Πόσα άραγε θέματα ποίησης, λογοτεχνίας, πεζογραφίας έρχονται σιγά-σιγά στο μυαλό μας αυτές τις χρονιάρες μέρες; Πόσες φορές, ακούγοντάς τα ή και διαβάζοντάς τα, μας αγαλλιάζουν, μας ηρεμούν και μας κάνουν να νιώθουμε παιδιά, βλέποντας με τα μάτια της ψυχής μας ένα χριστουγεννιάτικο τοπίο, ένα σκουροπράσινο χιονισμένο έλατο, μία φτωχική φάτνη με κάθε λογής ζώα ή ένα αστέρι, που ζητάμε να μας οδηγήσει σ’ εκείνη τη φάτνη! Και εμείς χαμογελάμε, νιώθουμε ικανοποίηση, πλημμυρίζουμε από αγάπη, τα πρόσωπά μας φωτίζονται.

Χαρακτηριστικά, ο μεγάλος μας ποιητής, Κωστής Παλαμάς, απλά προσεύχεται, όπως αυτός ξέρει και μας προτρέπει αυτή την προσευχή να την κάνουμε και δική μας.

Χριστέ μου, κράτα με μακρυά απ’ τις κακίες του κόσμου.

Στη φάτνη βρέφος, όσο ζω, να σε λατρεύω δος μου!

 

Κι’ όταν θα ’ρθη από σε σταλτός ο Χάρος να με πάρη,

κάμε σα βρέφος να σταθώ μπροστά στη θεία σου Χάρη.

 

Χριστέ μου, δος μου στους σεισμούς, στις τρικυμίες του κόσμου,

πάντα να στέκω ατράνταχτος, και να είναι ο λογισμός μου.

 

Το φως από το μυστικό που χύνονταν αστέρι,

όταν για Σένα στη Βηθλεέμ τους μάγους είχε φέρει.

 

Και κάμε λόγια κι έργα μου σαν των αγρών τα κρίνα,

προφητικά, φεγγόβολα, κάμε τα σαν εκείνα.

 

Της νύχτας των απλών βοσκών. Γεννιόσουν, και γροικούσαν

τους ουρανούς ολάνοιχτους που σε δοξολογούσαν…

 

Ο ίδιος, με τους γνωστούς δεκαπεντασύλλαβους, τραγουδάει την χριστουγεννιάτικη χαρά της ελληνικής οικογένειας. Την θέλει μονιασμένη και αγαπημένη, χαρούμενη γύρω από το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, με τους παππούδες, τα εγγόνια και ολόκληρη τη φαμελιά, με τα πιάτα να λαμποκοπούν και τα ποτηράκια γεμάτα κρασί να ηχούν γλυκά. Να υπάρχει το κλίμα της ευτυχίας και της χαράς!

Αχ, αχ, χριστουγεννιάτικο της φαμελιάς τραπέζι,

που ταίρι ταίρι η όρεξη με την αγάπη παίζει!

 

Τα ποτηράκια ηχούν γλυκά, λαμποκοπούν τα πιάτα!

Γύρω φαιδρά γεράματα και προκομένα νειάτα!

 

Κούρκος στη μέση ολόζεστος μοσχοβολά, ροδίζει,

και τρέχει ολούθε το κρασί και κελαϊδεί κι αφρίζει.

 

Και να θωρείς αγνάντια σου δυο αδερφές, κοπέλλες,

με κουβεντούλες άσωστες γλυκειές γλυκειές, δυο τρέλλες.

 

Ή να σου λέει αγνάντια σου για το ξανθό παιδί σου,

δύο χρόνων γυναικούλα σου, ο έρως της ζωής σου.

 

Και να σ’ αρχίζει ακούραστη ο πάππος φλυαρία,

των Χριστουγέννων μια γνωστή πανάρχαια ιστορία…

 

Ένας άλλος μεγάλος της λογοτεχνίας μας, ο Γιώργος Δροσίνης, μας γυρίζει κάποιες δεκαετίες πίσω, τότε που σαν μαθητές του Δημοτικού (πολλοί από μας) είχαμε απαγγείλει αυτό το ποίημά του, θέλοντας να υποδεχθεί την γέννηση του Χριστού μέσα σ’ ένα καθαρό αγροτικό τοπίο.

 

Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη λυγούν τα πόδια,

και προσκυνούν γονατιστά στη φάτνη τους τ’ άδολα βώδια.

 

Κι’ ο ζευγολάτης ξάγρυπνος, θωρώντας τα, σταυροκοπιέται,

και λέει με πίστη, απ’ της ψυχής τ’ απόβαθα, «Χριστὸς γεννιέται»!

 

Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη, κάποιοι ποιμένες

ξυπνούν από φωνές ύμνων μεσούρανες, στη γη σταλμένες.

 

Κι’ ακούονται τα Ωσανά απ’ αγγέλων στόματα στο σκόρπιο αέρα,

το διαλαλούν σε χειμαδιά λιοφώτιστα με τη φλογέρα.

 

Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη, ποιὸς δεν το ξέρει;

Των μάγων κάθε χρόνο, τα μεσάνυχτα λάμπει τ’ αστέρι.

 

Κι’ όποιος το βρει μέσ’ στ’ άλλα αστέρια ανάμεσα και δεν το χάσει,

σε μιὰ άλλη Βηθλεέμ, ακολουθώντας το μπορεί να φτάσει!

 

Πολύ γνωστό ακόμα το δημιούργημά του «ποιητή του χωριού και της στάνης», του Κώστα Κρυστάλλη, όπου η ομορφιά, που απορρέει από την σεμνότητα και την ευλάβεια, κυριαρχεί. Ας δούμε όμως τι σημαίνει για τον Κώστα Κρυστάλλη το ξημέρωμα αυτής της μεγάλης γιορτής.

 

Ξημέρωναν Χριστούγεννα. Οι εκκλησιαίς σημαίνουν,

κουνιούνται τα καμπαναριά, και η φωναίς που βγαίνουν

απ’ το βαθύ και διάπλατο κάθε καμπάνας στόμα,

μοιάζουν Χερουβεικούς ψαλμούς, σαν απ’ το ουράνιο δώμα.

 

Χιλιάδες τα Χριστούγεννα να τραγουδούν αγγέλοι·

Και κάθε αχτίδα από ψηλά, που κάθε αστέρι στέλλει,

μοιάζει αγγελική ματιά. Θρησκεία· γλυκειά μάνα,

τι ώμορφη δίνεις εσύ λαλιά και στην καμπάνα!

Και πόσο εκείνη η λαλιά σαλεύει την καρδιά μας!

 

Πόσαις εκείνος ο σταυρός απ’ τα καμπαναριά μας

στην αντιλιάδα χύνοντας, τόσαις χρυσαίς αχτίδες,

χύνει βαθειά μας, στην ψυχή, γλυκαίς χρυσαίς ελπίδες!

Κι’ οι δυο εκείναις χαραυγές που οι αγγέλοι κατεβαίνουν

μεσ’ απ’ τον ουρανό ‘ψηλά κ’ έρχονται και σημαίνουν

Χριστούγεννα κι Ανάστασι, ω! τι μυστήριο χύνουν,

τι χαραυγούλες είναι αυτές, πόση ζωή μας δίνουν!

Χρόνια αθώα, αξέχαστα και ευλογημένα, όπως τα θέλει ο Ιωάννης Πολέμης, σύμφωνα με τον διάλογο (τι άλλο θα μπορούσε να είναι;) αγάπης, μεταξύ του παιδιού και της μητέρας του.

 

Πες μου, παιδί μου, σ’ άρεσε το δώρο που ’χεις πάρει;

Κι’ αυτό της αποκρίνεται με παιδιακίσια χάρη:

-Κανένα δώρο σαν αυτό, μητέρα μου, κανένα.

Ω χρόνια αθώα κι αξέχαστα και χρόνια ευλογημένα!…

 

Παρόλο, όμως, που τα Χριστούγεννα και όλες οι γιορτές δίνουν χαρά κι ελπίδα, και ενισχύουν την αγάπη ανάμεσα στους ανθρώπους, υπήρξαν και τα «Χριστούγεννα του πολέμου». Η Ευρώπη στα 1939! Ο πόλεμος να απλώνεται παντού, πράγμα που κάνει τον Μιλτιάδη Μαλακάση να ζητά βοήθεια από τον Κύριο! Ας σταματήσουν τα αίματα, οι καπνοί και ο βροντές και ας έρθει η πολυπόθητη ειρήνη!

 

…«Τώρα Κύριε, η γέννησή σου η δοξασμένη

κάμε τη φρίκη να σκορπίσει όλων αυτών.

Το ανέσπερό σου φως, να το προβαίνει

μεσ’ στα σκοτάδια των καπνών και των βροντών».

 

Και τον Δεκέμβριο του 1940, τότε που η Ελλάς μάχεται για την ελευθερία της πάνω στα χιονισμένα βουνά της Ηπείρου, ο Στ. Σπεράντσας γράφει τα «Χριστούγεννα στα βουνά».

 

Χριστούγεννα: Κι ορθός σαν κυπαρίσσι,

στα βράχια ένας σκοπός, χιόνια γεμάτα,

προσεύχεται: Χριστέ μου, ας λάμψη τ’ άστρο

που ωδήγησε τους μάγους κι ας φωτίση

του θριάμβου να περάσουμε τη στράτα,

εμείς, που ειν’ η καρδιά μας σαν το κάστρο.

 

Χιλιάδες χείλη ηρώων σου ψιθυρίζουν

τη νύχτα αυτή το Δόξα Εν Υψίστοις.

Τη νίκη χάρισέ μας πέρα ως πέρα.

Μονάχα αυτοί, που νόμο δεν γνωρίζουν,

ντροπιάζονται. Τη μέρα της γιορτή της,

σου πικράναν την άχραντη Μητέρα.

 

Ο ίδιος, στα Χριστούγεννα του 1950, στο ποίημα «Ω αγάπη, που προσκύνησαν βοσκοί», ζητεί να ξαναγυρίση στην καρδιά του η χριστιανιακή αγάπη, που ψάλλουν οι ουρανοί τη δόξα της:

Ω Αγάπη, που προσκύνησαν βοσκοί,

μες στην καρδιά μου ξαναγύρνα,

Λατρείας προσφορά ευλαβητική,

σου φέρνω για λιβάνι και για σμύρνα.

 

Πλούσιο, λοιπόν, το συναίσθημα μέσα στη νεοελληνική ποίηση. Πολλά τα ποιήματα, που ενέπνευσε η γέννηση του Χριστού στους ποιητές. Και αυτά τα ποιήματα, όταν έρχονται στο μυαλό μας, μας γυρίζουν πίσω πολλά χρόνια, μας φέρνουν στο μυαλό μας εικόνες από την πρώτη έως και την έκτη του δημοτικού σχολείου, εικόνες απλές, όμορφες και γεμάτες νοσταλγία!

Θυμόμαστε τότε που ανεβαίναμε στο βάθρο της έδρας του δασκάλου, έχοντας δίπλα μας τη φάτνη και ένα λιτό, χριστουγεννιάτικο δέντρο και με τη σειρά του να λέει το κάθε παιδί το ποίημά του.

Όμορφα χρόνια, ατέλειωτες αναμνήσεις της παιδικής και πραγματικά ήρεμης και ανέμελης ζωής!