτορα». Αυτά είναι μόνο ελάχιστα δείγματα από το χώρο του τραγουδιού, που απεικονίζουν μια κατάσταση απειλής για τη γυναίκα, σε περίπτωση που σκεφτεί να χωρίσει τον άντρα ή σύντροφό της ή να κάνει κάτι που εκείνος δεν εγκρίνει (Το παράδοξο είναι ότι όλοι, άντρες και γυναίκες, ακούμε αυτά τα τραγούδια ευχάριστα και διασκεδάζουμε με αυτά).

Στα δημοτικά τραγούδια η γυναίκα, ως ερωτικό αντικείμενο του πόθου, υμνείται κυρίως για τα κάλλη, τη νοικοκυροσύνη, τη φρονιμάδα και τη σύνεσή της ή κάποτε για την αντρειοσύνη της, σπάνια όμως για το φιλελεύθερο φρόνημά της ή για μια ηρωική πράξη της. Καταλαβαίνει κανείς ότι πράξη απελευθέρωσης της γυναίκας από τα κοινωνικά δεσμά δεν υφίσταται, για να υμνηθεί από τα δημοτικά τραγούδια. Η γυναίκα αντιστέκεται, κυρίως όταν πιέζεται για να αλλαξοπιστήσει.

Στις περιπτώσεις που ερωτεύεται, κόντρα στη θέληση της οικογένειας, η συνέχεια είναι πάντα επικίνδυνη έως τραγική (το θέμα αυτό το συναντούμε στον Ερωτόκριτο). Υπάρχει ένα δημοτικό τραγούδι της Κρήτης, όπου περιγράφεται ο φόνος μιας νέας από την οικογένειά της, επειδή έδειξε την προτίμησή της σε πρόσωπο που δεν ενέκρινε το οικογενειακό περιβάλλον. Το τραγούδι αυτό συναντιέται σε όλη την Κρήτη με μικρές παραλλαγές. Το παραθέτω, όπως το έχω καταγράψει στο βιβλίο μου «Μνήμης ανάπλους» (σ.226-27) από τις Κάτω Ασίτες Μαλεβιζίου:

«Μια κόρη ανθούς εμάζωνε κι ανθούς εκορφολόγα,

να κάμει πέτσες με τα’  ανθούς, μαντήλια με τα ρόδα.

Ο Γιαννακής κατέβαινε από λαγού κυνήγι,

ζευγάρι ρόδα τση ζητά και τέσσερα του δίδει.

Η μάνα τζη τη θώργειενε απού το παραθύρι:

«Μωρή σκυλιά, μωρή Οβριά, μωρή μαγαρισμένη,

που έχεις δώδεκ’  αδερφούς και δεκοχτώ ξαδέρφια

κι ο κύρης σου πρωτόπαπας και θα τονε ντροπιάσεις».

Η μάνα τζη την ήδερνε μ’  ένα χρυσό βεργάλι,

όλα τζη τα αδερφάκια τζη με το μαργαριτάρι

και ο καημένος Γιαννακής μ’  ένα κλαδί κριθάρι.

Τη νύχτα, τα μεσάνυχτα η κόρη ψυχομάχειε

κι η μάνα τζη μπαινόβγαινε τζαγκουρνοφονεμένη».

Η μάνα ρωτά την κόρη της που ψυχομαχεί ποια είναι η τελευταία της επιθυμία κι εκείνη απαντά ότι δεν θέλει τίποτε από όσα της προτείνει η μάνα της. Ζητάει μόνο:

Μόν’ θέλω να με θάψετε με ματωμένα ρούχα,

για να το ‘κούσει το χωργιό, η βουλισμένη χώρα

πως μ’  αδικοσκοτώσετε για ‘να ζευγάρι ρόδα».

Το τραγούδι ξεκινά με την ωραία εικόνα της νέας, που μέσα σ’  ένα κήπο μαζεύει λουλούδια, με τα οποία συνδέεται η προίκα (πετσέτες και μαντήλια) που ετοιμάζει για το γάμο της. Εκεί την επισκέπτεται ο έρωτας στο πρόσωπο του κυνηγού Γιαννακή (το κυνήγι, έργο καθαρά αντρικό, τονίζει τη λεβεντιά και την αρρενωπότητα του Γιαννακή), ο οποίος της ζητά δυο ρόδα. Εκείνη ανταποκρίνεται  και αντί για δύο του δίνει τέσσερα, απόδειξη προφανώς του έρωτά της. Όλο αυτό το ρομαντικό και ερωτικό πρώτο μέρος δεν προμηνύει τίποτε από όλα τραγικά θα ακολουθήσουν.

Κυρίαρχος ο ρόλος της μάνας, που γίνεται μάρτυρας του περιστατικού και θεωρεί πως η πράξη της νέας ήταν προσβολή για τον πατέρα της, που ήταν πρωτόπαπας (πρωτοπρεσβύτερος θα λέγαμε σήμερα, αν και στα χρόνια της Ενετοκρατίας στην Κρήτη «πρωτοπαπάδες» λέγονταν οι προϊστάμενοι του ορθοδόξου κλήρου, που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι μισθοδοτούμενοι από το κράτος), και για τα αδέλφια και ξαδέλφια της.

Ακολουθεί, ως κάτι φυσικό,  η σκληρή τιμωρία: η κόρη μαστιγώνεται ανηλεώς από όλο το σόι, αν και ο ανώνυμος ποιητής προσπαθεί να μετριάσει τη σκληρότητα της μαστίγωσης, αφού αντί για μαστίγια χρησιμοποιούνται χρυσάφια και μαργαριτάρια (ίσως ήθελε να τονίσει τον πλούτο της οικογένειας, οπότε η ντροπή ήταν μεγαλύτερη και η άρα τιμωρία σκληρότερη). Το τέλος είναι αναμενόμενο: η κόρη ψυχομαχεί, η μάνα μετανιώνει και «τζαγκουρνοχτενάται» (σκίζει με τα νύχια της τα μάγουλά της και οδύρεται), είναι όμως αργά. Η νέα πεθαίνει και το μόνο που ζητά είναι να τη θάψουν με τα ματωμένα ρούχα, για να τη δουν όλοι και να μαθευτεί παντού ότι τη σκότωσαν άδικα «για ένα ζευγάρι ρόδα».

Το ποίημα κινείται στον άξονα: έρωτας (απαγορευμένος)- ντρόπιασμα της τιμής της οικογένειας-τιμωρία-θάνατος. Η δράση κινείται μεταξύ έρωτος (ζωής) και θανάτου. Αιτία: η αγνόηση των σκληρών κανόνων που ρυθμίζουν στη ζωή αποκλειστικά των γυναικών, των οποίων η παράβαση συνιστά ντροπή για τη φήμη και την κοινωνική  θέση της οικογένειας. Η τιμή σ’  αυτή την περίπτωση είναι ανώτερη και της ίδιας ζωής, η οποία πλέον δεν έχει αξία καθεαυτήν. Η μόνη που γνωρίζει την αδικία είναι η κόρη, που όμως είναι χωρίς υπεράσπιση, χωρίς δύναμη να αυτοπροστατευθεί, έρμαιο των άγραφων κανόνων που ρυθμίζουν τη ζωή της, από τους οποίους δεν μπορεί να ξεφύγει. Μα μήπως εγκλωβισμένα στους ίδιους κανόνες δεν είναι και τα μέλη της οικογένειας που προβαίνουν στο φονικό; Τελικά, όλοι παραδέρνουν μέσα στον παραλογισμό, ο οποίος στέλνει τις γυναίκες που θέλουν να πράξουν ελεύθερα στο θάνατο.

Σ’ ένα τέτοιο κλίμα παραλογισμού κινήθηκαν και όλοι εκείνοι που έφτασαν στις γυναικοκτονίες. Όλοι ξεκινούν από την αντίληψη πως η γυναίκα δεν μπορεί να δρα ελεύθερα, δεν μπορεί να έχει αυτεξούσιο, δεν επιτρέπεται να έχει άποψη, δεν μπορεί να στέκεται ισότιμα απέναντι στον άντρα. Το αντίθετο συνιστά ντροπή για εκείνους. Έτσι, στο πρόσωπο της  αδικοσκοτωμένης κόρης του δημοτικού τραγουδιού εικονίζονται όλες οι γυναίκες που έπεσαν θύματα της αντρικής «ανωτερότητας», και του αντρικού «τσαμπουκά», αντιλήψεις και πρακτικές απαρχαιωμένες για μια πολιτισμένη κοινωνία, που όμως ζουν στα σκοτεινά βάθη της ανθρώπινης ψυχής. Ο Όμηρος αναφέρει την περίφημη φράση «αιδώς, Αργείοι» (Ιλιάς Ε, 787), που είπε ο Στέντορας, θέλοντας να παρακινήσει  τους Έλληνες να πολεμήσουν κατά των Τρώων. Εγώ θα έλεγα σε όσους άντρες υιοθετούν πρακτικές βίας κατά των γυναικών (και όχι μόνο) «Αιδώς, άνδρες!».