Η ελληνική γλώσσα χρησιμοποιεί τη λέξη Λόγος για να δηλώσει τόσο το μέσον επικοινωνίας -γραπτό ή προφορικό- δηλαδή την ίδια τη Γλώσσα, όσο και τη νοητική επεξεργασία των ερεθισμάτων που δεχόμαστε από παντού, δηλαδή τη Λογική. Η λέξη αυτή, «Λόγος», φέρει για ‘μας τους Έλληνες ουσιαστικό, συναισθηματικό και σημειολογικό βάρος.

Ας μην ξεχνάμε ότι ο Λόγος -και με τις δύο έννοιες που προανέφερα- υπήρξε το κινούν αλλά και το ζητούμενο της ελληνικής κλασικής δημιουργίας σε όλες τις εκφάνσεις της (φιλοσοφία, ποίηση, παιδεία, πολιτική, ρητορική κ.λπ.).

Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι η ορθόδοξη χριστιανική πίστη αποκαλεί τον Χριστό, Θεό Λόγο. Γράφει στα αρχαία ελληνικά ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος» (Ιω. 1,1).

Και για τον άνθρωπο μπορούμε επίσης να ισχυριστούμε ότι είναι ο Άνθρωπος Λόγος. Η σοφία του Λόγου ονομάζεται επιστήμη· το ήθος του Λόγου ονομάζεται ανθρωπιά· η ηδονή του Λόγου ονομάζεται λογοτεχνία. Ο Λόγος (με την έννοια του Νου), είναι, όπως λέει ο Αριστοτέλης, το «θεϊκό» φως στην ανθρώπινη ψυχή. (Ρητορική, Γ, 1411).

Βλέπουμε λοιπόν από τα παραπάνω ότι το πώς μιλάμε, το πώς γράφουμε, το πώς αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο, το πώς συμπεριφερόμαστε, το πόσο ευαίσθητοι δέκτες της ομορφιάς -που μας περιβάλλει- γινόμαστε, όλα αυτά, δεν είναι άσχετα μεταξύ τους. Αντίθετα, είναι στενά κι αξεχώριστα δεμένα το ένα με τ’ άλλο και έτσι δένονται σ’ ένα αρμονικό σύνολο το σώμα, το πνεύμα και η ψυχή.

Δεν είναι λοιπόν υπερβολή να πούμε ότι η γλώσσα καθορίζει καίρια τον τρόπο που σκεφτόμαστε, συναισθανόμαστε και επικοινωνούμε. Τον τρόπο που προσλαμβάνουμε το παρελθόν και οραματιζόμαστε το μέλλον μας.

Αν τα παραπάνω είναι σωστά, πιστεύω θα συμφωνήσετε μαζί μου ότι, θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί, ευαίσθητοι και υπεύθυνοι στα θέματα της γλώσσας, τόσον εμείς όσο και η ίδια η Πολιτεία. Είναι τουλάχιστον ανεύθυνο εκ μέρους μας να επιδεικνύουμε πάνω στη γλώσσα τη δεινότητά μας σε βαρβαρισμούς και σολοικισμούς.

Κάποιοι, ισχυριζόμενοι ότι τη φέρνουν πιο κοντά στο λαό, άλλοι μάλιστα δημιουργώντας και ένα κάποιο «ύφος», κακοποιούν βάναυσα τη γλώσσα, μας χωρίς να αναλογίζονται τη ζημιά που προκαλούν. Ακόμα, η γρήγορη εξέλιξη της τεχνολογίας έχει συντελέσει στην εισβολή τεράστιου αριθμού ξένων λέξεων στο λεξιλόγιο, ιδίως των νέων μας.

Δεν θα έπρεπε, όμως, να χρησιμοποιούμε άκριτα τέτοια πληθώρα ξενικών λέξεων, ακόμα κι εκεί που δεν χρειάζεται ή που υπάρχουν αντίστοιχες δόκιμες ελληνικές.

Εξ άλλου, οι ευθύνες και της Πολιτείας είναι μεγάλες, τεράστιες θα έλεγα. Πρώτα πρώτα, ενταγμένη η γλώσσα σ’ ένα εκπαιδευτικό σύστημα που προτάσσει την παπαγαλία από την ανάπτυξη κριτικής σκέψης, υφίσταται και αυτή τις ίδιες συνέπειες με τη λοιπή μάθηση· ρηχές γνώσεις που αντέχουν ίσα ίσα μέχρι το τέλος των εισαγωγικών εξετάσεων.

Το χειρότερο, όμως, είναι η αποστροφή προς τη μάθηση, ως αποτέλεσμα της τραυματικής εμπειρίας του σχολείου. Οι εξαιρέσεις, που ασφαλώς υπάρχουν στους μαθητές και στους καθηγητές, δεν αναιρούν τη γενική κατάσταση του συστήματος. Ακόμα, αν και έχουν περάσει πάνω από σαράντα χρόνια, δεν έχω πεισθεί ότι η καθιέρωση του μονοτονικού ήταν μια σωστή κίνηση.

Όσο δε για τον περιορισμό ή την κατάργηση των Αρχαίων Ελληνικών, έχω βεβαιωθεί πια ότι ήταν και παραμένει ένα μεγάλο λάθος. Η σημερινή μας γλώσσα είναι η εξέλιξη της αρχαίας μέσω της αλεξανδρινής κοινής και της βυζαντινής ελληνικής. Δεν είναι άλλη γλώσσα.

Οι ρίζες των λέξεων που χρησιμοποιούμε βρίσκονται στα αρχαία ελληνικά και πάλι εκεί απευθυνόμαστε, όποτε έχουμε δυσκολία να εκφράσουμε ή να περιγράψουμε κάτι. Έπειτα και η οπτική αισθητική της γλώσσας δεν είναι κάτι το αμελητέο.

Καταργήσαμε τους τόνους και τα πνεύματα, καταργήσαμε τις υπογεγραμμένες, καταργήσαμε τις δασείες πάνω από τα ρ· τώρα τα κείμενά μας δεν μοιάζουν με τα παλιά. Θα μπορούσαν όμως να γίνουν και χειρότερα. Κάποιοι πρότειναν τη φωνητική γραφή και ακόμα, από επίσημα χείλη, ακούστηκε η ιδέα του λατινικού αλφαβήτου!

Δεν ευνοώ την υπερβολή, δεν υποστηρίζω την επιστροφή στην αρχαία γλώσσα ούτε καν στην καθαρεύουσα. Οι υπεραπλουστεύσεις όμως της γλώσσας και η αποκοπή από τις ρίζες της θεωρώ ότι είναι επικίνδυνες.

Πιστεύω ότι η περιφρούρηση και φροντίδα της γλώσσας μας είναι πραγματικά όρος επιβίωσης του έθνους μας. Μπορεί να λέει ο καθένας μας ό,τι νομίζει για το κράτος του Ισραήλ. Θα συμφωνήσουμε όμως όλοι ότι είναι ένα κράτος αποφασισμένο να ζήσει, έστω και εις βάρος των άλλων.

Και δεν μπορεί, λέει ο Χ. Γιανναράς, να αποδοθεί σε συναισθηματισμό η απόφαση να αποτελέσει επίσημη γλώσσα του το αρχαιότερο σωζόμενο ιδίωμα της εβραϊκής. Το αντίστοιχο θα ήταν να είχαμε εμείς επιλέξει, όταν γίναμε κράτος, ως επίσημη γλώσσα την ομηρική!

Ο Μανώλης Κουφάκης είναι δρ. μηχανικός, δ/ντής ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε. ([email protected])