Επειδή βλέπω την αμηχανία των Ελλήνων στον προφορικό λόγο ή και στο γράψιμο, όποτε σκοντάψουν στην γενική πτώση ενικού αριθμού – και μερικές φορές και στην κλητική – των επαγγελματικών ονομάτων θηλυκού γένους, αποφάσισα να γράψω, για πολλοστή φορά, ότι, όταν δυσκολευόμαστε στον γραμματικό τύπο, λύση συνήθως βρίσκομε στην λόγια γλώσσα. Προς Θεού!

Δεν είναι ντροπή να δανειζόμαστε βοηθητικά στοιχεία από παλαιότερες μορφές της γλώσσας μας. Π.χ. η γενική πτώση της λέξης η γυμνασιάρχης πρέπει να είναι της γυμνασιάρχου, που είναι τύπος όμορφος και αξιοπρεπής. Έτσι και η ταγματάρχης – της ταγματάρχου, η νομάρχης -της νομάρχου, η διευθυντής – της διευθυντού (ανεπίσημα: η διευθύντρια), η δικαστής – της δικαστού  κτλ. Κανείς δεν θα σε κοροϊδέψει, αν τα πεις έτσι. Η κλητική είναι όπως και η ονομαστική: κυρία λυκειάρχης, κυρία τομεάρχης, κυρία διευθυντής κτλ.

Όχι στις γελοιότητες όπως: της γυμνασιάρχης (!), της οδοντοτεχνίτης(!)… που ο τύπος της γενικής συμπίπτει με την ονομαστική. Παρομοίως και: η ταμίας – της ταμίου (όχι: της ταμίας), η επιχειρηματίας – της επιχειρηματίου, η τραυματίας – της τραυματίου (αν και δεν είναι επαγγελματικό), η γραμματέας – της γραμματέως (κλητ. κυρία γραμματέας), η ρήτορας – της ρήτορος (κλητ. κυρία ρήτορ), η διδάκτορας – της διδάκτορος (κλητ. κυρία διδάκτορ), η εισπράκτορας – της εισπράκτορος (κλητ. κυρία εισπράκτορ)  κτλ. Μην παραμορφώνομε την γλώσσα μας με άγαρμπους τύπους.

Έτσι ακριβώς λέμε και: η ηθοποιός – της ηθοποιού, η πρόεδρος – της προέδρου, κλητ. κυρία πρόεδρε, η λοχαγός – της λοχαγού, κλητ. κυρία λοχαγέ, η γιατρός – της γιατρού… Δεν υπάρχει άλλη αξιοπρεπής λύση. Οι αρχαίες μορφές της γλώσσας μας αποτελούν πηγή αστείρευτη. Και δεν είναι αμαρτία να δανειζόμαστε στοιχεία από αυτές.

Η δημοτική έχει πια ριζώσει. Δεν υπάρχει κίνδυνος να ξανακυλήσομε στην καθαρεύουσα. Όχι στις παραξενιές και στους βάρβαρους σχηματισμούς, που ηχούν άσχημα. Μερικοί βέβαια από τους παραπάνω προτεινόμενους τύπους ακούγονται, και αυτοί, ίσως κάπως ασυνήθιστοι. Είναι όμως ευπρεπείς. Όχι γελοίοι. Και θα συνηθιστούν. Διότι είναι  αποδεκτοί στο αίσθημα που μέσα μας έχομε για την  γλώσσα μας.