Δεν συναντάμε εύκολα Έλληνες με ουδέτερη γνώμη για τη Γερμανία. Κάποιοι τη βλέπουν ως σύγχρονο πρότυπο, πολύ περισσότεροι ως αντίπαλο και φυσικό σύμμαχο του προαιώνιου εχθρού, της Τουρκίας. Το ιστορικό παρελθόν ασφαλώς δεν βοηθά. Έχει μείνει βαθύ το αποτύπωμα της σύμπλευσης των αυτοκρατοριών του Kάιζερ και του Σουλτάνου στις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Οι γενοκτονίες και εθνοκαθάρσεις των Αρμενίων, των Ποντίων και Μικρασιατών Ελλήνων και άλλων πληθυσμών της Μικράς Ασίας έχουν αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια τους στην ιστορική μας πορεία.

Δεν λησμονείται ο διαβόητος Λίμαν φον Σάντερς πασάς, που με δική του έμπνευση συγκροτήθηκαν τα «Αμελέ Ταμπουρού» (τα Τάγματα Εργασίας ή μάλλον τάγματα μαρτυρίου για αμέτρητους Μικρασιάτες). Αντίστοιχα, οι σκοτεινές μνήμες με τις κατοχικές βαρβαρότητες παραμένουν ακόμα ζωντανές στη συλλογική μας υπόσταση. Βέβαια, προχωρήσαμε πολύ, εδώ και πολλές δεκαετίες αναπτύξαμε πλήρως φιλικές σχέσεις, στο εμπόριο, τις επενδύσεις, τη μετανάστευση, την εκπαίδευση, τον τουρισμό και συνυπάρχουμε σαράντα χρόνια τώρα στην ίδια ένωση κρατών.

Η πρόσφατη οικονομική κρίση, ειδικά την περίοδο 2010-15, έφερε έντονη δυσαρμονία και δυσαρέσκεια, που έφτασε συχνά να εκφράζεται εκατέρωθεν με ανοίκειες εκφράσεις από ενημερωτικά μέσα και πολιτικά πρόσωπα που είχαν όχημα τον λαϊκισμό. Οι αντιπαλότητες αυτές καταλάγιασαν σταδιακά τα τελευταία χρόνια. Ήρθε όμως η κρίση στις σχέσεις με την Τουρκία να μας φέρει ξανά σε αντιπαράθεση.

Μας είναι αδιανόητο πώς γίνεται μια χώρα-εταίρος μας να ανέχεται την προκλητικά επιθετική συμπεριφορά της Τουρκίας, την ώρα που άλλοι εταίροι, όπως η Γαλλία, δεν μασούν τα λόγια τους και πιέζουν έντονα για σκληρότερη στάση απέναντι στον Ερντογάν. Οι Γερμανοί φαίνονται διαλλακτικοί, απρόθυμοι για πραγματικές κυρώσεις που θα πλήξουν καίρια την προβληματική τουρκική οικονομία, ενώ ταυτόχρονα έχουν σε ισχύ προγράμματα κατασκευής οπλικών συστημάτων για λογαριασμό της Άγκυρας. Η Ελληνική ενόχληση εκδηλώνεται πλέον στο πιο υψηλό διπλωματικό επίπεδο.

Αν θέλουμε να μεταστρέψουμε αυτή τη στάση πρέπει πρώτα να την κατανοήσομε. Οι Γερμανοί παραδοσιακά δεν επιθυμούν αναταράξεις στο ευρασιατικό πλαίσιο, ενώ όπως κι οι Αμερικανοί, έχουν μια έντονα νατοϊκή αντίληψη για την περιοχή, ίσως και γιατί είναι πολύ απρόθυμοι οι ίδιοι ως δύναμη να εμπλέκονται. Θεωρούν συνεπώς ότι πρέπει να διατηρούνται χαμηλά οι εντάσεις και η Δύση να φροντίζει με κάθε τρόπο να κρατά την Τουρκία εντός των πλαισίων της. Επιπρόσθετα, η Γερμανία τρέφει διαχρονικά σεβασμό για τις μεγάλες χερσαίες δυνάμεις, η γεωπολιτική της αντίληψη είναι βαθιά εδαφοκεντρική, σε αντίθεση με την αγγλοσαξονική που είναι θαλασσοκεντρική. Για τη γερμανική ηγεσία η Τουρκία δεν είναι μόνο μια παραγωγική και οικονομική δύναμη, είναι και πολιτικό μέγεθος που δεν μπορεί να υποσκελίζεται, που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη. Σε αυτά έχει  προστεθεί ο φόβος που γέννησε η αδυναμία διαχείρισης του προσφυγο-μεταναστευτικού προβλήματος τα προηγούμενα χρόνια, ώστε η Τουρκία να θεωρείται αναγκαία για τη συγκράτηση των ροών προς την Ευρώπη.

Το να οργιζόμαστε με την στάση της Γερμανίας προς την Τουρκία δεν προσφέρει κάτι, ο σκοπός είναι να καταφέρουμε να την επηρεάσουμε αποτελεσματικά. Η πίεση για τερματισμό κάθε εξοπλιστικού προγράμματος από Ευρωπαϊκή χώρα μπορεί να φέρει αποτέλεσμα, αλλά χρειάζεται ευρύτερη πίεση. Πρέπει να πείσουμε ότι η Τουρκία είναι κύριος αποσταθεροποιητικός παράγοντας σε όλη την περιοχή μας. Εφαρμόζει ή ενθαρρύνει πολεμικές ενέργειες εναντίον λαών που έχουν υποφέρει στο παρελθόν από γενοκτονίες και εθνοκαθάρσεις, ενίοτε με συνενοχή της Γερμανίας, όπως οι Αρμένιοι, οι Κούρδοι, οι Σύριοι. Παράγει η ίδια η Τουρκία προσφυγικά κύματα σε Συρία και Ιράκ, ενώ εργαλειοποιεί συνειδητά τις μεταναστευτικές ροές εναντίον της ΕΕ.

Όλα είναι ζήτημα πολιτικού κόστους, η γερμανική ηγεσία είναι κυρίως ορθολογιστική και υπολογίζει περισσότερο από κάθετί την αντίληψη της κοινής γνώμης, την πίεση από την κοινωνική βάση. Εκεί πρέπει να απευθυνθούμε, να μεγιστοποιήσομε το πολιτικό κόστος της ανοχής απέναντι στην Τουρκία και τον Ερντογάν, εκθέτοντας δημόσια με εμφατικό τρόπο την ωμή επιθετικότητά τους και αποκαλύπτοντας πόσο κοντά βρισκόμαστε σε μια απρόβλεπτη γενικευμένη σύγκρουση. Πρέπει να εκθέτουμε την πολιτική ανοχής προς την Τουρκία, ως παράγοντα που ενισχύει την τουρκική αυθαιρεσία. Έχουμε όλες τις προϋποθέσεις για να κάνουμε τη γερμανική κυβέρνηση υπόλογη στην κοινή γνώμη της Γερμανίας και όλης της Ευρώπης, να ασκήσουμε μεγάλη πολιτική πίεση από μέσα, ενόψει και των ομοσπονδιακών εκλογών που έρχονται. Η ιστορική ευθύνη είναι ο καταλύτης του σύγχρονου γερμανικού χαρακτήρα. Ας τον ενεργοποιήσουμε.

 

*Ο Γρηγόριος Αλ. Πασπάτης είναι γιατρός, πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Ηρακλείου