Έχομε μια πανέμορφη μα πολύ ταλαιπωρημένη γλώσσα. Και για τα δυο δεν γίνεται παρά να την αγαπάς. Πώς να μην είναι όμορφη όταν λέει ελευθερία και θάλασσα για να ονοματίσει μ’ αυτή τη γοητευτική μουσικότητα ό, τι ήταν πάντα το βάσανο, η έμπνευση και η περηφάνια του λαού μας; Κι όποιος έχει καταπιαστεί να γράψει κάποιες σκέψεις του, γνωρίζει πόση εκφραστικότητα και πόση ειλικρίνεια έχει. Δε σηκώνει τα κούφια λόγια και την ασάφεια στους συλλογισμούς.

Αυτή τη γλώσσα, μας την είχαν για χρόνους πολλούς κλεμμένη. *Είχαν βαλθεί να μας κάνουν να μιλάμε ένα ιδίωμα και να μας πείσουν ότι αυτό ήταν η σωστή μας γλώσσα. Μα ποιος νοιαζόταν για τέτοια; Αυτό το κάμωμα είχε άλλο πολύ κρίσιμο και ύπουλο σκοπό. Να κάνει το λαό να ντρέπεται για τη γλώσσα ίου και τον εαυτό του. Και έτσι να τον πετάξει έξω από τη ζωή του τόπου του και ν’ αφήσει τους «γραμματιζούμενους» ν’ αλωνίζουν κατά το συμφέρον τους παριστάνοντας τους αφέντες.

Κάποτε έτυχε να βρεθώ σε προεκλογική συγκέντρωση σε χωριό. Ήρθε ο υποψήφιος κουστουμαρισμένος κάπως βλοσυρός παρ’ όλες τις εγκαρδιότητες και τις χαιρετούρες. Έβγαλε λόγο σε μια ανατριχιαστική και άπταιστη καθαρεύουσα. Αρκετός κόσμος χειροκροτούσε: Ρώτησα κάποιο: «Γιατί χειροκροτείς;» «Μα είναι σπουδαίος», μου είπε, «Κατάλαβες τίποτα;» Τον ξαναρώτησα. «Κάτι λίγο», μου απάντησε. «Και τότε πως λες οτι είναι σπουδαίος;»

«Μα γι’ αυτό, γιατί είναι πολύ γραμματισμένος». Ήταν η αποκαλυπτική απάντηση. Αυτό θα πει χάσμα ανάμεσα στο λαό και σ’ αυτούς που εξουσιάζουν την τύχη του. Αυτά τέλειωσαν. Ο λαός ξαναπήρε πίσω τη γλώσσα του, έστω αρρωστημένη, έστω μαραζωμένη, ύστερα από το μακρόχρονο κατατρεγμό. Όμως τώρα θα μπορεί να διαλέγει όχι τους «σπουδαίους» που δεν καταλαβαίνει, μα τη γνώμη που βρίσκει σωστή και πριν απ’ όλα θα μπορεί να σκέφτεται καθαρά, μια και καθαρή σκέψη δίχως απλή γλώσσα, δε γίνεται.

Έτσι η γλώσσα μας ξαναβγήκε στον ελεύθερο αέρα και σαν χρυσαλλίδα που μόλις λευτερώθηκε από το κουκούλι της κουνά τα μουδιασμένα φτερά της να τα ζωντανέψει.

Όμως τούτη την κρίσιμη ώρα δέχεται από δυο μεριές επίθεση. Πρώτα απ’ όλα μια επίθεση που πάει να τη φτωχύνει. Ακούς πιο πολύ νέους απ’ αυτούς που είναι θύματα της πολιτιστικής απογύμνωσης να μιλούν και απορείς με πόσες λίγες λέξεις εκφράζονται. Στα επίθετα ιδίως η φτώχεια είναι καταπληκτική. Το «φανταστικό» είναι το μόνο σχεδόν επίθετο για ό, τι επιδοκιμάζουν και το αποκρουστικό «σπαστικό» για ό, τι τους ενοχλεί.

Αποχρώσεις, κλιμακώσεις, ιδιομορφίες, δε φαίνεται συνειδητά να γνωρίζουν. Με μια και την ίδια λέξη μιλάνε για ανόμοια πράγματα και ισοπεδώνουν διαφορισμούς αγνοώντας τις πλούσιες δυνατότητες που τους προσφέρει, για να σκέφτούν και να εκφραστούν, η γλώσσα της μάνας τους. Έτσι ξενοιάζουν. Δεν κουράζουν το μυαλό τους. Τα ίδια και για τον καθορισμό καταστάσεων. Αντί να τις προσδιορίζουν στα στοιχεία τους, με κάποιο πνευματικό μόχθο, πετάνε κάτι μεταφορικές εκφράσεις που έχουν εξελιχθεί σε συνθηματικό κώδικα.

«Μου την έδωσε», «τη βρήκα», «μου τη σπάει», «της την έπεσε», «μου τη βίδωσε», είναι μερικές από τις” εκφράσεις αυτές που λειτουργούν με την τόσο συχνή χρήση τους όχι σαν νοηματικές αποδόσεις ανθρωπίνων καταστάσεων μια σαν γλωσσικά αντανακλαστικά. Με τέτοιες εκφράσεις ούτε μιλάμε, ούτε βέβαια σκεφτόμαστε, μοναχά αντιδρούμε σε εξωτερικούς ερεθισμούς και δίνουμε μόνο στον άλλο να καταλάβει ότι βρισκόμαστε σε κατάσταση αντίδρασης.

Έτσι οδηγούμε τη γλώσσα μας σε πτώχευση, προσθέτοντας και τη χυδαιότητα. Σε κάθε δεύτερη σχεδόν φράση υπάρχει η λέξη «μα….» Είναι απίστευτη η άφθονη χρήση της. Τη χρησιμοποιούν σαν να λένε «φίλε», «καλέ μου», «σύντροφε». Ρωτιέται κανείς τι σόι ψυχική σχέση μπορεί να εκφράζεται υποσυνείδητα μ’ αυτή τη βρώμικη προσαγόρευση. Δεν είναι μόνο αυτός ο κίνδυνος πτώχευσης που απειλεί τη γλώσσα μας.

Είναι κι ο άλλος της διάλυσής της1 μέσα σε ένα πέλαγος φράσεων που ο ειρμός τους ακατάληπτος χάνεται στο σκοτάδι κι όπου οι λέξεις μπαίνορν σπάταλα στην αράδα εξεζητημένες όλες τους και λαμπερές σαν τ’ αστράκια των πυροτεχνημάτων. Οι φράσεις αυτές είναι πυροτεχνήματα που σκάνε ξαφνικά μπροστά σου, σε θαμπώνουν και εξαφανίζονται χωρίς να σ’ αφήσουν τίποτα, κανένα νόημα, μοναχά μια απορία μπροστά στο μαύρο κενό.

Σκοπός τους είναι να μας αφήσουν μ’ ανοιχτό το στόμα και μ’ άδειο το κεφάλι. Κινδυνεύουμε να ξαναγυρίσομε από άλλο, πιο σύγχρονο δρόμο, στην παλιά αρρώστια. Στον άκριτο θαυμασμό μπροστά στις ακατάληπτες κουβέντες που μας αποξενώνουν από την πραγματικότητα κι από τις αποφάσεις πάνω σ’ αυτή, που κανονίζουν τη μοίρα μιας. Έτσι η φράση που δημιουργεί χάσματα ανάμεσα στο λαό και στη ζωή του τόπου του αρχίζει να ξανακούγεται έστω ψιθυριστά:

«Είναι σπουδαίος, γιατί δεν καταλαβαίνω, τίποτα από τα λεγόμενά του». Και βέβαια δεν μπορεί να καταλάβει κανείς τίποτα, αφού αυτά τα λεγόμενα είναι το σφύριγμα που κάνει ο αγέρας όταν βγαίνει από άδεια κεφαλή.

Όμως, μ’ αυτά τα σφυρίγματα απειλείται η γλώσσα μας, αυτή που μαζί με την Ελευθερία είχε μοναδική του έγνοια ο Σολωμός.

*Ο Κων/νος Βορνιωτάκης είναι αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ. ε.α